Χρόνια είχα να πάω σ’ αυτό το κρυφό χαρτί του αθηναϊκού Κέντρου, όμως σ’ αυτό το στέκι των ψαγμένων θαλασσοφάγων της πόλης, που κοντεύει να 40αρίσει αραγμένο στο μαλακό υπογάστριο της πόλης, τίποτα δεν φαίνεται να αλλάζει, όσος καιρός κι αν περάσει. Κι αυτό δεν είναι απλώς καλό, είναι ευτύχημα!
Φρέσκο ψάρι προορισμένο για τηγάνι, ψησταριά, ή μερακλίδικα μαγειρευτά είναι η κύρια βάση της αγνής νοστιμιάς του, με θαλασσινούς θησαυρούς όπως το σαλάχι, το γαλέο, τα καλαμάρια και τις σουπιές, ή τις ακόμη ζωηρές καραβιδούλες ευβοϊκού που πετύχαμε ένα βράδι Πέμπτης, να συμπληρώνουν την πολύχρωμη θαλασσογραφία μια ψαριέρας που, για να την προσεγγίσεις, πρέπει να μανουβράρεις γύρω απ’ τη βιτρίνα με τα αποστάγματα. Περισσότερες από 140 ετικέτες αριθμεί το "Ουζερί του Λάκη", που όλο και διευρύνει τη συλλογή του, έτσι που, ακόμη κι αν πεις ότι θα δοκιμάζεις από μία τη βδομάδα, να χρειαστούνε χρόνια ώσπου να τελειώσεις. Και μέσα σ’ αυτά τα χρόνια, θα έχεις συνοδεύσει το ούζο και το τσιπουράκι σου με λιχουδιές που ουδεμία σχέση έχουν με την προκάτ κατάσταση που συναντάς σε άλλα πιο μοντέρνα ψαροκαφενεία της πόλης.
Ντελικατέτσες όπως οι χυλοπίτες απ’ το Δίστομο, τα σκιουφιχτά απ’ την Κρήτη, αλλά και τα τσιτσίραβλα απ’ το Πήλιο ή τα παλαιωμένα τυριά απ’ όλο το Αιγαίο, συγκεντρώνονται στην κουζίνα της Άννας Πασσά για να συνθέσουν μια μονάκριβη φωλιά αυθεντικής γεύσης, την οποία η μαγείρισσα του "Λάκη" μεταφράζει σε πιάτα έμπλεα μαμαδίστικης αγνότητας, ευρηματικότητας και πείρας, αλλά και μιας ζηλευτής νοικοκυροσύνης, που με κάθε της μπουκιά σε ταξιδεύει προς τα έξω, αλλά και προς τα πίσω.
Για να μην παρεξηγηθώ, οι τηγανητές κουτσομουρίτσες που δοκιμάσαμε, ζουμερές, τραγανές κι ολόφρεσκες όπως ήρθαν, γεννούν πλήρη εμπιστοσύνη και για τα σχαρίσματα των μεγαλύτερων ψαριών που βρίσκουν συχνά – πυκνά το δρόμο τους προς αυτόν τον ήσυχο πεζόδρομο, ενώ ταραμάδες, ρεγκοσαλάτες και μελιτζανοσαλάτες, που έρχονται με ανεβασμένες στροφές στις εντάσεις τους για να κοντράρουν όμορφα τα αποστάγματα, είναι ό,τι πρέπει για να βρουν τη θέση τους στο τραπέζι. Όμως, το ζουμί της υπόθεσης βρίσκεται αλλού.
Βρίσκεται στη σουπιά με την κρουστή σάρκα και τη θαλασσινή γεύση, που έρχεται αγκαλιασμένη από ξινοπικρούτσικο σπανάκι με ωραίο κράτημα στο δάγκωμα, βρίσκεται στον παναρισμένο γαλέο που έρχεται με όλους τους χυμούς του παρέα με σωστά βρασμένα σκιουφιχτά σε τόσο-όσο έντονη σάλτσα ντομάτα-ελιά, αλλά και στα ένα σωρό άλλα θαλασσινά μαγειρευτά που ετοιμάζει η κουζίνα ανάλογα την ψαριά, όπως τα διάσημά της μακαρόνια με σουπιά, ή τα εσχάτως best seller καλαμάρια με χυλοπίτες και τα (για απαιτητικά γούστα) λαζάνια με ρέγκα, σπασμένα αμύγδαλα και ροζ πιπέρι.
Βρίσκεται σε όλα εκείνα τα πιάτα που, αν είχες την τύχη να περάσεις τα παιδικάτα σου σε νησί, σε σηκώνουν απ’ την καρέκλα και σε μεταφέρουν στο τραπέζι της γιαγιάς, που έχει ανακατέψει μαστοριά κι αγάπη στην κατσαρόλα της, για να μεταμορφώσει σε θρέψη ό,τι πιο αγνό μάζεψαν τα καΐκια το πρωί. Ένα ταξίδεμα που βλέπεις ότι νιώθουν κι οι υπόλοιποι επισκέπτες του "Λάκη" αυτήν την ήσυχη Πέμπτη, που το μαγαζί είναι καθαρό απ’ τις φούριες των Σαββατοκύριακων, που ο Καζούλης τραγουδάει "Λύσε τα μαλλιά σου" κι η Πωλίνα μετράει τον "Πυρετό" της, κι η μουσική, sui generis σαν το χώρο, είναι χαμηλή κι οι ομιλίες χαμηλότερες. Λες κι όλοι – ιδιοκτήτες, θαμώνες και προσωπικό – ακροπατούν για να μη χαλάσουν τη μυστηριακή συνθήκη ενός χωροχρονικού θύλακα νοστιμιάς κι ευγένειας.
(+) Ο γαλέος, με τους χυμούς του θωρακισμένους στο πανάρισμα, που ήρθε συνοδεία μιας αστεράτης σάλτσας ντομάτα – ελιά για να δώσει εντάσεις στο μαμαδίστικης νοικοκυροσύνης πιάτο, είναι αστέρι του μενού.
(-) Ο ταραμάς και η ρεγκοσαλάτα έρχονται με ανεβασμένες στροφές στις εντάσεις, δικαιολογημένες μεν από τον τίτλο "Ουζερί" στο κατάστημα, αλλά όχι και πολύ φιλικές για όσους απέχουν απ’ το σπορ της αποσταγματοποσίας.