Oταν μου πρωτοείπε το όνομα του καινούργιου του εστιατορίου ο Γιάννης Λουκάκος, νόμιζα ότι το βάφτισε σκόρδο –πολύ λογικό όνομα για ιταλικό ρεστοράν–, το «Alio» όμως γράφεται διαφορετικά («aglio» είναι το σκόρδο) και σημαίνει μια άλλη κατεύθυνση, μια διαφορετική προσέγγιση, σε ένα άλλο μέρος. Φιλοδοξία του, λοιπόν, είναι να παρουσιάσει τις ιταλικές γεύσεις αλλιώς, όχι μόνο μέσα από υλικά ανώτερης ποιότητας αλλά κυρίως λόγω της διαφορετικής προσέγγισης του εστιατορίου του. Αυτό το αντιλήφθηκα ήδη από την burrata, η οποία σερβίρεται σε ένα συνδυασμό πολύ διαφορετικό από την κλασική caprese –υπάρχει και αυτή–, που βάζει δίπλα στην ντελικάτη γεύση και υφή της ένα εξίσου ντελικάτο ροδάκινο με το σιρόπι του και σε κερδίζει μονομιάς.
Η αυλή του «Alio» είναι πολύ όμορφη – μου είχε κάνει πολύ καλή εντύπωση από παλιά, όταν στεγαζόταν εκεί το «Robin’s Hood». Τώρα έχει διαμορφωθεί ως εξής: ένα τρίγωνο μεγάλων καναπέδων (άλλος από τσιμέντο, άλλος από ξύλο) κυκλώνει το δέντρο που βρίσκεται στο κέντρο της και δίνει έτσι μοντέρνα κομψότητα. Το δέντρο δίπλα στο μπαρ, πάλι, έχει στολιστεί με δεκάδες μικρά λαμπιόνια, γεγονός που «ψεκάζει» το χώρο με χαρά.
Με το που άνοιξε στις 2/8 το «Alio» γέμισε με ωραίο κόσμο, που ήρθε να δοκιμάσει το νέο εγχείρημα του Λουκάκου. Με το δίκιο του βέβαια, διότι εκτός από την ατμόσφαιρα είναι και το φαγητό πολύ ελκυστικό. Να όπως το καρπάτσιο από Black Angus, που συνοδεύεται ασυνήθιστα με γλυκοφάγωτο καψαλισμένο καλαμπόκι, παρμεζάνα, ρόκα και το γοητευτικό umami μιας σάλτσας με λεμόνι και τρούφα.
Η πίτσα, τώρα, συνδυάζει το τραγάνισμα και το χοντρό δαχτυλίδι (με τις καψαλισμένες φουσκάλες) της ναπολιτάνικης με την αφράτη απαλότητα του νεοϋορκέζικου στιλ. Στη φαντεζί με σολομό, κρέμα μασκαρπόνε και πορτοκάλι, που ταιριάζουν μεταξύ τους μεν, χρειάζονται περισσότερα υλικά για να νιώσεις το συνδυασμό· στην άλλη με το σιγομαγειρεμένο ραγού μοσχαριού Black Angus καταλαβαίνεις το βάθος της γεύσης του να ελαφραίνει από ρικότα, ενώ τα καρότα και το δεντρολίβανο συμπληρώνουν την ωραία ιδέα. Αν υπάρχει ως πρόταση ημέρας η φοκάτσια με σύκα, γκοργκοντζόλα, προσούτο και ρόκα, να την παραγγείλετε οπωσδήποτε, είναι ασυνήθιστη και ωραία. Στο πολύ καλό vitello tonnato το κρέας είναι τρυφερό –και πάλι Black Angus–, με την αφράτη κρέμα και τη φλούδα λεμονιού κονφί να του δίνουν χάρη και την τηγανητή κάππαρη «πέτρινη» ένταση.
Στο κεφάλαιο «pasta», τέλος, μου άρεσαν πολύ τα μαύρα λιγκουίνι για τη σύνθετη θαλασσινή νοστιμάδα τους από καλαμάρι και αχινό, που προβάλλονται ωραία από την πικάντικη γεύση λουκάνικου nduja και τσίλι, ενώ η καρμπονάρα έχασε πόντους λόγω του παρατηγανισμένου guanciale, το οποίο θα έπρεπε να είναι το ατού της. Κρατήστε χώρο για τα ωραία επιδόρπια, τη σοκολατένια παραλλαγή του τιραμισού, την ανάλαφρη πανακότα γιαουρτιού με ροδάκινο και την κρέμα λεμονιού με σορμπέ βατόμουρο.