Γιατί αγαπάμε το «MasterChef»; Η απάντηση είναι (πολλ)απλή. Καταρχάς, το κατά κοινή ομολογία πιο επιτυχημένο μαγειρικό concept στην ιστορία της ελληνικής τηλεόρασης φέρνει στο σαλόνι μας πράγματα που θα θέλαμε να έχουμε στο τραπέζι μας, αλλά ποτέ δεν θα καθόμασταν να ετοιμάσουμε στην κουζίνα μας. Ύστερα, έχει για αστέρες τρεις φοβερούς τύπους, που εκτός του ότι συνθέτουν μια πλήρη βεντάλια των πιο αξιαγάπητων αρχέτυπων της ελληνικής ηθογραφίας (ο αυστηρός λοχαγός, ο σκανδαλιάρης γόης και ο καλόκαρδος γίγαντας) έχουν μπολιάσει την τηλεοπτική τους σχέση με άνεση κι ελαφρότητα τόσο αυθεντική, ώστε να γίνεται όχι μόνο ζηλευτή αλλά κι έμπνευση για τις απανταχού αντροπαρέες.
Και, βέβαια, το σημαντικότερο: το «MasterChef», που φέτος διανύει την τέταρτη σεζόν του, έχει στα χρόνια αυτά νομιμοποιήσει την υψηλή γαστρονομία στη λαϊκή συνείδηση με τρόπο που κανένα άλλο τηλεοπτικό προϊόν δεν είχε αποτολμήσει –πολλώ δε μάλλον καταφέρει– στο παρελθόν. Φεγεντίνες και ξανθάνες, ζελατίνες, γιούζου και τσίλερ, μπίμερ, ρόνερ και σου βιντ μπήκαν στο λεξιλόγιό μας τα τελευταία χρόνια, σφαιροποιήσεις και μοριακές τεχνικές μονοπώλησαν τις αγωνίες μας, πίκλες και παστινάκια τρύπωσαν στις λίστες του σούπερ μάρκετ, ενώ το κύμα από πουρέδες σελινόριζας που ξεχύθηκε από τις τηλεοράσεις αφήνει ακόμη τα απόνερά του σε εστιατόρια ανά την Ελλάδα.
Οι λόγοι που το αγαπάμε, βέβαια, δεν είναι απαραίτητα οι λόγοι που έκαναν το «MasterChef» ένα από τα πιο επιτυχημένα τηλεοπτικά προϊόντα των τελευταίων ετών: αν και αρκετά πίσω από ιστορικά ορόσημα της ελληνικής τηλεόρασης, όπως η Αλίκη Βουγιουκλάκη στον Νίκο Χατζηνικολάου (80%), η Άννα Βίσση στη Eurovision (82,6%) ή ο Πρόδρομος και ο Τσάκας στον τελικό του «Big Brother» (86%), στην περασμένη σεζόν ο μαγειρικός διαγωνισμός χτυπούσε επιδόσεις μεγατόνων, με τον τελικό του να αγγίζει το 61%. Κι αν πέρυσι είχε πρακτικά όλο το τηλεοπτικό πεδίο στο πιάτο του, φέτος, με τις «Άγριες Μέλισσες» να αποτελούν ισχυρό αντίπαλο, το μαγειρικό ριάλιτι καταφέρνει να χτυπάει τη βουκολική σαπουνόπερα στα ίσα. Για να το κάνει, βέβαια, κλέβει μερικές ιδέες από τα προαναφερθέντα ορόσημα.
Το αμερικανικό μοντέλο
Όλοι, νομίζω, έχουμε δει λίγο από το αμερικανικό «MasterChef»: σε κάτι λιγότερο από μία ώρα οι παίκτες εμφανίζονται στις κουζίνες τους, μαγειρεύουν, «τρώνε ξύλο» από τον Gordon Ramsey και την παρέα του, οι φλόγες πέφτουν γύρω από το χαρακτηριστικό «m» και τίτλοι τέλους. Πρόκειται για ένα τελείως διαφορετικό concept, όπου τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο έχουν η μαγειρική, οι ιδέες και οι εκτελέσεις τους, η επιτυχία, η αποτυχία και η λεπτή γραμμή ανάμεσά τους, ενώ ο προβολέας μένει στα πιάτα, άντε και στους παρουσιαστές.
Σε αντίθεση με το αμερικανικό μοντέλο, όπου οι διεκδικητές περνούν και χάνονται με ρυθμό καταιγιστικό, στην Ελλάδα η συνταγή θέλει περίπου ίσες ποσότητες μαγειρικής και σοσιαλάιζινγκ, με τους παίκτες, δίπλα στα πιάτα τους, να σερβίρουν και την προσωπικότητά τους. Έτσι κι αλλιώς, από τις οθόνες παρελαύνουν πιάτα που υπό κανονικές συνθήκες μεγάλη μερίδα των Ελλήνων τηλεθεατών δεν θα έβλεπε ποτέ από κοντά. Γνωρίζοντας αυτούς που τα παρασκεύασαν όμως, μεταμορφώνουν την οικειότητα που αναπτύσσεται σε κίνητρο για εστιατορικές εξόδους.
Η διπλή κόψη της οικειότητας
Αυτή η οικειότητα, βέβαια, δεν αναπτύσσεται μόνο από τους τηλεθεατές προς τους παίκτες αλλά και προς τους κριτές. Έχουμε τόσο συνηθίσει να τους υποδεχόμαστε στο σαλόνι μας, που αν τους πετύχουμε στο δρόμο είναι σαν να συναντάμε φίλους απ’ τα παλιά. Είναι επόμενο, λοιπόν, σε τέτοια κατάχρηση οικειότητας να παρασύρονται και οι φετινοί διεκδικητές: έχοντας περάσει ώρες ατελείωτες έξω από το γυαλί, φέτος βρέθηκαν στην άλλη πλευρά σαν να μαζεύτηκαν σε κατασκήνωση, με τους κριτές για ομαδάρχες. Οι χαβαλεδιάρικες συμπεριφορές τους δεν είναι παρά φυσική συνέπεια.
Στα τέσσερα χρόνια του, το «MasterChef» κατάφερε να νομιμοποιήσει την υψηλή γαστρονομία στη λαϊκή συνείδηση με τρόπο που κανένα άλλο τηλεοπτικό προϊόν δεν είχε αποτολμήσει –πολλώ δε μάλλον επιτύχει– ποτέ στο παρελθόν. Είναι λυπηρό λοιπόν φέτος, που υπερτονίζεται σε κάθε ευκαιρία το «πολύ υψηλό επίπεδο» των παικτών, να καταρρέει αυτό του τηλεοπτικού προϊόντος – κΑι αυτό όχι με υπαιτιότητα των διαγωνιζόμενων, αλλά των «χειριστών» τους.
Έτσι καταλήγουμε να βλέπουμε αυτοχρισμένα φαβορί να σηκώνουν το δάχτυλο «απειλώντας» τους κριτές πως θα τους αλλάξουν γνώμη, βλέπουμε παίκτες και παίκτριες να χαριεντίζονται στέλνοντας καρδούλες στον Γιάννη Μπαξεβάνη ή να γκρινιάζουν για τις παραξενιές του Γκίκα Ξενάκη και να μιλούν στον Θοδωρή Παπανικολάου σαν να έπαιζαν καρπαζιές στο λύκειο. Αλλά και να υποβιβάζουν τους συμπαίκτες τους, να στήνουν παγίδες, να θάβουν και να ακκίζονται περισσότερο απ’ όσο μαγειρεύουν.
«Μοιάζουν όλοι να ξέρουν ότι όσο περισσότερο κράξουν τόσο περισσότερο θα βγουν στο γυαλί», λέει η Βασιλική, TV specialist του «α», αντανακλώντας τη λαϊκή οργή του twitter. Και είναι αλήθεια πως, όσο περισσότερο screen time εξασφαλίσουν τόσο το καλύτερο γι’ αυτούς, εφόσον κρατηθούν κάτω από τις γκραν γκινιόλ ακρότητες των περσινών συμμετεχόντων. Όμως τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά.
«Don’t hate the player, hate the game»
Με τους παίκτες να μαντρώνονται στο σπίτι και τις κάμερες να μπαίνουν στην κρεβατοκάμαρα, το «MasterChef» ήταν πάντα ένα λεπτό παιχνίδι ισορροπίας ανάμεσα στα τηγάνια και στις κλειδαρότρυπες. Φέτος όμως, γλυκαμένοι μάλλον από τα νούμερα που εξασφάλισαν τα ανθρωποφαγικά κρεσέντο περσινών παικτών, στο «μαγείρεμα» του σόου μπήκαν και οι άνθρωποι πίσω από τις κάμερες. Με ερωτήσεις που υποδαυλίζουν συζητήσεις για μίση και ρομάντζα, κόντρες κι εχθρότητες, μανιπουλάρουν τους παίκτες και τους ωθούν σε στημένα ρεσιτάλ κατινιάς, που μονταζιακές ακροβασίες και σκηνοθετικά σκερτσάκια αμπαλάρουν ως αυθόρμητες χαριτωμενιές.
Η εικόνα γίνεται ακόμη πιο αποκαρδιωτική όταν καταδέχονται να τη συμμεριστούν οι κριτές, θεματοφύλακες επίσης των «μαγειρικών κριτηρίων» της εκπομπής. Στιγμιότυπα σαν του Σωτήρη Κοντιζά, που ως άλλος Μικρούτσικος θέτει ερωτήματα για το «ποιος θα σου λείψει περισσότερο αν φύγεις από το σπίτι», ή του Λεωνίδα Κουτσόπουλου, που αθώα και περιπαικτικά καλεί τα «πιτσουνάκια» της σεζόν σε εκβιασμένο outing (μια εμπλοκή στα τεκταινόμενα σαφώς πιο ενεργητική από τη γενικευμένη απάθεια που επέδειξαν σε ακραία ρατσιστικές συμπεριφορές της περσινής σεζόν, παρεμπιπτόντως) είναι ενδεικτικά του πώς φέτος, που υπογραμμίζεται σε κάθε ευκαιρία το «πολύ υψηλό επίπεδο» των παικτών, καταρρέει αυτό του τηλεοπτικού προϊόντος – και αυτό όχι με υπαιτιότητα των διαγωνιζόμενων, αλλά των «χειριστών» τους.