"Σταμναγκάθι στη φωτιά με κρέμα ρεβίθι και ταχίνι; Αυτό να το πάρουμε, το θέλω. Και είπες και γλυκοπατάτες; Η γιαγιά σου έκανε γλυκοπατάτες πολύ ωραίες. Πώς τις έχουν εδώ; Α, ψητές με κρέμα από κατσικίσιο τυρί. Ωραίες φαίνονται, και αυτές να τις πάρουμε”.
Το τραπέζι μας είναι για δύο άτομα, παριζιάνικων διαστάσεων, δηλαδή χωράει τα πιάτα μας και ένα to share στη μέση. Παριζιάνικη είναι και η απόσταση μας από το διπλανό τραπέζι, ένα γαστρονομικά ενήμερο gay ζευγάρι που μας καλωσόρισε μόλις καθίσαμε, εξάλλου είμαστε τόσο κοντά, θα ήταν αγένεια να μην, και εγώ το ίδιο θα έκανα. Όλα αυτά εμένα μου αρέσουν, για τη μάνα μου ανησυχούσα, δεν ήξερα πώς θα έβλεπε αυτή την "ακραία” κατάσταση... Δεν ήξερα πως θα έβλεπε την κουζίνα που απλώνεται δεξιά και αριστερά σε ολόκληρο τον χώρο, το μωσαϊκό στο πάτωμα (αυτή είναι η γενιά που ξήλωνε τα μωσαϊκά και έβαζε μπορντό μάρμαρα, γυαλιστερά πλακάκια, ή στην καλύτερη ξανθά παρκέ, γυαλιστερά και αυτά) πώς θα έβλεπε τα πιάτα που "δίνουν έμφαση στην ειλικρίνεια και στην ανάδειξη των απλών γεύσεων” (αυτή είναι η γενιά που ξεμυαλίστηκε από τις γαρίδες κοκτέιλ)… Για όλα αυτά ήθελα περισσότερο να έρθουμε οι δυο μας στα Άκρα – και μάλιστα Κυριακή μεσημέρι – το είχα κάπως σαν πείραμα το σημερινό στο μυαλό μου.
Πάντως μέχρι τώρα το πείραμα πηγαίνει καλά. Έχουμε παραγγείλει τα πρώτα που είπαμε πιο πάνω plus μια κιμαδόπιτα με μελάτο κρόκο, γιατί την πληροφόρησα ότι ο Γιάννης Λουκάκης χρησιμοποιεί αρκετά το μελάτο αβγό στην κουζίνα του, επομένως θέλει να το δοκιμάσει. Για κυρίως διαλέξαμε τον κόκορα στα κάρβουνα με χυλοπιτάκι και σάλτσα μπουρδέτο. Ένα πιάτο που πάλι έκανε η γιαγιά μου όπως έμαθα, αλλά ok χωρίς το twist με τη σάλτσα μπουρδέτο.
"Κοίτα τί ωραίο το μωσαϊκό κάτω, τί χαζοί ήμασταν εμείς τα χαλάσαμε όλα αυτά… Τώρα εσείς είστε αλλιώς. Τα έχετε ξαναθυμηθεί, τα προσέχετε. Και το μάρμαρο αυτό στο τραπέζι, ωραίο. Μόνο οι καρέκλες τους δεν είναι πολύ βολικές…” Την αφήνω να τα λέει και δεν διακόπτω γιατί συμφωνώ. Και για τις καρέκλες ακόμα συμφωνώ αν και δεν θα μπορούσα να φανταστώ καμία άλλη στο συγκεκριμένο setup. Βέβαια καταλαβαίνω και τη δυσκολία αυτής της γενιάς να κατανοήσει σε ένα εστιατόριο την "καρέκλα της Δευτέρας Λυκείου” όπως τη λέω εγώ. Φαντάσου να έχεις την εμπειρία των 60s όταν όλα ήταν καινούρια και αστραφτερά, ή των 80s με το λούσο της μεταπολίτευσης και εκείνα τα μπομπέ σαλόνια, που ήταν ασορτί με τις βάτες… Αν έχεις όλα αυτά ως αναφορές δεν είναι και εύκολο…
Όλη αυτή την ώρα ακούμε jazz συλλογές (σωστό Sunday friendly mood) και στα διάσπαρτα δεξιά και αριστερά working stations συμβαίνουν πράγματα. Eτοιμάζονται συστατικά για τα πιάτα, συναρμολογούνται γλυκά, ξεφουρνίζονται προζυμένια ψωμιά. Ένα διαρκές μαγειρικό δρώμενο στο κέντρο του οποίου βρίσκονται τα τραπέζια. Νομίζω αυτό είναι που την έχει εντυπωσιάσει περισσότερο. Σίγουρα περισσότερο από την κιμαδόπιτα την οποία μου άφησε σχεδόν ασχολίαστη σε αντίθεση με τις γλυκοπατάτες με το κατσικίσιο τυρί για τις οποίες άκουσα αφενός διθυράμβους, αφετέρου υποσχέσεις ότι θα πάρει να μου μαγειρέψει μια Κυριακή που θα πάω από το σπίτι. Η χλιαρή αντίδραση για την κιμαδόπιτα ήταν πάντως έκπληξη. Το συζήτησα και έμαθα ότι πιστεύει πως κάποια πράγματα καλό είναι να μένουν ως έχουν, απείραχτα. Επίσης έμαθα ότι σήμερα εδώ στα Άκρα συνειδητοποίησε ότι τρώω σταμναγκάθι. Και εγώ και ολόκληρη η δική μου γενιά. Θυμήθηκε πόσο είχε προσπαθήσει να με κάνει να τρώω χόρτα όταν ήμουν παιδί, αλλά τίποτα. "Πάλι καλά έτρωγες ψάρια. Με τα χόρτα και τα όσπρια όμως είχες μεγάλη γκρίνια και να τώρα παραγγέλνεις και εσύ και οι αλλοι βλεπω εδω σταμναγκάθι με κρέμα ρεβίθι. Εγώ δεν ήξερα να κάνω τα ρεβίθια κρέμα... Ωραία είναι, θα δοκιμάσω να τα φτιάξω”.
Τη θέση του διπλανού gay ζευγαριού τους οποίους χαιρετήσαμε πριν λίγο, έχει πάρει άλλο ζευγάρι, straight και κάπως uptight. Αυτή του λέει να κάνει το τραπέζι λίγο πιο κει, δυσκολεύεται πού να βάλει το μαλλιαρό παλτό της, αυτός δεν μπορεί να βολευτεί στην καρέκλα, γενικά η ενέργεια δεν ρέει. Αυτό που με απασχολεί είναι να μην βρω ίχνος από το λευκό μαλλιαρό παλτό της στο μαύρο σακάκι μου. Πίσω στα δικά μας έχει έρθει στο τραπέζι ο κόκορας "απείραχτα παραδοσιακός" θα πω, με το χυλοπιτάκι του. "Είναι της μόδας τώρα να τρώτε χυλοπίτες; Δεν το ήξερα, αυτό εμείς το είχαμε πιάτο "σπιτικό", όταν βγαίναμε άλλα πράγματα βρίσκαμε στα μενού, όχι κόκορα με χυλοπίτες". Γι' αυτό ακριβώς τον παράγγειλα τον κόκορα, για να δει ότι τα παλιά "σπιτικά πιάτα" έχουν θέση στα εστιατόρια. Γι' αυτό και για να θυμηθώ κάτι οικογενειακές Κυριακές στο σπίτι. Όχι ότι τις νοσταλγώ, αλλά ήθελα να δω αν το συγκεκριμένο πιάτο θα μου έφερνε αυτές τις μνήμες στο μυαλό. Μου τις έφερε, λοιπόν και να πω την αλήθεια αυτός ήταν και ένας από τους λόγους - αν όχι ο κυριότερος - που ήθελα να έρθουμε στα Άκρα μαζί. Ο Γιάννης Λουκάκης αυτό που έχει κάνει εδώ είναι να γεφυρώσει τη σύγχρονη ελληνική γαστρονομία με τη συλλογική μας μνήμη. Φέρνει στα τραπέζια του αναμνήσεις, εικόνες και γεύσεις που "μιλάνε" σε διαφορετικές γενιές. Και όλο αυτό με πολύ σημερινό (για να μην πω ¨μοδάτο¨ που δεν μ' αρέσει) τρόπο. Το παγωτό καφέ του Σπύρου Πεδιαδιτάκη με το τραγανό κατσικίσιο γάλα και την καραμέλα καφέ με έφερε ξανά στο hip Παγκράτι του 2024.
Φεύγοντας σκέφτομαι ότι το πείραμα πέτυχε. Δεν το περίμενα – να πω την αλήθεια – αλλά πέτυχε. Και καινούριες γνωριμίες κάναμε και ωραία φάγαμε και τα είπαμε που δεν την είχα δει καιρό και καλά περάσαμε. Αν θέλει να ξανάρθει; Ναι.
Άκρα,
Αμύντα 12 Παγκράτι
2107251116