"Αυτή τη στιγμή οι σεφ αναδημιουργούν τις παιδικές αναμνήσεις από τα φαγητά της παιδικής μας ηλικίας λίγο-πολύ με ακρίβεια. Το λες και υψηλή νοσταλγία για όσους μεγάλωσαν στα προάστια" γράφει ο Alan Sytsma, food editor του New York Magazine στο άρθρο του με τίτλο "Τα πάντα είναι παιδικό μενού τώρα. Η υψηλή νοσταλγία είναι εδώ". Δεν πρόκειται απλά για το comfort, και ακόμη λιγότερο για τις αποδομημένες επισκέψεις στις οικείες γεύσεις στις οποίες επιδόθηκαν οι Αμερικανοί σεφ στις αρχές της χιλιετίας. Η πιο ισχυρή τάση στη γαστρονομική σκηνή της Νέας Υόρκης αυτή τη στιγμή είναι το κατευναστικό "παιδικό φαγητό" που μας έφτιαχνε κάποτε η μαμά μας τα βράδια που δεν είχε όρεξη να μαγειρέψει (μακαρόνια με κέτσαπ και τυρί τριμμένο ή τοστ με βούτυρο, κανείς;), ραφιναρισμένο μια ιδέα, τόσο όσο, με έμφαση στην ακρίβεια του πρωτότυπου, έτσι ώστε να μην απέχει πολύ από τις μνήμες της παιδικής ηλικίας του μέσου Αμερικάνου που μεγάλωσε με κοτομπουκιές, κεφτεδάκια με λαζάνια, mac ‘n cheese και Σαλάτα του Καίσαρα.
"Οι περισσότεροι σεφ θέλουν να μαγειρεύουν φαγητό που θα παραγγείλει ο κόσμος και θα του αρέσει - και αυτή τη στιγμή, θέλουμε Samoa sundaes (σ.σ. το κλασικό παλιομοδίτικο παγωτό σε ποτήρι ή πιάτο πασπαλισμένο με σιρόπι, ξηρούς καρπούς και άλλα toppings). Ίσως και να τα έχουμε κερδίσει. Έχετε διαβάσει τις ειδήσεις τελευταία;"
Περιγράφοντας την αίσθηση της αγαλίασης που του προκάλεσε ένα πιάτο μακαρόνια με βούτυρο και τυρί και μια μπάλα παγωτό πάνω σε φύλλο κρούστας σε ένα εστιατόριο πρόσφατα, ο Sytsma παρατηρεί ότι η γαστρονομική τάση του "παιδικού φαγητού" δεν θα πρέπει να καταλογιστεί ως έλλειψη φαντασίας στους σεφ γιατί αντικατοπτρίζει το γούστο του κοινού αλλά και την ανάγκη για ζεστασιά και παρηγοριά σε μια δυστοπική εποχή. "Οι περισσότεροι σεφ θέλουν να μαγειρεύουν φαγητό που θα παραγγείλει ο κόσμος και θα του αρέσει - και αυτή τη στιγμή, θέλουμε Samoa sundaes (σ.σ. το κλασικό παλιομοδίτικο παγωτό σε ποτήρι ή πιάτο πασπαλισμένο με σιρόπι, ξηρούς καρπούς και άλλα toppings). Ίσως και να τα έχουμε κερδίσει. Έχετε διαβάσει τις ειδήσεις τελευταία; Κάθε push alert - πόλεμος, πείνα, κλιματική αλλαγή, τεχνητή νοημοσύνη, περισσότερος Τραμπ - είναι μια μικρή υπενθύμιση ότι μπορεί να μην υπάρχουμε για πολύ ακόμα. Μάλλον θα πρέπει να φάμε λίγο κέικ πουτίγκας όσο έχουμε την ευκαιρία!"
Στα δικά μας, το fine comfort με ελληνικό χρώμα αποτελεί την τάση των τελευταίων χρόνων που αντέχει πιο δυνατά ενώ αν κοιτάξει κανείς τις νέες αφίξεις, τα παϊδάκια και η τσίκνα γενικά, το σουβλάκι, το burger και η πίτσα σε πιο ραφιναρισμένες εκδοχές, τα καφενεία με κεφτεδάκια, αβγά μάτι και πατάτες κυριαρχούν στις προτάσεις των viral μαγαζιών και απασχολούν όλο και περισσότερο γνωστούς σεφ. Συνδέεται όντως η πέραση του fine comfort με την κόπωση για τα copy paste μενού μοντέρνας (ελληνικής και μη) κουζίνας και στοιχειώδους "κοσμοπολιτισμού" (λέγε με ceviche) που υιοθετήσαμε στην υπερβολή τους στην Ελλάδα; Έχει να κάνει με το φαινόμενο των "παιδενήλικων" (kidults) και τη δυσκολία μας να μεγαλώσουμε που σύμφωνα με ορισμένους προωθείται και από την ποπ κουλτούρα της εποχής; Ή απλά με την ανάγκη μας για θαλπωρή και το περιορισμένο budget σε μια δύσκολη εποχή;
Οι kidults και το το μήνυμα της της ποπ πολιτιστικής βιομηχανίας "μείνε παιδί για πάντα"
O Alan Sytsma συνδέει την τάση για fine παιδικό φαγητό και με το μήνυμα της ποπ πολιτιστικής βιομηχανίας "μείνε παιδί για πάντα" και την άποψη του σκηνοθέτη Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ ("Πριν το Ηλιοβασίλεμα") ότι τα στούντιο κατάλαβαν ότι "είναι μάλλον πιο κερδοφόρο να κάνουμε ταινίες μόνο για τα παιδιά και τα παιδιά που κρύβονται σε όλους μας".
Ειδική αναφορά στην ποπ κουλτούρα και το πώς ειδικότερα το σινεμά γιορτάζει την ανωριμότητα κάνει και ο Keith Hayward, καθηγητής εγκληματολογίας με ειδίκευση στον χώρο του πολιτισμού στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Κοπεγχάγης, στο βιβλίο του "Infantilised: How Our Culture Killed Adulthood” (εκδόσεις Constable), για το οποίο διαβάσαμε μια ωραία κριτική στον Economist. Αναλύοντας το φαινόμενο των "παιδενήλικων” (kidults) και την κοινή διαπίστωση ότι οι νέες γενιές αργούν να μεγαλώσουν, ο Hayward αναφέρεται μεταξύ άλλων στους ενδυματολογικούς κώδικες και την ποπ κουλτούρα που θέλουν τα φοιτητά του να ντύνονται σαν το Μικρό μου Πόνι ή να πηγαίνουν στο μάθημα με πιτζάμες, αλλά και στη δραματική πτώση του ποσοστού των νέων στις πλούσιες χώρες που στην ηλικία των 30 έχουν επιτύχει τους παραδοσιακούς δείκτες ενηλικίωσης: να εγκαταλείψουν το σπίτι, να γίνουν οικονομικά ανεξάρτητοι, να παντρευτούν, να αποκτήσουν παιδί.
Όπως ωραία επισημαίνει ο Economist, το επιχείρημα του Hayward έχει δύο ελαττώματα. Το ένα αφορά τη γκρίνια του. "Γιατί οι ενήλικες να μην ντύνονται ως χαρακτήρες κόμικς, αν τους αρέσει; Το να είσαι ενήλικος.η σημαίνει να αναλαμβάνεις την ευθύνη των πράξεών σου- δεν σημαίνει να αναζητάς τη διασκέδαση μόνο σε υψηλών προδιαγραφών μέρη". Το δεύτερο, μεγαλύτερο ελάττωμα είναι ότι ο Hayward αποσιωπά πιο πειστικές εξηγήσεις για την υποτιθέμενη έξαρση του "παιδισμού" που καταγγέλλει, όπως το σήμερα όλα καταγράφονται και μοιράζονται κι ενώ "οι χαζομάρες που έκαναν οι Boomers και η Generation X στα 20 τους έχουν σχεδόν όλα ξεχαστεί, δόξα τω Θεώ, τα πιο χαζά καραγκιοζιλίκια των πιο χαζών μελών της Γενιάς Ζ τείνουν να γίνονται viral".
Και συνεχίζει "ίσως ο λόγος για τον οποίο οι νέοι βρίσκουν δουλειά και αποκτούν παιδιά αργότερα στη ζωή τους σε σχέση με τις προηγούμενες γενιές είναι ότι παραμένουν περισσότερο στην εκπαίδευση. Το εντυπωσιακό 40% των Αμερικανών ηλικίας 25 ετών και άνω έχουν σήμερα πτυχίο κολεγίου, από 8% το 1960. Αυτή είναι μια τεράστια αλλαγή και συνήθως θεωρείται καλό πράγμα, ακόμη και αν ορισμένα πτυχία είναι δαπανηρά και άσκοπα. Όσοι εξακολουθούν να σπουδάζουν στα 25 τους είναι απίθανο να είναι οικονομικά ανεξάρτητοι, και ως εκ τούτου μπορεί να διστάζουν να κάνουν παιδιά. Αυτό δεν είναι παιδαριώδες, είναι σοφό" καταλήγει σημειώνοντας ότι το να βάζεις ταμπέλες όπως "μεγάλα μωρά" σε μια ολόκληρη γενιά είναι προβληματικό και παραπέμποντας σε έρευνες συγγραφέων όπως οι Jonathan Haidt και Jean Twenge, που έχουν κάνει ενδιαφέρουσες και ενίοτε ανησυχητικές έρευνες σχετικά με τους νέους, από τα προφανώς υψηλά επίπεδα ψυχικής οδύνης τους μέχρι την ισχνή υποστήριξή τους στην ελευθερία του λόγου.