Τα καλά εστιατόρια ελληνικής κουζίνας σπανίζουν. Όταν τα βρεις όμως τα εκτιμάς και επιστρέφεις. Μια τέτοια περίπτωση είναι και ο "Ηλίας" στο Χαλάνδρι, από τις παλαιότερες ταβέρνες -της περιοχής, που εδώ και 25 χρόνια μαγειρεύει απλά και κλασικά πιάτα ελληνικής κουζίνας.
Μου αρέσουν οι ταβέρνες που σέβονται τον εαυτό τους και σερβίρουν απλό, νόστιμο και τίμιο φαγητό χωρίς να φλυαρούν. Εκεί που στην πρώτη επίσκεψη θα ζητήσεις το μπιφτέκι χωρίς δισταγμό γιατί φίλος που το δοκίμασε σου το πρότεινε, ή που κάποια στιγμή της μέρας θα περάσεις για να πάρεις πακέτο ένα νόστιμο μαγειρευτό αφού δεν προλαβαίνεις ούτε αυγό να τηγανίσεις. Κάπως έτσι είναι τα πράγματα και στο μαγαζί του κου Ηλία, που μπορεί να μην θυμίζει πλέον αισθητικά παλιό μαγεριό γιατί ανανεώθηκε με νέα διακοσμητική ματιά, το περιτύλιγμα ωστόσο δεν επηρέασε το περιεχόμενο, που είναι η ήδη καλή κουζίνα του. Η κατασκευή με τα ράφια πάνω από την ανοιχτή κουζίνα στην είσοδο, η ωραία γωνία με πέτρα στον τοίχο, τα ξύλινα μοντέρνα τραπεζοκαθισματα και τα κρεμαστά φυσικά φυτά μου έδωσαν αμέσως την αίσθηση ενός φιλόξενου, φροντισμένου σπιτικού.
Ξεφυλλίζοντας το μενού με μια πρώτη ματιά καταλαβαίνω από τα ορεκτικά μέχρι τα μαγειρευτά και τα ψητά ότι εδώ είναι όλα κλασικά. Όλα όμως, κάτι που παρατηρώντας το περιβάλλον δεν περίμενα. Στην εν λόγω περίπτωση, αυτό μόνο καλό μπορεί να είναι αφού το μαγαζί χρόνια σερβίρει πιάτα παραδοσιακής ελληνικής κουζίνας και οι θαμώνες που το επισκέπτονται υποθέτω ότι το αγάπησαν γι’ αυτό ακριβώς. Μοναδική εξαίρεση, μία σαλάτα "ρόκα παρμεζάνα", πολύ μικρή όμως λεπτομέρεια που χάριν της ελληνικής ταυτότητας του μενού θα μπορούσε να αφαιρεθεί. Στην είσοδο, φιγουράρει η βιτρίνα με τα μαγειρευτά από τα οποία δοκίμασα τα "ορφανά" γεμιστά- χωρίς κρέας δηλαδή-, πιάτο που κλείνοντας τα μάτια πυροδότησε αναμνήσεις από ανέμελα παιδικά καλοκαίρια. Η μαγείρισσά τους έχει "χέρι", το άγγιγμα της μαμάς στην κουζίνα, το λέω και ας φανεί τετριμμένο, ισχύει όμως. "Η κα Γιάννα είναι σαν οικογένεια για εμάς, όπως και ο κος Χρήστος, ο βοηθός της. Προσέχουν πολύ το φαγητό που περνά από τα χέρια τους", μου λέει η Χριστίνα, κόρη του κου Ηλία λίγο πριν στο τραπέζι φτάσει ένα ζουμερό κοντοσούβλι και το περίφημο ψητό -για 2 άτομα άνετα- "σπέσιαλ" μπιφτέκι του πατέρα, που στη σχάρα είναι μάστορας. Είχαμε όμως ήδη πάρει μια ιδέα και από το πολύ καλό τηγάνι τους με τα γλυκοφάγωτα κολοκυθάκια, τις τυροκροκέτες και τα τυροπιτάκια που δίπλα στην τυροκαυτερή και το τζατζίκι ήταν νότες μιας μικρής ωδής στην ελληνική ταβέρνα. Τι άλλο μπορεί κάποιος να ζητήσει σε μια έξοδο με φίλους ή την οικογένεια μια καθημερινή ή την Κυριακή όταν και στο soundtrack βάλεις τραγούδια από Μητροπάνο και Ζαμπέτα; Τα γεμάτα ποτήρια μόνο, με κρασιά από τις περιορισμένες αλλά προσεγμένες επιλογές τους.