Όπως έχει συμβεί στο παρελθόν με όλες τις "εξωτικές" κουζίνες που κατέκτησαν τον κόσμο, όσο καυτή τάση είναι αυτή τη στιγμή η μεξικάνικη κουζίνα διεθνώς, τόσο ταλαιπωρημένη είναι εξίσου διεθνώς η γεύση της, με την αλλοίωσή της ανά χώρα, να είναι ευθέως ανάλογη της απόστασής της από το Μεξικό, τις πρώτες ύλες του, αλλά και την κουλτούρα που κρύβεται πίσω από τις γεύσεις της. Και παρ’ ότι στην εποχή του VDSL και του Netflix, όλοι πια ζούμε σ’ ένα παγκόσμιο γαστρονομικό χωριό, το "πάμε για μεξικάνικο" φαίνεται να εξακολουθεί να σημαίνει διαφορετικά πράγματα, για διαφορετικούς ανθρώπους.
Υπάρχει, για παράδειγμα, η μεξικάνικη κουζίνα, μια κουζίνα φτωχικών, αρχέγονων καταβολών, άμεσα συνδεδεμένη με τη γη που παράγει τα καλαμπόκια, τα φασόλια και τις πιπεριές που αποτελούν γαστρονομικούς πυλώνες της. Ύστερα, υπάρχει η αμερικανοποιημένη Tex Mex εκδοχή της, που βρίσκει στα λιπαρά τυριά, τις παχιές σάλτσες και τις ευμεγέθεις μερίδες, την απλόχερη πληθωρικότητα που τόσο αγαπούν οι καουμπόηδες των ΗΠΑ, είτε φορούν καπέλα είτε όχι. Και μετά, μίλια και μίλια μακριά (και με πολλές ενδιάμεσες στάσεις), υπάρχει η δικιά μας: μια εξελληνισμένη εκδοχή της εξευρωπαϊσμένης (σα φωτοτυπία φωτοτυπίας, δηλαδή), που χάριν της συζήτησης, ας πούμε ότι τη λένε Grecomexicana.
Στη γρεκομεξικάνικη κουζίνα, λοιπόν, η Tex Mex πληθωρικότητα διατηρεί το ιδεολογικό της γράπωμα στα πιάτα, ενώ κατά κανόνα οι γεύσεις κι οι εντάσεις απαλύνονται, για να χωρέσουν καλύτερα στην ελληνική παλέτα, και η πενία στα αυθεντικά υλικά, λύνεται με πατέντες προσαρμοσμένες στη διαθεσιμότητα της αγοράς. Κι αν το "Balero" της Νέας Ερυθραίας, φροντίζει να πάρει αποστάσεις απ’ το πρώτο σκέλος του κανόνα, κρατώντας τα πιάτα του πιο καθαρά απ’ τις τεξανές επιρροές, στο δεύτερο κομμάτι υποκύπτει, με προκάτ πίτες να διπλώνονται για quesadillas, να τυλίγονται για burritos και να βγαίνουν σε μικρότερα μεγέθη για τα soft ή crunchy tacos που πρωταγωνιστούν στο μενού, η διάρθρωση του οποίου είναι ιδανική για παρεΐστικα μαζώματα με ανεβασμένο κέφι, αλλά τη γαστρονομική μπάλα χαμηλά.
Το chili con carne που δοκιμάσαμε σε ωραία παναρισμένη, τραγανή και πλούσια chimichanga, είχε μεν την έντονη κάψα που του αρμόζει, αλλά ο κιμάς – αν και από Black Angus, σύμφωνα με τον κατάλογο – ήταν μονότονος γευστικά, με σαφή την απουσία της σχέσης της μεξικάνικης κουζίνας με τα φασόλια και το καλαμπόκι – τη γείωση δηλαδή που της προσφέρει η ταπεινή της καταγωγή – αλλά και την απογείωση που φέρνει ο πλούτος των μπαχαρικών και πιπεριών που θα έπρεπε να βρούμε εδώ. Στο δε burrito με χοιρινό al pastor, η γλυκερή ένταση του ανανά σκέπαζε τη γεύση του γύρου, η υφή του οποίου χανόταν μέσα στο μπόλικο ρύζι, ενώ η sour cream στο πλάι, δεν προσέφερε τίποτα πέρα από αντιπερισπασμό.
Πάντως, τα soft tacos με παναρισμένη γαρίδα, mayo chipotle και pico de galo ήταν μια δροσερή νοστιμιά με ωραίο δάγκωμα στη ζουμερή και νόστιμη πρωταγωνίστριά του, ενώ η picanha από την αργεντίνικη grilleria που συμπληρώνει το μενού, αν και ήρθε παράδοξα ψημένη (κομμένη σε φιλετάκια πριν μπει στη φωτιά) έκρυβε ικανοποιητικό γευστικό βάθος στη μπουκιά της, κι ας είχε αρπάξει λίγο παραπάνω απ’ όσο έπρεπε. Δυο πιάτα ενδεικτικά κουζίνας που μπορεί να δείξει δυναμική με λίγη παραπάνω προσοχή και, μαζί με τη γενικότερη αίσθηση που καλλιεργούν η διακοσμητική εξτραβαγκάντσα του χώρου και οι λατίνικες νότες στο ηχόχρωμα, να εδραιώσει το "Balero" στη λίστα των τίμιων προτάσεων για grecomexicana έξοδο στην πόλη.
(+) Η απλόχωρη σάλα με την αυθεντική αίσθηση μεξικάνικης χασιέντας προετοιμάζει το mood για παρεΐστικες καταστάσεις με αλέγκρα διάθεση.
(-) Όσο πετυχημένο ήταν το τηγάνισμα στην chimichanga τόσο άστοχο ήταν αυτό στα churros, που ήρθαν σχεδόν μαυρισμένα απ’ έξω και με ρευστή τη ζύμη στο εσωτερικό τους.