Το αστικό καλοκαίρι παίρνει στον ώμο το τραπέζι, το ακουμπάει στην αυλή, στο πεζοδρόμιο, στην πλατεία, στάζει κρασί στο ποτήρι, βάζει δύο παγάκια στο τσίπουρο κι αναπνέει γειτονιά.
Ακόμη και κάτω από την πρέσα των περασμένων εβδομάδων ο κόσμος βγήκε. Μπορεί λιγότερο, αλλά βγήκε. Με φόντο μπαλκόνια, παραθυρόφυλλα και πλατύσκαλα, σε πεζοδρόμια κι αυλές, ακόμη και στα δύσκολα, ακόμη και με λίγα, ποτήρια υψώνονται, πιρούνια διασταυρώνονται, τούφες καπνού διαλύονται στον αέρα, κάπου ξεμυτίζει και κανένα φεγγάρι. Έτσι πάει. Κάθεσαι στα αστικά «ξέφωτα» με ένα, δύο, τρεις αγαπημένους και κάπως τα καταφέρνεις κι ανοίγεις ψυχικό αλεξιβρόχιο. Κάπως έτσι πιάσαμε με τον Δημήτρη να σκεφτόμαστε σημεία για τρωγοπίνειν με τέτοια αύρα: μεταξύ μας... γειτονιά. Που σε τυλίγουν σε κουκούλι οικειότητας. Που είναι ό,τι πρέπει για να πατήσεις για λίγο το pause. Σ’ ό,τι θέλεις να πατήσεις το pause.
Τίμια και νόστιμη πρόταση σ’ αυτήν την κατεύθυνση είναι αυτή της ευγενέστατης Χρύσας Πρωτόπαπα που πριν από λίγο καιρό γύρισε στα Πετράλωνα με πιο low budget μεζεδοπρόταση. Στα τραπέζια στο ήσυχο πεζοδρόμιο έξω από το Χρύσα-Χρύσα, απέναντι από τις νεραντζιές, ανάμεσα στις πολυκατοικίες, φουντώνει η κουβέντα διακοπτόμενη από πιάτα που προσγειώνονται στη σέντρα – μια ωραιότατη σαλάτα με φακές και αντσούγιες, σκιουφιχτές μακαρούνες με ξύγαλο, φρέσκια ντομάτα και βασιλικό, πατάτες κομμένες στο χέρι, κοντοσούβλι… κοτόπουλο ζουμερό, με ελαφρύ τζατζίκι κι ένα κότσι που εξαφανίζεται σε δύο λεπτά. Άσε που η Χρύσα ξανάβαλε στο μενού το cheesecake με μέλι – κι εξακολουθεί να είναι θαύμα.
Κι ο Κούβελος, ανάμεσα στο Κουκάκι και στα Πετράλωνα, φτιάχνει σκηνικό. Η στρωμένη με χαλικάκι αυλή με τη μουριά, τη συκιά, τη λεμονιά και τις ακακίες μοιάζει με θερινό σινεμά. Έχεις αγιόκλημα και κληματαριά, έχεις αύρα παλιάς Αθήνας, έχεις και την κουζίνα να βγάζει μια δροσερή σαλάτα με αμπελοφάσουλα, μαρινάτα κολοκυθάκια και ξινομυζήθρα, σαρδέλα πλακί, ντοματοκεφτέδες, μελιτζανόπιτα και παϊδάκια κοτόπουλο και κολοκυθάκια γεμιστά με ελαφρύ αβγολέμονο.
Επόμενη στάση το Στέκι του Ηλία, στο Θησείο, παράλληλα με τις γραμμές του Ηλεκτρικού. Απλό, χωρίς μόστρα, με χόρτα και φάβα, τα περίφημα παϊδάκια, αλλά και μπιφτέκια μυρωδάτα και αρνίσια συκωταριά λαδορίγανη, έρχονται με καλοκαιρινό ταμπεραμέντο στο πλακόστρωτο κάτω από τις ελιές, τις μουριές και τις κουτσουπιές, με τους σερβιτόρους να κάνουν… ντρίμπλες με το δίσκο όταν διασταυρώνονται με όσους ποδηλατούν ή βγάζουν βόλτα τα σκυλιά τους.
Κι αν προτιμάς Πατήσια, το πρώτο Τζίτζικας και Μέρμηγκας που δηλώνει στα κάρβουνα βγάζει τραπέζια έξω από την πόρτα του κι απέναντι στις φυλλωσιές της πλατείας Παπαδιαμάντη κι αραδιάζει γραβιέρα τηγανητή με σουσάμι και σπιτική μαρμελάδα ντομάτας, μπουτάκι κοτόπουλο στα κάρβουνα με τσιπς πατάτας, «σαντορινιό» (ψαρονέφρι στο τηγάνι με κρασί και κάππαρη, πουρέ μελιτζάνας και πατάτας) κι άλλα πολλά. Πρωταγωνιστής είναι το κρέας, αλλά τώρα το καλοκαίρι παίζουν και σαρδέλες ή γαριδούλες στην περίπτωση που θες παρέα για ένα ουζάκι.
Πέρνα οπωσδήποτε κι από το καλόγουστο ελληνικό μπιστρουδάκι της Αρριανού, πάνω από την Πλατεία Προσκόπων. Το Μαύρο Πρόβατο του Press Café τρύπωσε ανάμεσα στις παγκρατιώτικες πολυκατοικίες, ταίριαξε γάντι με τη γειτονιά και... μεγάλωσε. Στήνει τραπέζια δίπλα από τις νεραντζιές στο πεζοδρόμιο και στρώνει δρόμο για φιλική διάθεση κι ανθρώπινη εγγύτητα. Άσε που τηγανητοί κολοκυθανθοί γεμιστοί με ανθότυρο, φέτα και δυόσμο, μιλφέιγ μελιτζάνας με γαλοτύρι, αλμυρίκια με μους ταραμά, μύδια αχνιστά και κριθαρότο λαχανικών εποχής κάνουν σουξέ για τη σχέση ποιότητας-τιμής.
Αν προτιμάς τα βόρεια των Αθηνών, μπορείς να κορτάρεις μια Μπεμπέκα. Στεγασμένη σε δύο παλιές μονοκατοικίες, η όμορφη μοντέρνα ταβέρνα έχει να προτείνει μους παγωμένη με ανθότυρο, φέτα και ντοματίνια που αριβάρει στο βαζάκι, μελιτζάνες σε πήλινο με σάλτσα και φέτα Ρούμελης, κριθαρότο με πέστο βασιλικού, και μαρουλοντολμάδες. Δοκίμασε την καινούργια σαλάτα με πλιγούρι, λουίζα και βασιλικό από την αυλή με τις πορτοκαλιές και τις μεταλλικές καρέκλες καφενείου.
Στην ίδια περιοχή τσέκαρε και τη Μονοκατοικία-όνομα και πράγμα, με μια αυλή πνιγμένη στα δέντρα και στα φυτά, αληθινή ζούγκλα για τα πυρωμένα βράδια του καλοκαιριού. Όμορφα παρουσιασμένες, έξυπνες οι γεύσεις της, με ελληνική βάση, όπως η «χωριάτικη στο βάζο» με καπνιστό αγουρέλαιο, μαριναρισμένα ντοματίνια και βινεγκρέτ ξινομυζήθρας ή το κοτόπουλο με τυρί μετσοβόνε, λαχανικά, αποξηραμένο σύκο και φιστίκια Αιγίνης.
Κι ένα νότιο για το τέλος: παρότι το χαμηλό κτίσμα που τον στεγάζει έχει περικυκλωθεί πια από πολυκατοικίες, ο Θαλασσινός διατηρεί ατόφια τη γλυκιά οικειότητα της γειτονιάς. Στα λευκά του τραπέζια χαίρεσαι ούζο ή τσίπουρο παρέα με αλίπαστα, ωραίο καρπάτσιο λαβράκι ή τσιπούρα, πίτα με χειροποίητο φύλλο, μοσχοβολιστή, με καυκαλήθρες και μυρώνια, πιτάκια με φρέσκια ντομάτα, σκόρδο και γαρίδα στο φούρνο ή πεσκανδρίτσα σαγανάκι με φρέσκια ντομάτα, και θυμάσαι αυτά τα μικρά πράγματα που σε κάνουν αισιόδοξο.