Τις Κυριακές η Αθήνα ξυπνάει αργά, το έχω παρατηρήσει. Σε αντίθεση με άλλες πόλεις, όπως πχ το Μιλάνο όπου αν βγεις στο δρόμο στις 9.30 το πρωί της Κυριακής θα δεις χαμό, στην Αθήνα σήμερα Κυριακή στις 10.00 κυκλοφορούμε εγώ, λίγοι τουρίστες και πολλοί τσολιάδες που κάποιο τελετουργικό τους συμβαίνει γιατί περπατάνε στη μέση της κλειστής Βασιλίσσης Σοφίας συνοδεία τυμπανοκρουσιών. Παρακολουθώ το event από την βεράντα του Μουσείου Μπενάκη την οποία πάντα θεωρούσα ένα από τα πιο αυθεντικά "αθηναϊκά” σημεία της πόλης. Όλο το πακέτο το βρίσκω πολύ ενδιαφέρον: τη διαδρομή έως εδώ, μέσα από τις προθήκες με τις μόνιμες συλλογές του μουσείου, τη θέα στον εθνικό κήπο έως και τη Βουλή στο βάθος, την ανθρωπογεωγραφία της βεράντας με τις φίλες με τα Burberry anoraks μετά το κομμωτήριο. Τα πάντα βγάζουν μια καθησυχαστική διαχρονικότητα – ειδικά οι φίλες – είναι κάτι σαν σταθερά σημεία αναφοράς ό,τι και να γίνει.
Δυστυχώς εκείνο που δεν βρίσκω ανάλογα "σταθερό σημείο αναφοράς” είναι το φαγητό, γι’ αυτό και σήμερα έχω έρθει για πρωινό. Έχουν προηγηθεί από 2-3 όχι τόσο επιτυχημένες προσπάθειες lunch break, όπου κάθε φορά κάτι άλλο πήγαινε στραβά (εκτός ίσως από τα κασιώτικα ντολμαδάκια, αν θυμάμαι σωστά) πλέον επιλέγω το πρωινό, γιατί απλά συνεπάγεται μικρότερο ρίσκο. Ο καγιανάς με σύγκλινο, ή η ομελέτα από ασπράδια με τα σπαράγγια δύσκολα προοιωνίζουν κάτι δυσάρεστο. Τελευταία μια καινούρια συνεργασία με το πολύ καλό Holy Llama έχει προσθέσει ορισμένες 100% vegan επιλογές, όπως το φωτογενές "wonder wheel” ένα spacey, φουτουριστικό κρουασάν με κρέμα φιστίκι και κροκάν σοκολάτα. Ναι, αξίζει να ξεκινήσεις την Κυριακή σου νωρίτερα γι’ αυτό σίγουρα.
Πέμπτη μεσημέρι και έχω μεταφέρει το γραφείο μου στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης, στη Νεοφύτου Δούκα. Μόλις έχει έρθει και το ραντεβού μου για μεσημεριανό. Το μενού είναι αντιστοίχου κομψότητας με το interior του μουσείου. Αυτή η αστική και χαρακτηριστικά ώριμη προσέγγιση του μινιμαλισμού που το αρχιτεκτονικό γραφείο του Στέλιου Κόη έχει εφαρμόσει στην περίφημη πέργκολα της οροφής, βρίσκει το γαστρονομικό της αντίστοιχο στις στιγμές φινετσάτης ελληνικότητας του μενού: Η μους λευκού ταραμά, η ελληνική σαλάτα με καλαθάκι Λήμνου, το ριζότο "σαν γεμιστά” με σταφίδες, κουκουνάρι και mousse φέτας και οι ραβιόλες με σκοτύρι Ίου και σάλτσα ψητής πιπεριάς Φλωρίνης είναι πιάτα που έχουν τις ρίζες τους στα βάθη της ελληνικής παράδοσης, εδώ όμως αντιμετωπίζονται με μια πιο "ladies who lunch” ματιά. Είναι όλα σε τέτοια μορφή που θέλουν δίπλα τους ένα λευκό τριαντάφυλλο – μπορεί και αλόη – σε γκρίζο τσιμεντένιο γλαστράκι, αλλιώς δεν στέκουν, νιώθεις ότι κάτι λείπει.
Σε γενικές γραμμές, εδώ υπάρχει συνάφεια και συνέπεια και αυτό – τουλάχιστον εμένα – με ηρεμεί. Η προσπάθεια να απευθυνθεί το μενού σε ένα πολυεθνικό κοινό, αυτό των επισκεπτών του μουσείου, είναι εμφανής – και επιτυχημένη. Γευστικά σίγουρα υπάρχουν σημεία βελτίωσης, αλλά ο δρόμος είναι ο σωστός.
Ωστόσο οι παραπάνω είναι δύο γενικά καλές περιπτώσεις "φαγητού στο μουσείο”, σίγουρα πάνω από το μέσο όρο. Αν σκεφτώ τα αμέτρητα παπαριασμένα σάντουιτς, τους flat white που δεν πίνονται, τους τυποποιημένους χυμούς, τις διάφορες παραλαδομένες pinse και κάτι carpacciο που απλά δεν θέλεις να βρεθούν στο δρόμο σου, με πιάνει κατατονία. Και δεν είπα τίποτα και για το service επιπέδου καφέ Πειραιώτικο, λιμανίσιο πύλη Ε8. Είναι κρίμα. Κρίμα που τις περισσότερες φορές έχουμε να κάνουμε με μενού που φτιάχτηκαν στον αυτόματο, που ούτε έχουν καμία σχέση με την ταυτότητα του εκάστοτε μουσείου, ούτε παίρνουν αφορμή και έμπνευση από αυτό. Μενού ιδανικά για ένα διάλειμμα στο 97ο χιλιόμετρο της εθνικής οδού. Μας ενδιαφέρει να το αλλάξουμε αυτό; Μπορούμε να παραδειγματιστούμε τόσο από τα μεγάλα μουσεία του εξωτερικού όσο και από τα όσα δικά μας κάνουν την έξτρα προσπάθεια; Για να δούμε. Προς το παρόν παραμένουμε σε αναμονή των νέων για το εστιατόριο του ΕΜΣΤ με την απίστευτη 360 θέα σε όλη την πόλη, ενώ στα βάθη του γαστρονομικού μέλλοντος χάνονται ακόμα η Εθνική Πινακοθήκη και το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο...