Το νόμισμα έχει δύο όψεις. Την καλή και την κακή. Σε ό,τι αφορά το επίσημο δείπνο της Προεδρίας της Δημοκρατίας για την επέτειο των 200 χρόνων από την Επανάσταση του 1821, είδαμε την καλή πλευρά ως προς το μενού. Με σεφ τον Λευτέρη Λαζάρου, οι υψηλοί καλεσμένοι δοκίμασαν ενδιαφέρουσες μαγειρικές συνθέσεις, με αισθητή την ελληνικότητα και με γαλλικές τεχνικές, τις οποίες ο Λαζάρου χειρίζεται με γνώση και χωρίς υπερβολές. Ελπίζω στο μέλλον να το βλέπουμε πιο συχνά. Ταυτόχρονα όμως, είδαμε και την κακή πλευρά στο κεφάλαιο της επιλογής των κρασιών που συνόδευσαν τα πιάτα.
Πρόθεσή μου δεν είναι ούτε να προσβάλω, ούτε να απαξιώσω τις προσπάθειες κάποιων παραγωγών. Με σαράντα χρόνια ενασχόλησης με το κρασί, έχω τη γνώση που μου επιτρέπει να πω ότι όλοι (ή σχεδόν) κάνουν τη μέγιστη δυνατή προσπάθεια που τους επιτρέπουν οι γνώσεις και οι δυνατότητες που έχουν. Κατά συνέπεια, όλα τα ενδιαφέροντα ελληνικά κρασιά μπορούν να έχουν θέση στο τραπέζι. Όμως, σε ένα επίσημο δείπνο όπως αυτό της Προεδρίας, τα πράγματα δεν είναι απλά και οι επιλογές δεν μπορούν να γίνονται από κάποιους που –εκ του αποτελέσματος αποδεικνύεται– ούτε τις γνώσεις έχουν, ούτε κριτήριο για να προτείνουν.
Πιστεύω ότι θα συμφωνήσουμε όλοι πως η λογική που επιβάλει πιάτα με χαρακτηριστικά ελληνικότητας, σε σωστή απόδοση και αναλογία θα πρέπει να καθοδηγεί και την επιλογή των κρασιών. Φαντασθείτε ένα επίσημο δείπνο στο γαλλικό Προεδρικό Μέγαρο, με λευκά κρασιά από τη Σαβοΐα κι όχι από τις κυρίαρχες αμπελουργικές ζώνες και τις ποικιλίες που έχουν γράψει την ιστορία του γαλλικού κρασιού.
Αυτός που έκανε τις επιλογές δεν είχε ακούσει τίποτα για τη Σαντορίνη, τη Μαντίνεια, την Αχαΐα ή τη Σάμο; Δεν είχε ακούσει ότι στις αιχμές του δόρατος του ελληνικού κρασιού συγκαταλέγονται ποικιλίες και τα ανάλογα κρασιά από Μοσχοφίλερο και Ασύρτικο; Δεν του έχει μιλήσει κάποιος για την αξία του Λευκού Μοσχάτου και των επιδόρπιων οίνων της Σάμου;
Δεν είμαι βέβαιος ότι όλα αυτά θα ληφθούν σοβαρά υπ’ όψιν σε μια χώρα που ο καθένας έχει το γκουβέρνο του και τις προτιμήσεις του. Αυτό, όμως, δεν πρέπει να μας εμποδίζει να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, κάθε φορά που είναι απαραίτητο.