Μπορεί να διευθύνουν κουζίνες και να δημιουργούν signature πιάτα, αλλά κάποιες στιγμές δραπετεύουν κι αυτοί από τις κατσαρόλες και τα τηγάνια τους. Λαζάρου, Σκαρμούτσος, Μποτρίνι, Λουκάκος, Νικολάου, Δαμαλάς, Campanha και Βενιέρης μας εκμυστηρεύονται ποια είναι τα αγαπημένα τους στέκια για παρέα και χαλάρωση.
Ίσως δεν το φαντάζεστε, αλλά οι κουζίνες των εστιατορίων είναι την ίδια στιγμή εργαστήρια απόλαυσης αλλά και από τα πιο στρεσογόνα μέρη που μπορεί να βρεθεί κάποιος. Ειδικά εκεί γύρω στις 10 το βράδυ, όταν σχεδόν ταυτόχρονα δίνουμε όλοι την παραγγελία μας, η αδρεναλίνη κυλάει ποτάμι, τα μάτια παίρνουν φωτιά, το στρες ηλεκτρίζει την ατμόσφαιρα, τα ντεσιμπέλ χτυπάνε κόκκινο. Αν δεν βρουν οι σεφ τρόπους να αποφορτιστούν έπειτα από τέτοια ένταση, είναι σίγουρο ότι θα κάψουνε φλάντζες. Σκεφτήκαμε λοιπόν να το ερευνήσουμε το θέμα και αρχίσαμε να τους ρωτάμε πού τους αρέσει να πηγαίνουν, να τρώνε και να ξεκουράζονται στο ρεπό ή στο διάλειμμά τους.
«Στην Πολωνία!» μας λέει ο Λευτέρης Λαζάρου αυτοσαρκαζόμενος, διότι τελευταία έχει εμπλακεί σε μια σειρά από καινούργια projects. «Όταν θέλω να πάρω μια ανάσα, πηγαίνω στο “Πανόραμα” (Ηρακλείου 18), στον Προφήτη Ηλία στην Καστέλα, που έχει όλο τον Πειραιά στο πιάτο. Είναι ένα μέρος αγαπημένο, όπου με κυριεύουν οι αναμνήσεις, αφού αυτές είναι οι γειτονιές όπου μεγάλωσα. Τρώω καμιά τηγανητή κουτσομούρα, κάνα καλαμαράκι και ρεμβάζω. Στο “Βαρούλκο” δεν μπορώ να φάω ήσυχος, όλο και κάποιος πελάτης θα έρθει και θα πρέπει να σηκωθώ να τον χαιρετήσω». Το «Πανόραμα» όμως έχει σουξέ απ’ ό,τι φαίνεται ανάμεσα στους σεφ, διότι αρέσει και στον Σκαρμούτσο, και στον Μποτρίνι – λογικό είναι με τέτοια θέα...
Στον Δημήτρη Σκαρμούτσο αρέσει πολύ και «το comfort στιλ του “Π Box”, ειδικά το πεϊνιρλί με το φουαγκρά, η φοβερή ταραμοσαλάτα και η σαλάτα με κινόα και σαρδέλες. Στο “Καλωσόρισμα του Αντώνη” αγαπώ το γιουβέτσι –παραγγέλνω τέσσερις μερίδες και τις δύο τις παίρνω στο σπίτι– και την κατσικομακαρονάδα του. Για σουβλάκι τιμώ το χειροποίητο χοιρινό καλαμάκι του “Πανερυθραϊκού” (Νικ. Πλαστήρα 43, Νέα Ερυθραία) όταν είμαι στα βόρεια, ενώ στο κέντρο πηγαίνω στον “Κώστα” στην Αγία Ειρήνη και του ζητάω έξτρα σάλτσα μέχρι να μουδιάσει το στόμα από την κάψα και τη νοστιμιά. Είμαι επίσης φαν του “Δίπορτου” στην κεντρική αγορά. Είναι ζεν να ακούς τη βρύση να τρέχει, τον παραγιό να λέει την παραγγελία και την κιθάρα και το μπουζούκι να παίζουν λαϊκά. Το φαγητό στάνταρ: μικρό ψαράκι, σαλάτα, ρεβίθια, φασολάδα – παλιομοδίτικη ανθρώπινη γοητεία».
Ο Έκτορας Μποτρίνι πηγαίνει στον «Τσαφ» στη Χαλκίδα όταν έχει λίγο χρόνο και θέλει να ξεφύγει: «Έχει φοβερή, ολόφρεσκη ντόπια καραβίδα κι εξαιρετικά ψάρια. εκεί γλεντάς την πρώτη ύλη. Στη Χαλκίδα πηγαίνω όμως και στον “Γιάννη” στην περαντζάδα, που φτιάχνει το σκυλόψαρο σχεδόν μπιάνκο όπως στην Κέρκυρα. Στη “Μαργαρώ” (Χατζηκυριάκου 126), στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων στον Πειραιά, κατεβαίνω για τη φάση και για μπαρμπούνι και πολύ καλή χωριάτικη σαλάτα. Για τη φάση όμως πηγαίνω και στο “Ψάριστον”: έχουν χιούμορ, πετροσωλήνες και άλλα δυσεύρετα πράγματα!»
Ο Γιάννης Λουκάκος τιμάει συχνά τον cult «Μήτσο» στην Πλατεία Ελευθερωτών στο Χαλάνδρι: «Πάω για να πιω τσίπουρο και ούζο με την παρέα μου, με τηγανητό μπακαλιαράκι, καλαμάρι και καμιά σουπιά. Το “Χειροποίητο Σουβλάκι της Ανάληψης” στην Πλατεία Βριλησσίων έχει πολύ καλό καλαμάκι, που ξεχωρίζει. Για κρέας έχω δύο στέκια – τον “Vezene”, επειδή είναι πολύ ξεκούραστο μαγαζί κι έχει εξαιρετικά κρέατα που δεν βρίσκεις εύκολα, και τον “Κρητικό” στην Κάντζα με το καλύτερο αρνίσιο παϊδάκι. Στο “Street wok” στην Πανόρμου και στη Νέα Ερυθραία πάω για τα πολύ καλά ασιατικά νουντλ».
Η Ντίνα Νικολάου πηγαίνει κοντά στη γειτονιά της όταν θέλει να χαλαρώσει από τη δουλειά. «Μου αρέσει το “Bisteca” (Π. Τσαλδάρη 27, Μελίσσια), διότι έχει φιλόξενη ατμόσφαιρα και καλά κρέατα. Είναι πολύ νόστιμο το rib eye τους και στο burger κόβουν το κρέας με τα μαχαίρια. Μου αρέσει επίσης το ζεστό ιταλικό “Dal Professore” στο Μαρούσι. Όταν όμως φιλοξενώ Γάλλους φίλους μου, διαλέγω πάντα το “Tudor Hall”, όπου ο Σωτήρης Ευαγγέλου κάνει θαύματα με την ελληνική κουζίνα».
Ο Olivier Campanha δηλώνει οπαδός του «Stinking Bishop». «Διότι έχει τυριά που βρομάνε», εξηγεί γελώντας και συμπληρώνει ότι τα δυνατά τυριά με έντονο άρωμα είναι κομμάτι της κουλτούρας του και από τα πράγματα που του λείπουν στην Ελλάδα. Πηγαίνει για σούσι στο «Furin Kazan» λόγω της καλής σχέσης ποιότητας-τιμής, ενώ του αρέσει και το feeling του «Cinco»: «Συνδυάζοντας ατμόσφαιρα, φαγητό και ποτό, είναι ακριβώς ό,τι χρειαζόμαστε μετά τη δουλειά».
Ο Χρόνης Δαμαλάς ξεχωρίζει τις «Σεϋχέλλες» στην οδό Κεραμεικού στο Μεταξουργείο, διότι έχουν νόστιμο και καλοφτιαγμένο φαγητό, και προτιμάει να κάθεται στην μπάρα και να παρακολουθεί τα όσα συμβαίνουν στην κουζίνα. Πηγαίνει επίσης στο «Shakesbeer» στην Άνω Ηλιούπολη (Ηρώων Πολυτεχνείου 15) «για το κότσι με ξινολάχανο και πουρέ και το burger του που είναι… ένα κιλό». Ξεχωρίζει όμως και το «Aleria» («Mου αρέσει πολύ, ειδικά το καλοκαίρι στην αυλή. Το σέρβις είναι φιλικό κι εξυπηρετικό, χωρίς να το παρατραβάει»), ενώ δεν παραλείπει να επαινέσει το ωραίο πειραγμένο παστίτσιο του Γκίκα Ξενάκη.
Όσο για τον Γιώργο Βενιέρη, τον οποίο είναι πολύ πιθανό να βλέπουμε πιο συχνά στην Αθήνα, διαλέγει το «Rouan Thai» στον Πειραιά, «διότι είναι ένα ακομπλεξάριστο μαγαζί, με φιλόξενη ατμόσφαιρα, και το μοναδικό αυθεντικό ταϊλανδέζικο της πόλης», και τον «Βλάχο» στα Μελίσσια για τα χοιρινά μπριζολάκια και τις ηπειρώτικες πίτες: «Πάντα βρίσκω το ίδιο πράγμα. Και το εκτιμώ αυτό». Μετά θυμάται και το χουνκιάρ και την πανσέτα στο «Μαύρο πρόβατο» του Παγκρατίου. Και αυτό του αρέσει επειδή είναι «πεζοδρομιάτο, χαλαρό και νόστιμο».