Aλλαξαν πολλά με τη δημιουργία του, καθώς είναι πλέον προφανές ότι το κέντρο βάρους της πόλης μετατοπίζεται από τα βόρεια προς τον Νότο – κι, εδώ που τα λέμε, καιρός ήταν να στραφεί η Αθήνα προς τη θάλασσά της. Το Κέντρο Πολιτισμού - Ίδρυμα «Σταύρος Νιάρχος» αποτελεί έναν δυναμικό πόλο έλξης, όπου οι Αθηναίοι κατεβαίνουν για βόλτα και παιχνίδι μαζί με τα παιδιά τους στην πρασινάδα του πάρκου, πηγαίνουν για διάβασμα στη βιβλιοθήκη, χαζεύουν τα νερά που χορεύουν στο Κανάλι, απολαμβάνουν συναυλίες και εικαστικές εκθέσεις και παρακολουθούν με φανατισμό το πρόγραμμα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής.
Πάντα υπήρχαν εστιατόρια και ταβέρνες εκεί γύρω, αλλά τώρα γίνονται πιο γνωστά στο κοινό, καθώς τα συνδέει πλέον ένα δυνατό νήμα που δεν υπήρχε νωρίτερα. Την ίδια στιγμή δημιουργούνται καινούργια μαγαζιά που ανανεώνουν το σκηνικό της περιοχής, ευτυχώς όμως με έναν τρόπο που, στους αντίποδες του Ψυρρή και του Γκαζιού, δεν χαλάει τη χαλαρωτική ατμόσφαιρα της γειτονιάς. Έτσι καθώς κατεβαίνουμε τη Συγγρού, λοιπόν, τα μαγαζιά απλώνονται στη δεξιά και την αριστερή της όχθη. Εμείς διαλέξαμε μαγαζιά από αριστερά στον άξονα Αμφιθέας-Ζησιμοπούλου και δεξιά μέχρι τη Θησέως, που δεν κάνεις πάνω από 15 λεπτά να πας με τα πόδια.
Δεξιά όχθη προς Καλλιθέα
Ξεκινάμε όπως είναι φυσικό από τους χώρους εστίασης του ίδιου του ΚΠΙΣΝ. Το μπιστρό της «Αγοράς», στο ισόγειό του, είναι η all day στάση του Πάρκου, με τραπεζάκια τόσο στη σάλα όσο και στη χάρμα ιδέσθαι κεντρική πλατεία, που χαζεύει τα νέα σιντριβάνια του Καναλιού. Εκεί δροσερές σαλάτες, σνακ και πίτες συνθέτουν μια χαλαρή φαρέτρα ποιοτικής ταχυφαγίας, που εμπλουτίζεται από ποικιλία ζυμαρικών αλλά και προσεγμένα ζεστά πιάτα. Η κεντρική πρόταση του ΚΠΙΣΝ ωστόσο, το «Delta Restaurant», με την υπογραφή του Δειπνοσοφιστηρίου (σερβίρει μόνο Κυριακές) βρίσκεται στο κτίριο της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Σε ηλιόλουστη σάλα με πανοραμική θέα τα κυριακάτικα brunches γίνονται αφορμή για λαϊκό προσκύνημα. Στον value for money μπουφέ (απεριόριστη κατανάλωση με € 20 για ενήλικους, € 10 για παιδιά), η επιλογή γλυκών και αλμυρών λιχουδιών είναι μεγάλη. Το βράδυ το τέμπο αλλάζει με a la carte μενού, όπου οι επιλογές του φθινοπώρου περιλαμβάνουν λ.χ. καρέ μαύρου χοίρου Τρικάλων με άγρια μανιτάρια και κρέμα από καλαμπόκι, διανθισμένες από εναλλασσόμενα σε μηνιαία βάση πιάτα, εμπνευσμένα από τη χλωρίδα του Πάρκου.
Το «Ψαρομεζέδες Αντωνία» (Ισμήνης 36, 2109404508), ολοκληρωτικά κρυμμένο από την πυκνή βλάστηση που το έχει αγκαλιάσει, εντοπίζεται σχεδόν αποκλειστικά χάρη στη βαβούρα του κόσμου, που ειδικά τα μεσημέρια της Κυριακής κατακλύζει τη μεγάλη σάλα του για να δοκιμάσει πληθωρικές μερίδες από μικρά τηγανητά ψαρομεζεδάκια, μπαμπάτσικα καλαμαράκια αλλά και μεγαλύτερα ψάρια, τα οποία έχουν χαρίσει στο μαγαζί φήμη που ξεπερνά ακόμη και το όνομά του. «Δεν ξέρω το όνομά του», μας λέει μια απογοητευμένη κυρία που δεν βρήκε πάλι τραπέζι, «το ξέρω απλώς ως το μαγαζί που, όποτε έχουμε έρθει, δεν έχουμε βρει να καθίσουμε...».
Με ιστορία από το 1993 και καταγωγή από τον Πόντο, η «Γιαγιά Ελισάβετ» (Ναυάρχου Βότση 2, 2109410227), συνδυάζοντας αυθεντικές γεύσεις με χαμηλές τιμές, έγινε φιγούρα του γευστικού χάρτη της περιοχής τόσο μεγάλη, ώστε το όνομά της να ξεπεράσει αυτό της ταβέρνας της, που στην αρχή ονομάζονταν «Τα 5 Φ». Φέτος το στέκι της γύρισε στην παλιά του έδρα, μια ανάσα μόλις από τη βορειοανατολική έξοδο του ΚΠΙΣΝ, και σερβίρει φρέσκο ψάρι, ποντιακές σπεσιαλιτέ και αποστάγματα κάτω από την παχιά σκιά με την οποία σκεπάζουν οι λεύκες τη γλυκιά της αυλίτσα.
Το όνομα «Πεζούλας» είναι ταυτισμένο με την περιοχή από το 1951, όταν το άνοιξε ο παππούς Παναγιώτης Πεζούλας. Στέκι παλιότερα του Ιπποδρόμου και των καλλιτεχνών του λαϊκού τραγουδιού, συνεχίζει απτόητο την ιστορία της πόλης. «Το “Νιάρχος” μας έχει φέρει και πολύ νέο κόσμο», μου λέει ο εγγονός Παναγιώτης, οπότε αναμενόμενη είναι και η εξέλιξη του μενού. Πιάτα όπως το ταρτάρ τόνου με ξινούτσικο ντρέσινγκ και αβοκάντο ή φιλεταρισμένη γόπα με πουρέ μελιτζάνας εκφράζουν επιτυχημένα τον εκσυγχρονισμό. Αν από την άλλη θέλεις να κάνεις διπλωματική στη γεύση του μπαρμπουνιού, μπορείς να δοκιμάσεις την αρωματική γεύση τους τόσο στη σχάρα σε θεάρεστα μισόκιλα κομμάτια όσο και στο ανάλαφρο τηγάνι τα μικρότερα.
Ακριβώς απέναντί του τώρα δημιουργήθηκε το τρίτο «Warehouse Edge». Όπως και τα άλλα δύο μέλη της οικογένειας, το «Warehouse» της Καλλιθέας έχει έφεση στον καλό καφέ και στην προσεγμένη wine list, με έμφαση στις ετικέτες του νέου κόσμου, που ταιριάζουν όμορφα με τις προτάσεις φαγητού του σεφ Βασίλη Γεωγλερή. Οι επιλογές κινούνται από ανοιχτές φοκάτσιες με αστακό μέχρι ταλιάτες μοσχαρίσιου συκωτιού, ενώ το μενού περιλαμβάνει και δυνατό πρωινό, με γλυκά και αλμυρά κρουασάν (ιντριγκαδόρικο αυτό με παστράμι γαλοπούλας, chevre και relish πιπεριάς), πανκέικ και αβγά, στη μοντέρνα σάλα ή την άνετη βεράντα.
Όνομα αγαπημένο και θεσμικό, ο «Θαλασσινός» καλλιεργεί με οικειότητα την εκλεκτική ψαροφαγία από το 1989. Η ατμοσφαιρική του σάλα, με το χαρούμενο βεραμάν σε έπιπλα και παράθυρα και την τοιχογραφία με τα πλακάκια, εκπέμπει κουλτουριάρικη θέρμη και κάτω από τις μουριές του ρουφάς ατόφια τη γοητεία της γειτονιάς. Είναι δυνατά τα αλίπαστά του –ειδικά το καπνιστό σκουμπρί περασμένο από τη σχάρα– αλλά και το λαβράκι ταρτάρ με ξινούτσικο ντρέσινγκ δεν πάει πίσω. Από τα καινούργια πιάτα μάς γυάλισαν η φουσκωτή μυρωδάτη χορτόπιτα και τα μύδια με τα τσιγαριαστά χόρτα. Πάντα βεβαίως υπάρχουν νοστιμιές όπως η ψητή σουπιά με μαύρη μαγιονέζα και φρέσκα ψάρια στο τηγάνι και στη σχάρα.
Λίγο πιο κει, η «Ψαροπούλα» έχει την ιδιαιτερότητα να προσφέρει λακέρδα και θαλασσινό παστουρμά από χέρια «τραπεζίτη»! Φτιαγμένο από το μεράκι του Ηλία Χαϊδεμένου, πρώην τραπεζικού υπαλλήλου, που δούλευε διπλοβάρδια ως ταβερνιάρης μέχρι να συνταξιοδοτηθεί και να αφιερωθεί στο στέκι του. Η «Ψαροπούλα» έχει θαλασσινή γκάμα για όλα τα γούστα. Τα ψητά θράψαλα και τα τηγανητά καλαμαράκια πρωταγωνιστούν, ενώ η ταραμοσαλάτα και η μελιτζανοσαλάτα αποτελούν λόγο για προσκύνημα από μόνα τους σε αυτήν τη γραφική ταβέρνα.
Αριστερή όχθη προς Ζησιμοπούλου
Έχει από μόνη της υπερτοπική δυναμική η πιάτσα της Ζησιμοπούλου στο Παλαιό Φάληρο, που ενισχύεται ασφαλώς από τη γειτνίαση με το εμβληματικό μητροπολιτικό πάρκο. Οι «Ψαράδες» δεν έχουν μονάχα ένα από τα ωραιότερα θαλασσινά ντεκόρ της πόλης, που σε ταξιδεύει μακριά χειμώνα-καλοκαίρι, αλλά και τον ταλαντούχο σεφ Βασίλη Τσατσάκη στο τιμόνι της κουζίνας τους, που εστιάζει στη μοντέρνα ψαροφαγία. Ήδη με το ξεκίνημα της νέας σεζόν έκαναν την εμφάνισή τους ανατρεπτικές σπεσιαλιτέ όπως τα χτένια σοτέ, σβησμένα με Μοσχάτο Σάμου και λόζα Κέας, δίπλα στις κλασικές αξίες του καταλόγου, λ.χ. το παστίτσιο τόνου με μακαρούνες και μπεσαμέλ από γραβιέρα Ίου, τα περίτεχνα ωμά και τα θαυμάσια αλίπαστα.
Πολύ κοντά του, το «Lazaro 1971» έχει κορόνα στην... κουζίνα του το διάσημο πεϊνιρλί του Μπάρμπα Λάζαρου, που εξακολουθεί να φτιάχνεται με την αυθεντική ανατολίτικη συνταγή, πλαισιωμένο όμως στη νέα εποχή του εστιατορίου από πολλές κλασικές και μοντέρνες ελληνικές γεύσεις – διά χειρός Τσατσάκη κι αυτές, μια και τα δύο εστιατόρια ανήκουν στην οικογένεια Βουλγαράκη.
Σταθερή, τέλος, η κάρτα που χτυπάμε εδώ και χρόνια στις «Μαγικές Κατσαρόλες», οι οποίες αποτελούν πια σημείο αναφοράς χάρη στις σοφιστικέ ελληνικές γεύσεις και την ιντελεκτουέλ ατμόσφαιρα που κομίζουν στη Ζησιμοπούλου. Τέτοια εποχή η Βάνα Βρεττού μας δίνει, όπως πάντα, την ευκαιρία να δοκιμάσουμε top πιάτα από το αντιπαριώτικο alter ego του αθηναϊκού της εστιατορίου, που ονομάζεται «Kalokeri» και διαπρέπει στο κεντρικό σοκάκι της Χώρας, όσο προετοιμάζει το φθινοπωρινό μενού της. Must ανάμεσά τους τα γιουβαρλάκια σφυρίδας, οι γαρίδες σε κανταΐφι και μους αβοκάντο και η αντιπαριώτικη κατσικομακαρονάδα.
Στη μετα-Κόλλια εποχή της αυτή η όμορφη ψαροταβέρνα, που πλέον ονομάζεται «Stalati», συνεχίζει τη νόστιμη παράδοση της προσεγμένης ψαροφαγίας. Ο χώρος –μοντέρνος, φιλόξενος, ανθρώπινος– θυμίζει εξελιγμένη ψαραγορά. Φετίχ εδώ το ψάρι στο αλάτι, που το φλαμπάρουν θεαματικά μπροστά σου και το σερβίρουν μαζί με τέλεια βρασμένα κολοκύθια, καρότα και σταμναγκάθι. Δυνατά χαρτιά είναι ακόμη η βελούδινη ψαρόσουπα και μια πεντανόστιμη θαλασσινή al dente λινγκουινάδα με μύδια, κυδώνια και γαρίδες.