Πριν από μια δεκαετία και κάτι που άνοιξε τις πόρτες του, μόνο οι πολύ διαβασμένοι της περιοχής του μπορούσαν να φανταστούν τι σύνδεση θα μπορούσε να έχει το όνομα «Τραβόλτα», με την προχωρημένη ψαροφαγία που πρότεινε, και μάλιστα στην όχι και τόσο διάσημη για τη θαλασσινή της αύρα γειτονιά του Περιστερίου. Σήμερα, χρόνια και χρόνια μετά, περισσότεροι είναι αυτοί που ξέρουν τον «Τραβόλτα» ως ένα από τα καλύτερα ψαρομάγαζα του Λεκανοπεδίου, απ’ αυτούς που θυμούνται πώς ένας ηθοποιός που έγινε σταρ του Χόλυγουντ χορεύοντας disco, έδωσε το όνομά του σε ένα στέκι δεμένο με την ιστορία της περιοχής.
Δυο οικόπεδα πιο πέρα, βλέπετε, τότε που οι αλάνες ήταν περισσότερες απ’ τα σπίτια της γειτονιάς, ξεκίνησε να χτίζει το μύθο του ο Λάκης ο Τραβόλτα, μανιώδης χορευτής, από την ντίσκο ως το χασαποσέρβικο, χωρίς διακρίσεις. Έστησε κατ’ αρχήν ένα τοστάδικο (ίσως το πρώτο της Αθήνας, ίσως το πρώτο της Ελλάδας), πριν το εγκαταλείψει για να ανοίξει ψαροταβέρνα στο Αιγαίο, και να γυρίσει ύστερα ξανά, να φτιάξει τσιπουράδικο στο ίδιο σημείο. Με τις δεκαετίες να περνούν, το τσιπουράδικο έγινε διάσημο, ο Λάκης πήρε στο πλάι του τον Ανέστη, κι όταν ο περιστεριώτης Τραβόλτα έφυγε για τις πίστες του ουρανού, ο κληρονόμος του έμεινε με τη μαρκίζα και τη φήμη της στα χέρια, αλλά και μια αγωνία για το πώς θα κρατήσει και τα δυο τους ζωντανά.
Εδώ μπαίνουν στην ιστορία οι καλοί φίλοι του Ανέστη, Βαγγέλης και Σπύρος Λιάκος (από το έτερο σουξέ της γειτονιάς, το «Base Grill»), που εκτός από τη μαγική τους ικανότητα να στήνουν και να απογειώνουν μαγαζιά, έφεραν και τη ζηλευτή κουλτούρα τους για το κυνήγι της εξαιρετικής πρώτης ύλης. Έτσι, σήμερα συνεργάζονται με τρία καΐκια που τους φέρνουν σε αποκλειστικότητα καθημερινά την εκλεκτή τους ψαριά, μισθώνουν δικό τους αμπελοτεμάχιο για να οινοποιούν τις ετικέτες που ταιριάζουν με τα πιάτα τους, και αναζητούν μανιωδώς ότι πιο φίνο έχει να δώσει η γη, ακόμη κι αν αυτό σημαίνει ότι θα χρειαστεί να κάνουν σαφάρι στις Κυκλάδες για να εντοπίσουν την καλύτερη φάβα (που, παρεμπιπτόντως, έρχεται απ’ τη Σχοινούσα).
Όλα αυτά έδεσαν τη συνταγή ενός απ’ τα πιο νόστιμα success stories της περιοχής, δίνοντας ταυτότητα σε ένα στέκι που, εκ πρώτης όψεως, μπορεί να μη γεμίζει το μάτι σε όποιον μπαίνει μέσα περιμένοντας να αντικρίσει αυτά που υπόσχεται η φήμη του, όταν καθίσει στο τραπέζι όμως, επιβεβαιώνεται από την πρώτη μπουκιά. Το αμήχανο κενό μεταξύ αναβαθμισμένης ψαροταβέρνας και αστικού ρεστοράν, που προσπαθούν να γεφυρώσουν ο αμφιβόλου επιτυχίας διάκοσμος και η παράταιρη περιβολή του προσωπικού, το καλύπτει και με το παραπάνω η κουζίνα, που κεντάει παράδοση, ευρηματικότητα, νεοτερισμό και βαθιά διαχρονικότητα - πολλές φορές μάλιστα, όλα μαζί στο ίδιο πιάτο - με συγκινητική ευστοχία.
Τι μπορεί να πει κανείς, λόγου χάρη, γι’ αυτό το ανέλπιστα γεμάτο και στρογγυλό comfort που προσφέρει ο ζουμερός, στακάτος στο δάγκωμα κι άκρως εκφραστικός στη γεύση του ροφός, που έρχεται παρέα με τις βαθιά νόστιμες και άριστα μελωμένες μπάμιες του, πέρα απ’ το να μανίσει τη γιαγιά του, που μια τέτοια γιαγιαδίστικη συνταγή τού την κρατούσε τόσα χρόνια κρυφή. Αλλά και πόσο καλύτερα να περιγράψει το βελούδινο, βουτυρένιο, αέρινο δάγκωμα που έχει το σασίμι από ψάρι ημέρας, απ’ το να το αποκαλέσει σκέτη λιχουδιά.
Μια απόλαυση μοναδική είναι σίγουρα το μπαρμπουνάκι ταρτάρ με τομπίκο, όχι τόσο για την ίδια του τη σάρκα που, στη δική μας περίπτωση, ήταν κομματάκι ανέκφραστη, όσο για την ευχαρίστηση του να ξεψαχνίζεις τα κοκκαλάκια του ψαριού μετά, αφού έρχεται με τα υπολείμματά του ψημένα στο αλατόνερο, όπως τα κάνανε παλιά οι ψαράδες στο Μεσολόγγι - προς θλίψην των γάτων που έμεναν τελείως νηστικοί, υποθέτουμε. Από ένα μενού που θα μπορούσες να δοκιμάζεις για εβδομάδες ώσπου να το εξαντλήσεις, τα κοντοσούβλια των καλαμαριών και των ψαριών, πιάτα ίσως πρωτοφανή στο είδος τους, ξεχωρίζουν ως αστέρια της σχάρας, ενώ στο τηγάνι το επίπεδο ανεβαίνει ακόμη περισσότερο: ψάρια μεγάλα και μικρά αγκαλιάζονται από κρούστα εθιστικά τραγανή κι αλάδωτη, αλλά η σάρκα μένει ζουμερή και ζωντανή, ως απόδειξη μιας μαστοριάς που, όπως αρέσει στους Λιάκους να αστειεύονται, αξίζει έδρα στο πανεπιστήμιο. Το οποίο όμως, εδώ που τα λέμε, δεν θα ‘ταν κι άσχημη ιδέα…
Απροσπέραστα πιάτα
Φάβα με χέλι σε λαρδί
Θρίαμβος της εκλεκτής πρώτης ύλης εξαιρετικά διαχειρισμένης, η φάβα Σχοινούσας είναι ένα ποίημα από μόνη της, αλλά το κομψότατο χέλι Γείτονα, τυλιγμένο σε χοιρινό λαρδί, μεταμορφώνει το πιάτο σε ένα λιχούδικο κομψοτέχνημα που δεν είναι να προσπεράσει κανείς.
Μιλφέιγ σαρδέλας
Πιο κλασικό δε γίνεται, το μικρό ετούτο στολιδάκι από σαρδελίτσες ή γάβρο, ανάλογα την ψαριά, συμπυκνώνει τη μαστοριά του «Τραβόλτα» σε ένα πυργάκι από λαχταριστές μπουκιές, με αέρινο τηγάνι και λαχταριστή σκορδαλιά παντζαριού.
Κοντοσούβλι μπαρμπούνι-γόπα
Η εξειδίκευση των αδερφών Λιάκου για το κρέας συναντά την αγάπη τους για το ψάρι, που διπλώνεται πάνω στο σουβλί και ψήνεται σε απόσταση από τη φωτιά σα να ήταν κεμπαμπάκι, αποκτώντας κρουστό δάγκωμα και ζουμερή, μυρωδάτη σάρκα.