Το σημείο δεν είναι άγνωστο: το "Central" παλιότερα, το "Rock n Roll" αργότερα, και το "Kalon" εσχάτως, μας είχαν όλα με τους λόγους του δελεάσει να κατέβουμε τα σκαλάκια που οδηγούν στην απλόχωρη – καίτοι κατάτι χαμηλοτάβανη σάλα – για να αφεθούμε σε σενάρια διασκέδασης συνυφασμένα με τη σύγχρονη ταυτότητα του Κολωνακίου. Ούτε όμως κι ο νέος του ένοικος είναι νέος στη γειτονιά: ο Στράτος Δρακούλης είχε φέρει την κορυφαία κρεατοφαγική του πρόταση στην περιοχή πριν από λίγα χρόνια, έχοντας αφήσει το στίγμα του λίγο πιο πέρα, στην οδό Σκουφά. Τότε, στο κατώφλι του 2019, το ποδαρικό του brand Drakoulis στην κολωνακιώτικη σκηνή είχε γίνει με μεγαλύτερη φανφάρα, βέβαια, με το πολυτελές διώροφο που στέγαζε το "Dry & Raw at Law" να ποντάρει στην εξτραβαγκάντσα του διακόσμου, θυσιάζοντας κομμάτι απ’ τη μυστηριακή ατμόσφαιρα με την οποία μας πρωτοσύστησε το εστιατορικό του όραμα ο Δρακούλης.
Τώρα, όμως, η επιστροφή του στη γειτονιά του Κέντρου γίνεται με τρόπο που ταιριάζει γάντι στην εστιατορική ταυτότητα του "Dry & Raw", με το χώρο να αγκαλιάζει τον επισκέπτη με αύρα που θα θύμιζε σχεδόν speakeasy, αν δεν υπήρχε το όμορφο al fresco καθιστικό στο πεζοδρόμιο να προδίδει ότι εδώ μέσα κάτι πολύ ενδιαφέρον συμβαίνει.
Χωροταξικά, η σάλα μοιάζει να παίρνει τη σκυτάλη από εκεί που την άφησαν οι προηγούμενοι ένοικοι, με βασικά σημεία να έχουν πια "κλειδώσει" μετά τις τόσες χρήσεις. Δύσκολα, για παράδειγμα, θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί καλύτερο σημείο για το μεγάλο bar, φρεσκαρισμένο με εντυπωσιακό μάρμαρο, κι αντίστοιχα το DJ booth απολαμβάνει ολοκληρωτική εποπτεία της κύριας σάλας, η οποία δονείται συχνά με μυστηριακά beats, μια και με line up σχεδόν καθημερινών sets, ο Δρακούλης πραγματώνει εδώ στο έπακρο το όνειρό του για deep house εστιατορική εμπειρία υψηλών οκτανίων.
Χαρακτήρα επιβλητικό δίνει στο χώρο ο φωτιζόμενος τοίχος από τούβλα ορυκτού άλατος στα μετόπισθεν, δημιουργώντας μια άτυπη πριβέ περιοχή, αφιερωμένη στους προσκυνητές του κρέατος, με βωμό τους όπως πάντα τα butcher’s blocks μπροστά στα ψυγεία ωρίμανσης - εκεί, δηλαδή, όπου βρίσκεται και το κλου της υπόθεσης Drakoulis.
Εδώ, άλλωστε, εντοπίσαμε και το πρώτο ελληνικής εκτροφής Wagyu, που έρχεται κατευθείαν απ’ τη Βέροια κι αποτελεί τον καρπό κόπων επταετίας, με συνεχείς διασταυρώσεις και βελτιώσεις, χάρη στις οποίες η Κεντρική Μακεδονία εισέρχεται σε ένα διεθνές ταμπλό ανώτερου κρεατοφαγικού επιπέδου πλέον. Την πρώτη γνωριμία μας με το σπουδαίο αυτό κρέας την κάναμε μέσα από ένα δαντελένιο καρπάτσιο από το νουά του μοσχαριού, με το στακάτο δάγκωμα και την ελαστική του ζωηράδα να προδίδουν σπουδαία υφή, και τη γεύση του να κερδίζει σπιρτάδα χάρη στο μετρημένο ντρεσάρισμα.
Η εντυπωσιακή του επίγευση κατατρόπωσε, δε, το strip loin από Black Angus της εμβληματικής αυστραλέζικης φάρμας Rangers Valley, το οποίο δοκιμάσαμε σε άψογο σίτεμα και ψήσιμο, που έδωσαν μπουκιά ζουμερή και τρυφερή, αλλά λειψή σε βάθος και διάρκεια γεύσης, ενώ κάθε άλλο παρά αμελητέα πέρασαν για άλλη μια φορά τα συναρπαστικά ωμά και οι signature κρεατοπαρασκευές του "Dry & Raw": το ταρτάρ από αυστραλέζικο wagyu, για παράδειγμα, με kimchi, wasabi mayo, σιρόπι σφένδαμου και σχοινόπρασο, παραμένει ένα από τα καλύτερα που μπορεί να χαρεί κανείς στην Αθήνα, ενώ στα ζεστά, τα beef tacos από Black Angus, με chili con carne και guacamole, μας γοήτευσαν με την πικάντικη αψάδα τους αρκετά περισσότερο απ’ ότι τα τρυφερά και βουτυράτα σιγομαγειρεμένα short ribs από Wagyu, που λυγάνε απ’ το βάρος του καραμελώματός τους.
+ Ανυπομονούμε να γνωριστούμε καλύτερα με τα ελληνικής εκτροφής Wagyu που θα φέρνει κατ’ αποκλειστικότητα σε όλο και μεγαλύτερη ποικιλία και όλο κι ανώτερη ποιότητα η ομάδα του Drakoulis.
- Αν και η wine list έχει τα θέλγητρά της, η επιλογή του Miraval ως ροζέ ροής που πετύχαμε στην επίσκεψή μας, αφήνει δυσάρεστη nouveau riche επίγευση χωρίς καμία επαφή με το καλοφαγικό tempo του μενού.