Δεν γνωρίζω την περιοχή του Ρουφ, σίγουρα δεν είναι πιάτσα – πόσω μάλλον εστιατορική- και η πρώτη μου εμπειρία ήταν πρόσφατα σε βραδινή επίσκεψη στην συζητημένη αυτή άφιξη της περσινής χρονιάς με αφορμή την αλλαγή "φρουράς" της κουζίνας. Κάποια σημεία στη διαδρομή προς την "Τζουτζούκα" συνειρμικά με παρέπεμψαν στην Αθήνα του κλασικού ελληνικού κινηματογράφου, σε ένα πέρασμα από συνεργεία με επιγραφές παλιάς κοπής, σκοτεινά ερειπωμένα αστικά σπίτια, αχνοφωτισμένα στενά που με λίγη ζωηρή φαντασία σκηνογραφούσαν το απάνθισμα μιας πληθωρικής χρονομηχανής.
Στο νούμερο 32 της Βασιλέως του Μεγάλου, ρίχνω μια πρώτη ματιά στις ριγωτές τέντες αλά γαλλικού μπιστρό, τις καρέκλες Ζαππείου και τα μεταλλικά τραπεζάκια στην αυλή, τα μεγάλα τζαμωτά παλιού καφενέ με μια νεαρά των 50’s σε logo με το όνομα του μαγαζιού και τo motto "The Ρουφ is on fire", λογοπαίγνιο μάλλον γνωστού τραγουδιού. Ο ιδιοκτήτης Αντώνης Λιώλης ένωσε δύο ψηλοτάβανα μαγαζιά σε ένα, κράτησε το μωσαϊκό στα πατώματα στο εσωτερικό και πρόσθεσε στοιχεία όπως η ξύλινη πετρόλ μπάρα με βάσεις ποτηριών οροφής, ράφια που μοιάζουν με κάθετους κήπους με φυτά εσωτερικού χώρου, ανοιχτή κουζίνα, μεταλλικά τραπέζια με καρέκλες μεζεδοπωλείου. Σε μία γωνία, ένα 70’s style Guzzini φωτιστικό, σε μια άλλη ένα διαχωριστικό σαν βεράντας πολυκατοικίας της ίδιας χρονολογίας.
Γευστικά παίζει σε γήπεδο χωρίς ταμπέλες. Την επιμέλεια έχει αναλάβει ο σεφ Γιώργος Παπανδρέου ενώ στις επάλξεις πάνω από τις φωτιές και τα τηγάνια βρίσκουμε τον ικανό Παναγιώτη Αμοργίνο σε ρόλο chef de cuisine που προσθέτει και προσωπικές πινελιές στα πιάτα. Η δουλειά εδώ είναι ομαδική, όπως εξηγεί ο Αντώνης, "ρίχνουμε όλοι ιδέες που θα θέλαμε οι ίδιοι να τρώμε και τις μοιραζόμαστε με τους επισκέπτες μας. Τα πιάτα δεν είναι "βαριά”, έχουν μεσογειακές αλλά και διεθνείς πινελιές, αν έπρεπε να αυτοπροσδιοριστούμε κάπως, νομίζω ότι θα μας ταίριαζε το "ελληνικό μπιστρό”". Προσωπικά νομίζω πάντως ότι τους πάει γάντι το "γαστροταβέρνα", τα πιάτα τους είναι νόστιμα, κάποια πολύ οικεία αλλά και με διακριτικές διεθνείς πινελιές.
Το tiradito με λαυράκι για παράδειγμα, μαρινάρεται σε εσπεριδοειδή και νερό ντομάτας και σερβίρεται με γλυκόξινη κρέμα λεμονιού. Ωραία βερσιόν αλλά θα γίνει ακόμα καλύτερη αν μειώσουν την ποσότητα της κρέμας γιατί το γλυκό στοιχείο υπερισχύει. Το μοσχαρίσιο ταρτάρ με καπνιστή μαγιονέζα, ελάχιστο λάδι τρούφας και τριμμένη γραβιέρα Κρήτης είναι νόστιμο αλλά χρειάζεται τεχνικά πιο ψιλό κόψιμο και αρτύματα για να ενισχυθεί ο γευστικός του χαρακτήρας. Από τα ορεκτικά ξεχωρίζει το σαλατούρι με ξεψαχνισμένο σαλάχι, ραπανάκι και ντελικάτη σάλτσα άνηθου, πιάτο που φτιάχνουν, όπως μας είπε ο σεφ, στην γενέτειρά του, την Κάλυμνο. Από τα κυρίως, νόστιμα ήταν τα μοσχαρίσια μάγουλα μπρεζέ με ξινό τραχανά και πίκλα σέλερι, που έδινε επιπλέον ένταση στο πιάτο, αλλά και το γιουβετσάκι με σάλτσα ψητής ντομάτας και χοιρινό λαιμό στη σχάρα. Οι επιλογές σε επιδόρπια είναι μόλις τρεις. Δοκιμάσαμε το ανάλαφρο εκμέκ τους και είναι ένας ωραίος τρόπος να ολοκληρώσετε το γεύμα σας. Η κάβα τους έχει κάμποσα ελληνικά, γαλλικά, ιταλικά και αργεντίνικα κρασιά αλλά και αποστάγματα όμως, όπως και στα πιάτα, μπορείτε να ρωτήσετε για πιθανές προτάσεις ημέρας. Λειτουργούν με κρατήσεις.