Οι "Λεύκες" δεν είναι νέο εστιατόριο. Έχουν το στυλ μιας ώριμης αλλά παράλληλα μοντέρνας κοκέτας, που χαμογελάει σκαστά ακούγοντας μουσικές των Ζιλμπέρ Μπεκό και Τζο Ντασέν. Κάπως έτσι την έχω στο μυαλό μου. 27 ετών μεν, αρκετά ώριμη δε, με καλλιτεχνικές ανησυχίες και ωραία γαστρονομική αντίληψη.
Από την είσοδο, με το "καλησπέρα σας", με υποδέχονται δύο ογκώδη γλυπτά και ομοιώματα χηνών στημένα σαν να κόβουν βόλτες χειμώνα-καλοκαίρι στην περιστοιχισμένη με πορτογαλικό φελλό αυλή. Ο σεφ και ιδιοκτήτης Τάσος Ντούμας, συλλέγει μανιωδώς κάθε objet d'art που του τραβά το ενδιαφέρον, σύγχρονο ή αντικέ, ενσωματώνοντάς το σχεδόν αυτόματα στο μαγαζί. Περνάμε από τα διάφορα επίπεδα του εσωτερικού του κτηρίου όπου πέτρα, ξύλο και παλιά αντικείμενα μου δίνουν την εντύπωση ότι εδώ μετρά ανάποδα ο καιρός… "Ό,τι βλέπεις είναι από πολύ παλιές συλλογές. Από τα πιο σπάνια κομμάτια που έχω είναι ένας εξοπλισμός μέτρησης όρασης του 19ου αιώνα, τον έφερα από τη Ρουμανία. Η ταμειακή μηχανή στον πάγκο είναι ελληνική, του 1930, την πήρα από το Μοναστηράκι", μου λέει και ρίχνω παράλληλα κλεφτές ματιές στα πνευστά που κρέμονται στον τοίχο, την εντυπωσιακή πολύχρωμη τοιχογραφία με τον αφροαμερικανό σαξοφωνίστα και την παιχνιδιάρικη επιτοίχια σύνθεση με τις υφασμάτινες μορφές σκύλων σε στυλ αλά Sherlock Holmes με πίπα και καρό καπελάκια με γείσο. Πιο πίσω, το "κατώγι", ένας χώρος απομονωμένος, δίπλα στην φωτισμένη κάβα, με ξυλόσομπα είναι πόστο ιδανικό για τις χειμερινές βραδιές. Στα τραπέζια μοιράζονται παρέες όλων των ηλικιών και οικογένειες απολαμβάνουν την νοσταλγική αλλά παράλληλα πολύ ζωντανή ατμόσφαιρα.
Κάπως έτσι παίζει και η κουζίνα, όπου "η παράδοση ντύνεται με τα ρούχα της εξέλιξης", φράση που ο σεφ Ντούμας χρησιμοποιεί για να την περιγράψει. Τα πιάτα σερβίρονται σε χορταστικές μερίδες και στην πλειονότητά τους έχουν μοντέρνο ελληνικό πρόσημο, χωρίς όμως να λείπουν και εκτός συνόρων προσθήκες. Κάποια από αυτά μένουν πεισματικά στις προτάσεις κατ’ απαίτηση των σταθερών θαμώνων όπως τα περίφημα "καπελάκια", φρέσκο ζυμαρικό γεμιστό με πανσέτα, γραβιέρα Νάξου και τρίμμα πατάτας, που βουτούν σε pesto pepperoncino και ελάχιστο λάδι μαύρης τρούφας Γρεβενών. Συστήνονται ως ορεκτικό, άνετα όμως εντάσσονται στα κυρίως με μικρή προσαρμογή της ποσότητας. Δίκαια στα best seller τους και οι πολύ νόστιμες φρέσκες παπαρδέλες με μοσχαρίσια ουρά μπρεζέ που βράζουν και στη συνέχεια ψήνουν σε λαδόκολλα με κρέμα παρμεζάνας, ντοματίνια και μανιτάρια. Θα βάλω στα συν και το θεατράλε σερβίρισμά του που γίνεται επιτόπια. Γλυκοφάγωτο και βουτηγμένο στην οικειότητα το κριθαράκι με τρυφερές μπουκιές από μοσχάρι και πεκορίνο Αμφιλοχίας, που έρχεται στο τραπέζι σε κατσαρολάκι. Θα επανέλθω για τις σπεσιαλιτέ του ξυλόφουρνου, το πεϊνιρλί με γέμιση ψαρονέφρι, κόκκινες γλυκές πιπεριές και σιγομαγειρεμένο κρεμμύδι, μου θύμισε μερακλίδικο σπεντζοφάι σε ζύμη. Για το φινάλε υπάρχουν επιδόρπια που παίζουν σταθερά αλλά και ημέρας όπως η αποδομημένη πορτοκαλόπιτα με παγωτό βανίλια, επιλογή για κλασικά γούστα. Η ζαχαροπλάστης όμως Κων/να Τζεμπετζή βάζει όλη της τη μαστοριά στο Paris Brest, που φτιάχνει πληθωρικό και απείραχτο. Το σέρβις είναι φιλικό ενώ μην απορήσετε αν σας δώσουν άδεια μπουκάλια όταν ζητήστε τη λίστα κρασιών. Οι επιλογές που επιμελείται ο Άγγελος Δαμουλιάνος (botilia.gr) προσφέρονται κολλημένες πάνω στα μπουκάλια.