Χοτ ντογκ, μπάο, τάκος, μπέργκερ και κεμπάπ στα... σαλόνια: ο δρόμος μπαίνει διθυραμβικά στην κουζίνα, εμπνέει σεφ και εστιατόρια και γράφει τα δικά του σενάρια με καθημερινό προφίλ, ζωντανά ποπ χρώματα και λίγη περιπέτεια.
Τώρα που χώροι εστίασης ψάχνονται για ιδέες με παιχνιδιάρική διάθεση, χιούμορ και ελαστικότητα, προσαρμοσμένες στις οικονομικοκοινωνικές συνθήκες, ήταν θέμα χρόνου να φλερτάρουν με την ιδέα του street food. Με ταπεινές ρίζες μεν, αλλά σπιντάτο και ποπ, δίνει μπόλικο υλικό για πειραματισμούς. Οι μάγειρες το βάζουν μετά χαράς στη φαρέτρα τους κι εκείνο βγαίνει από το κουκούλι του διασκευασμένο. Επαναλανσάρεται σε νέα περιβάλλοντα, δίνοντάς τους πιο χαλαρό στιλ και κερδίζοντας στην πορεία κατιτί από τις αναζητήσεις και διαισθήσεις μιας πιο οργανωμένης κουζίνας.
Το έδαφος ήταν έτοιμο. Το φαγητό του δρόμου που θα φας στο όρθιο σε έναν πάγκο ή θα πάρεις στο χέρι έχει ήδη καρφώσει αμέτρητα σημαιάκια στο γευστικό χάρτη της πόλης. Καθιερωμένα εστιατόρια (το «Cinco», το «Mama Roux», το «Pantera Negra» κ.ά.) έχουν ήδη φλερτάρει με την ιδέα και κεντώντας εμβόλιμα στοιχεία στα μενού τους και σε φεστιβάλ. Διάφοροι σεφ έχουν δημιουργήσει street food spots με το προσωπικό τους... οικόσημο, από το «Uberness», την post-καντίνα του Βασίλη Καλλίδη στην κεντρική λαχαναγορά του Ρέντη, στο βενεζουελο-κολομβιανής έμπνευσης «Los Loros» του Μάρκο Ρόσι στο Σύνταγμα ή στο street αδερφάκι του μυκονιάτικου «Μr. Pug», το «Mr. Pug's Cantine», που ετοιμάζει αυτήν τη στιγμή που μιλάμε ο Γιώργος Βενιέρης στο Χαλάνδρι.
Ένα food truck σηματοδότησε τόσο στιλιστικά όσο και γευστικά το concept του «48 Urban Garden». Η κάρτα με τα εναλλακτικά, ελληνοποιημένα μπέργκερ –με ναξιώτικα κρέατα, μαύρο χοίρο, ελληνικά τυριά κ.ά.– που έτρεχε παράλληλα με τα πιάτα ελληνικής κουζίνας του Σήφη Καραδάκη και της Βάνας Βρεττού πέρυσι και πρόπερσι στις «Μαγικές Κατσαρόλες» μας άρεσε πολύ σαν ιδέα (κι έχει βάλει την πινελιά της και στο τωρινό μενού).Και μαζί με τα κοσμογυρισμένα κι αμαρτωλά «βρόμικα» του Ηλία Σκουλά, η αγάπη του οποίου για το πλανόδιο φαγητό ήταν εμφανής σε όλα του τα μενού και εξακολουθεί και φέτος που το «Food Mafia» συγκατοικεί με το «V4», προμήνυαν ένα δυνατό κύμα. Ήρθε με πιο οργανωμένα, δομημένα γύρω από το φαγητό του δρόμου καινούργια concept. Πιο εξεζητημένα από εκείνα που θα βρεις στο δρόμο μεν, οικεία και νόστιμα δε, που τα τρως με ή χωρίς μαχαιροπίρουνο.
Φέτος είδαμε την ομάδα του «Oozora» να μπαίνει σε on the road τριπάκι στο νέο της δημιούργημα, το «Omu», ένα μπαρ-εστιατόριο βορείων προαστίων με δυνατές μουσικές, κοκτέιλ και street (chic) food σε σόλο περφόρμανς. Στον κατάλογο που συνέθεσαν ο Γιώργος Βενιέρης και οι συνεργάτες του βρίσκεις, ανάμεσα σε άλλα, ένα απίθανο ασιατικής έμπνευσης hot dog με ψωμάκι ατμού, χειροποίητο λουκάνικο από κοτόπουλο και bonito, ένα burger με καβούρι, κάρι, ομελέτα και πράσινη πιπεριά και μια ασυνήθιστη, πληθωρική πίτσα με ένταση και νοστιμιά και βασικούς πρωταγωνιστές την πάπια και την γκοργκοντζόλα που τη βάφτισαν duckanzola, όλα σε πολύ λογικές τιμές (από € 7 έως 11).
Το «Τhe Sowl» στο Θησείο ενσωμάτωσε κι αυτό μια ανάλογη αντίληψη στην κουζίνα του, στήνοντας μια taqueria στη σε στιλ χασιέντα αυλή του, κάτω από τα μπαλκόνια με τις γενναιόδωρες φυλλωσιές. Εκτός από το να διαλέξεις μια σαλάτα, ένα ορεκτικό ή ένα κυρίως πιάτο, περνώντας στη συνέχεια σε μια βραζιλιάνικη πικάνια ή ένα flap steak, μπορείς να κινηθείς και στο ρυθμό της. Αυτό σημαίνει 12 επιλογές που κυμαίνονται από € 4 έως 9,60, όπως οι πραγματικά καλοφτιαγμένες φαχίτας με καπνιστή μελιτζάνα, το τάκο με ταλιάτα από Black Angus και σος aji amarillo ή το burrito kebab, που άνετα λειτουργούν ως fingerfood δίπλα στα λατινοαμερικάνικων αναφορών κοκτέιλ του μπαρ και ταιριάζουν κουτί με τη χαρούμενη διάθεση του χώρου.
Εστιατόριο με Χρυσό Σκούφο και αστέρι Michelin, η «Hytra» είναι άλλη μια απόδειξη ότι το street food τρέχει με άνεση σε καινούργιες πίστες. Συμπληρώνοντας το φιλικό/χαλαρό concept του «Hytra Apla», που μοιράζεται τον 6ο όροφο της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών με το γκουρμέ εστιατόριο με επικεφαλής τον Τάσο Μαντή, πρόσφατα εμφάνισε κι εκείνη ένα μενού που το βάζει επισήμως στο παιχνίδι. Πλέον, είτε σε κάποιο από τα τραπέζια της είτε πίνοντας το κοκτέιλ σου στο μπαρ, μπορείς να δοκιμάσεις χοτ ντογκ σε ψωμάκι ατμού με χοιρινό και λάχανο κίμτσι, «άλλα» mac and cheese, που συνδυάζουν ξινοτύρι, γραβιέρα, τσένταρ και panko, πεϊνιρλί με μοσχαρίσιο λουκάνικο από τα Τρίκαλα, αϊβάρ και πιπεριές τουρσί… Σημειωτέον, όλα τα πιάτα του «SF menu» κυμαίνονται μεταξύ € 7 και 9.
Fish & chips σε λεπτά sticks με ωραίο πανάρισμα/τηγάνι, νόστιμο hot dog με κεμπάπ κοτόπουλου και coleslaw, μαριναρισμένες φτερούγες κοτόπουλου σε σουβλάκι ή ένα μπέργκερ νεροβούβαλου με γκοργκοντζόλα έχουν τρυπώσει και στο ξεχωριστό, με industrial θεατρικότητα «Θα σε κάνω βασίλισσα» στον Βοτανικό, στο μενού του οποίου έχει βάλει την πινελιά του ο Φαμπρίτσιο Μπουλιάνι. Αντικατοπτρίζουν, μαζί με την κονσόλα όπου εναλλάσσονται από jazz, soul και μαύρα ακούσματα μέχρι κλασική μουσική, την πρόθεση του Δημήτρη Λίτινα να φέρει την ιεροτελεστία του κρασιού σε πιο χαλαρά μέτρα. Παίζουν ανάμεσα σε € 6 και 9 και θα τα βρείτε στα «τσιμπητά» του καταλόγου, που κατά τα άλλα έχει και πιο κλασικούς συνοδούς της –πολύ σοβαρής και με πολύ καλή σχέση ποιότητας-τιμής– κάβας.
Και στο bar-restaurant «Above», στην κορυφή του καινούργιου ξενοδοχείου «Wyndham Grand Athens», με τη μαγική θέα και την εντυπωσιακή πισίνα-καταρράκτης βρίσκεις arepas και μπεργκεράκια. Παράλληλα με τα μεσημεριανά και βραδινά μενού «τρέχει» η κάρτα «Savour the world», όπου ο σεφ Κώστας Νάνος προτείνει street food bites από δέκα διαφορετικές χώρες του κόσμου (Μεξικό, Κολομβία, Λίβανο, Βιετνάμ, Ινδονησία κ.α.) που συνοδεύονται από ταιριαστά με την κουλτούρα τους κοκτέιλ. Τα αμερικάνικα Μini Angus Burger σε μαύρο μπριός, με παρμεζάνα, μπέικον και μαγιονέζα τρούφας, π.χ., έρχονται παρέα με Truffle whiskey sour (bourbon whiskey, χειροποίητο σιρόπι μελιού με λάδι τρούφας, χυμός λάιμ, ασπράδι αβγού, Scrapppy’s bitter Orleans) και τα κολομβιανά arepas, ήτοι σιγομαγειρεμένο κοτόπουλο με πίκλες και γουακαμόλε σε ψωμάκια καλαμποκιού, με κοκτέιλ Machu Picchu με κίτρινη τεκίλα, χειροποίητο σιρόπι κόλιανδρο, Tsaat Masala και χυμό πορτοκάλι. Το κάθε σετ κοστίζει € 16.
H ανέλκυση κομματιών και συμβόλων της ζωής του δρόμου ανά τον κόσμο εμπνέει κι άλλα εστιατορικά σενάρια περιπλάνησης, επίσης με προσιτό χαρακτήρα. Στο αλά τροπική παραλία «Big Κahuna» του Στέφανου Στεφανίδη και του Δημήτρη Μπαλλιάν στον Κεραμεικό, όπου το προσωπικό φοράει χαβανέζικα πουκάμισα, τα τραπέζια έχουν φόντο καλαμωτές, κι από πάνω τους κρέμονται χοντρά σχοινιά με λαμπιόνια, στην κουζίνα-καλύβα φτιάχνουν summer rolls με γαρίδα σε panko με κρέμα από λάιμ-μάνγκο και μαυροσούσαμo, burger κροκόδειλου με ανανά, μαρούλι, καυτερή επίγευση από τη μαγιονέζα με chipotle, burger με βουτυράτο πρωτοκλασάτο Wagyu ή μια ευμεγέθη chimichanga με ήπια πικάντικο chili con carne.
Και στο άρτι αφιχθέν «Drop the fork» στη Γλυφάδα, που αγαπά εξίσου κρασί και κοκτέιλ, δίνοντας στο καθένα από ένα μπαρ, ανάμεσα σε συνταγές από όλο τον κόσμο, εμφανίζονται και club sandwich με κοτόπουλο tandoori, ζαμπόν και τσάτνεϊ μάνγκο, burger σολομού με wasabi-tofu mayo ή ένα ζουμερό κεμπάπ κοτόπουλου μαριναρισμένο σε korma curry σε τραγανή αραβική πίτα με κινόα, ντοματίνια και φρέσκο κόλιανδρο, σαν άλλο, αποδομημένο ταμπουλέ. Δεν ξέρω τι ακριβώς θα γίνει στην επόμενη φάση με τα… συμπλέγματα του street food – ελπίζω η δημοφιλία του να μη λειτουργήσει ισοπεδωτικά. Κυριολεκτικά, πάντως, ο δρόμος είναι ανοιχτός.