Όποιος και όποια έχουν περπατήσει στις κορεάτικες γειτονιές του Λονδίνου και της Νέας Υόρκης, έστω κι ως περαστικοί, είναι δύσκολο να μην έχουν πάρει μυρωδιά αυτήν την απίθανη εστιατορική φάση που είναι το Korean BBQ: μεγαλύτερα ή μικρότερα τραπέζια με μια τρύπα στη μέση, και μέσα της μια ψησταριά, στην οποία καψαλίζονται επί τόπου και μπρος στα μάτια μας εκλεκτά κρεατικά, με τους χυμούς τους να τσιτσιρίζουν και τις μυρωδιές να μας τρυπάνε το ρουθούνι, ώσπου να έρθει ώρα να τα τυλίξουμε σε λάχανα ή πιτούλες, με καυτερές ή γλυκόξινες πάστες και εξωτικά κοντιμέντα στο πλάι, για να κατασκευάσουμε με τα χέρια μας μια μπουκιά που κλείνει μέσα μια εστιατορική συνθήκη μοναδική, που δύσκολα την ξεχνάς όταν την έχεις ζήσει.
Κι είναι μοναδική όχι μονάχα ως εισαγωγή σε μια κουζίνα που μπαλατζάρει καυτερό, γλυκό, πρωτεϊνικό και φυτικό σ’ ένα απολαυστικό τρενάκι εντάσεων. Αλλά και γιατί, έτσι όπως είναι σχεδιασμένη για παρεΐστικη απόλαυση της μοιρασιάς, μπολιασμένη με τη χαρά του να παίζεις με το φαγητό σου για να το συναρμολογήσεις, μοιάζει κομμένη και ραμμένη στα μέτρα της σύγχρονης εστιατορικής σκηνής (και) της Ελλάδας, με την κουλτούρα της μοιρασιάς εγγεγραμένη στο γονιδίωμα των τραπεζωμάτων μας, και την αγάπη μας για το κρέας, πλέον σε σημείο premium ωριμότητας. Κι όμως, με το πρώτο και μοναδικό κορεάτικο BBQ της Αθήνας να πλησιάζει τα 40 χρόνια λειτουργίας, αυτή η τόσο ταιριαστή στα ελληνικά γούστα εστιατορική συνθήκη δεν έχει βρει ακόμη το δρόμο της στην πόλη.
Σε αυτό το κενό δεν είναι άμοιρο ευθύνης το "Seoul House" (Ζησιμοπούλου 40, 2110123458), βέβαια, που τουλάχιστον στα τελευταία 10 απ’ αυτά τα σχεδόν 40 χρόνια του (ξεκίνησε το 1984 ως σκέτο "Seoul", δίπλα στο ξενοδοχείο "President"), θα μπορούσε να έχει συντονιστεί με τη στροφή του ελληνικού κοινού προς την προωθημένη κρεατοφαγία. Και να έχει επενδύσει στη διάδοση της μοναδικής εμπειρίας που προσφέρει, ενισχύοντάς την με ενδιαφέρουσες κοπές. Δεν χρειάζεται να φτάσει στα επίπεδα του μισελενάτου Cote της Νέας Υόρκης, με την omakase κρεατοφαγική εμπειρία που προσφέρει έναντι αδράς αμοιβής, προς Θεού. Αλλά από εκεί μέχρι το να προσφέρεις ως μόνες BBQ επιλογές σου μια κατεψυγμένη (!) πανσέτα και ένα αδιευκρίνιστης γεύσης μαριναρισμένο κομμάτι μοσχαριού, υπάρχει ένα τεράστιο φάσμα που το "Seoul House" θα μπορούσε να εξερευνήσει.
Πάντως, του κρέατος εξαιρουμένου, η BBQ συνθήκη που προσφέρει έχει τη φάση της, ενώ την εμπειρία συμπληρώνουν πιάτα βγαλμένα απ’ την κορεάτικη παράδοση, φτιαγμένα με μια artisanal προσέγγιση που δεν είναι χωρίς την αυθεντικότητά τους. Για παράδειγμα, το χειροποίητο kimchi που σερβίρει το "Seoul House", από ιδιόκτητο λαχανόκηπο στην Εύβοια, έχει ρουστίκ γρετζάδα που γράφει ωραία στον ουρανίσκο, ενώ τα dumplings έρχονται προικισμένα με μαμαδίστικη στρογγυλάδα που ζεσταίνει το στομάχι και την καρδιά εξίσου.
Το μενού, που μεταξύ άλλων περιλαμβάνει bibimpap (ρύζι με λαχανικά και αυγό), kimbap (κορεάτικο σούσι με λαχανικά και κρέας) και μυρωδάτες σούπες με tofu, noodles και άλλες ανατολίτικες μαστοριές, όλες με μια σπιτίσια καθαρότητα στη γεύση, συμπληρώνει η sui generis διακόσμιση με ανατολίτικα memorabilia, ενώ οι συνεδριακού τύπου καρέκλες που μοιάζουν προαπαιτούμενες για ασιατικά εστιατόρια μεταναστών απανταχού της γης, ολοκληρώνουν το look μιας εξωτικής πρότασης εξόδου που παραμένει φιλότιμη, αλλά δυστυχώς όχι φιλόδοξη, αφήνοντας μεγάλο κομμάτι από τις δυνατότητές της ανεκμετάλλευτο.
(+) Το χειροποίητο kimchi έχει μια ρουστίκ χάρη που γράφει ωραία στον ουρανίσκο, ενώ τα dumplings και τα noodles έχουν μαμαδίστικη στρογγυλάδα που ζεσταίνει στομάχι και καρδιά εξίσου.
(-) Η ποιότητα του κρέατος είναι αποκαρδιωτική για οποιοδήποτε είδος εστιατορίου, πόσω μάλλον για το παλιότερο Korean BBQ της Αθήνας.
*Λόγω απροθυμίας των ιδιοκτητών για φωτογράφηση στο χώρο του εστιατορίου, για την εικονογράφηση του θέματος χρησιμοποιήθηκαν γενικές φωτογραφίες πρακτορείου.