Βρισκόμαστε σε μια μαγική τοποθεσία, ενός μαγικού ελληνικού νησιού, ένα από τα τελευταία ζεστά βράδια του φετινού καλοκαιριού. Όλα είναι σωστά: Το jazzy soundtrack, οι ξερολιθιές, το κύμα που ακούγεται στο βάθος, όλα. Είμαστε τρία άτομα, ο σερβιτόρος μας οδηγεί στο τραπέζι μας, το οποίο βρίσκεται στο δεύτερο επίπεδο, στην πιο ψηλή πεζούλα, απ’ όπου έχω πανοραμική θέα σε όλο το εστιατόριο, έως και τη θάλασσα.
Πριν φτάσω να δω τη θάλασσα όμως, το βλέμμα μου στρέφεται στα τραπέζια των δύο ατόμων. Τα περισσότερα ήταν τοποθετημένα στη σειρά δίπλα σε μια εντυπωσιακά φωτισμένη ξερολιθιά. Με τέτοιο (λάθος) τρόπο που ο ένας από τους δύο έβλεπε τη θάλασσα και ο άλλος την ξερολιθιά. Ήταν εντυπωσιακό. Στα τέσσερα από τα πέντε τραπέζια στη σειρά, τις θέσεις που είχαν θέα στη θάλασσα τις είχαν γυναίκες και την ξερολιθιά (σχεδόν στα μούτρα) την έβλεπαν οι άντρες. Σε ένα μόνο τραπέζι συνέβαινε το αντίστροφο. Λες και η μία πλευρά έγραφε "θέσεις θηλέων” και η άλλη "θέσεις αρρένων” και ένας δεν το είχε δει και είχε μπερδευτεί. Έχω μείνει και τους κοιτάζω. Τι είναι τώρα αυτό; Είναι θέμα savoir vivre, ή είναι ένα καθαρά σεξιστικό κατάλοιπο ενός απαρχαιωμένου κώδικα καλών τρόπων που έρχεται από τον 19ο αιώνα;
Όλη αυτή η εικόνα με τις θέσεις "θηλέων” και "αρρένων”, που μου φαίνεται από αστεία έως εκνευριστική, με βάζει σε μια διάθεση να παρατηρήσω όλο το τελετουργικό του δείπνου από μία "gender oriented” σκοπιά: Checkpoint 1. Στο τραπέζι είμαστε δύο άντρες και μία γυναίκα και θέλω να δω πως θα μοιράσει ο σερβιτόρος τα μενού και πού θα δώσει τη λίστα κρασιών. Το πρώτο μενού λοιπόν πηγαίνει στην κυρία, ενώ τη λίστα κρασιών δεν τη δίνει σε κανέναν, απλώς την αφήνει στο τραπέζι για να την πάρει όποιος από τους τρεις ενδιαφέρεται. Checkpoint 2. Σε ποιον θα απευθυνθεί για να του εκφωνήσει την παραγγελία; Στρέφεται σε έναν από εμάς τους δύο – όχι στην κυρία – και ρωτάει αν είμαστε έτοιμοι. Checkpoint 3. Ποιος θα δοκιμάσει το κρασί; Στην περίπτωση μας το διάλεξε η κυρία, η οποία και του το ζήτησε κιόλας, οπότε – πολύ σωστά – προτείνει σε αυτήν να το δοκιμάσει. Checkpoint 4. Με ποια σειρά θα σερβιριστούμε; Ξεκινάει και πάλι πρώτα από την κυρία, εμείς οι δύο με τυχαία σειρά – υποθέτω. Checkpoint 5. Ποιον θα ρωτήσει αν θα μας ενδιέφερε να δούμε τα γλυκά; Εμένα. Δεν ξέρω γιατί, έχω κρατήσει ένα γενικά χαμηλό προφίλ απόψε γιατί έχω αφοσιωθεί στην παρατήρηση, οπότε ίσως σκέφτηκε να μου αναβαθμίσει το ρόλο… Checkpoint 6. Σε ποιον θα πάει ο λογαριασμός. Αυτό θεωρώ είναι και το ζητούμενο με τη μεγαλύτερη βαθμολογία γι’ αυτό έχω προσπαθήσει να του το κάνω πιο δύσκολο και έχω βάλει την κυρία του τραπεζιού να ζητήσει τον λογαριασμό. Θεωρώ πώς το λογικό είναι να πάρει το λογαριασμό εκείνος που τον ζήτησε και περιμένω τώρα να δω τί θα γίνει. Λοιπόν ο λογαριασμός δεν έρχεται στην κυρία. Ούτε όμως και σε κάποιον από τους κυρίους. Τον αφήνει απλώς στο τραπέζι και μας πετάει το μπαλάκι. Ok, περνάει, διπλωματική, έξυπνη κίνηση.
Η συνολική εμπειρία τελικά πρέπει να πω ήταν σχετικά εξισορροπημένη από άποψη συμπεριφοράς απέναντι στα φύλα. Τα περιμένα χειρότερα τα πράγματα, έχοντας δει και τις "θέσεις θηλέων και αρρένων" προηγουμένως. Μεγάλη πρόοδος έχει συντελεστεί, αν σκεφτεί κανείς πώς σε πολλά fine dining εστιατόρια σε Ευρώπη και ΗΠΑ, έως πολύ πρόσφατα – έως τη δεκαετία του 80 – υπήρχε το "ladies’ menu”. Ήταν το ίδιο μενού που έπαιρνε και ο κύριος στο τραπέζι αλλά χωρίς τιμές. Για ποιο λόγο; Μάλλον γιατί οι γυναίκες δεν θεωρούνταν ικανές να πληρώσουν για το φαγητό τους, δεν ήταν αυτόνομες οικονομικά, οπότε κάποιος άντρας έπρεπε να πληρώσει έτσι και αλλιώς γι’ αυτές, άρα δεν χρειαζόταν να έρθουν σε δύσκολη θέση γνωρίζοντας πόσο του κόστισαν. Στις ΗΠΑ τα "ladies’ menus” καταργήθηκαν μετά από μήνυση που έκανε γυναίκα επιχειρηματίας σε ένα από τα top εστιατόρια του Λος Άντζελες το 1980. Ήθελε να βγάλει για φαγητό τον συνεργάτη της να γιορτάσουν μια σημαντική επαγγελματική επιτυχία της εταιρείας τους και το εστιατόριο της έδωσε το μενού χωρίς τιμές, ενώ εκείνος (ο καλεσμένος) πήρε το κανονικό. Έφυγαν χωρίς να φάνε και την επόμενη μέρα ήρθε η μήνυση για διακρίσεις. Αυτό ήταν και το τέλος των "ladies' menus” στην Αμερική.
Χρειάστηκε να φτάσουμε στο 1980 και σε μια γυναίκα επιχειρηματία για να αναθεωρηθεί μια αραχνιασμένη πρακτική του παρελθόντος την οποία επέβαλε τί; Οι "καλοί τρόποι” ίσως; Και πού τελειώνουν οι καλοί τρόποι και πού αρχίζει ο σεξισμός; Είναι δυνατόν κανόνες και πρακτικές που έρχονται από άλλες εποχές και άλλες πραγματικότητες να έχουν εφαρμογή σήμερα; Μήπως χρειάζεται μια γενικότερη αναθεώρηση της εστιατορικής ετικέτας η οποία, μάλλον συντελείται αθόρυβα ήδη όπως δείχνουν τα πράγματα;
Και τελικά – για να κλείσω το θέμα – θα είμαι αγενής αν την επόμενη φορά καθίσω εγώ στη θέση που έχει θέα θάλασσα και εκείνη βλέπει την ξερολιθιά; Γιατί όλη τη συζήτηση στ’ αλήθεια γι’ αυτό την ξεκίνησα.