35 διεθνείς δίσκοι για το 2024

Mε το γνώριμο σασπένς της αντίστροφης μέτρησης, μα δίχως μεγαλοστομίες περί «καλύτερων» ή «σπουδαιότερων». Προς τιμήν μιας χρονιάς αληθώς ανθηρής, αλλά και μιας προσωπικής επετείου 20 ετών στη μουσικοκριτική.

The Cure © shutterstock.com

Μερικές φορές, εκνευρίζομαι όταν συζητάω με μουσικόφιλους που ζουν ευτυχισμένοι πιστεύοντας ότι δεν βγαίνει, πια, τίποτα "της προκοπής". Ίσως να με φοβίζει το πώς φτάνει κανείς εκεί, γιατί, στα 20 χρόνια τα οποία συμπλήρωσα φέτος τον Δεκέμβρη ως κριτικός, έρχονται στιγμές που αισθάνομαι ότι έχω ανοιχτούς λογαριασμούς με διάφορους αγαπημένους καλλιτέχνες. Δεν αξίζουν, λοιπόν, ισότιμης ή και περισσότερης προσοχής από μια αρμαθιά νέων, συχνά πολυδιαφημισμένων ονομάτων, που αποδεικνύονται μετριοσυμπαθητικά; 

Αλήθεια, δεν επέστρεψαν φέτος κάμποσα τέτοια ονόματα, καταθέτοντας δίσκους που ένιωσα να δικαιώνουν το μικρό καλάθι που πάντα κράταγα σε προηγούμενα έτη, απέναντι στην υπερενθουσιώδη αποθέωσή τους; Προσωπικά, βαρέθηκα να μετράω "ήρωες" που πέρασαν και δεν άγγιξαν. Και δεν συμπεριλαμβάνω εδώ τις ξεκάθαρες απογοητεύσεις, από καλλιτέχνες, δηλαδή, από τους οποίους αναμένω πράγματα: η Billie Eilish χαμένη σε κοιμίσικες μπαλάντες, η Beyoncé στα πιο ανερμάτιστά της, ο Kendrick Lamar κλειδωμένος στις εγωπάθειες του πολυσυζητημένου του beef με τον Drake. 

Πιστέψτε με, όμως. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ευτυχία όταν, μετά 20 έτη, βρίσκεσαι να γράφεις, να σβήνεις, να ξενυχτάς, να σκας, ώστε να χωρέσεις 35 προτάσεις από μια χρονιά αληθώς ανθηρή για τη διεθνή μουσική, παρά τις στρεβλώσεις των μεταιχμιακών μας καιρών, που εμποδίζουν την ανάδυση αριστουργημάτων μαζικής εμβέλειας. Τα πράγματα, επομένως, εξακολουθούν να ρέουν· και ο εφιάλτης του "τέλους της αναζήτησης" κείται μακράν. 

Ιδού, λοιπόν, 35 δίσκοι για το 2024. Χωρίς μεγαλοστομίες περί καλύτερων και σπουδαιότερων, με το "παραδοσιακό" σασπένς της αντίστροφης μέτρησης. Θα ακολουθήσει, φυσικά, και μια ανάλογη λίστα με εγχώρια άλμπουμ. 

35. Nick Gravenites: Rogue Blues [M.C. Records]

Στη δύση μιας σημαντικής καριέρας, λίγο πριν τον θάνατό του τον Σεπτέμβριο (στα 86), ο Αμερικάνος με τις ελληνικές ρίζες άκουσε τους φίλους του κι επέστρεψε στη δισκογραφία μετά από πολλά χρόνια, με τη βοήθεια του Pete Sears σε παραγωγή, πιάνο και μπάσο. Πρόλαβε, έτσι, να καταθέσει ένα τελευταίο, μερακλίδικο δείγμα της αγάπης του για τα ηλεκτρικά blues.  

35D-24

Βέβαια, η αρθρίτιδα που ταλαιπώρησε επί μακρόν τα χέρια του δεν τον άφησε να παίξει κιθάρα –όργανο στο οποίο διέπρεψε, στην ακμή του. Ωστόσο, μπορούσε ακόμα να τραγουδά. Και το πόσο ζωντανή παρέμενε η φλόγα μέσα του το συναισθάνεσαι ήδη από την αρχή, όταν τον ακούς να λέει το "Poor Boy" του Howlin' Wolf. Είχε έναν πολύ δικό του τρόπο με τα blues ο Gravenites και το συναίσθημα αυτό εξακολουθεί να συγκινεί κι εδώ, παρά το αδυσώπητο βάρος του χρόνου.

34. Moor Mother: The Great Bailout [Anti-]

Οι δουλειές της Moor Mother περπατούν σε μονοπάτια δύσβατα, στα οποία (τείνει να) χάνεται η διάκριση ανάμεσα στην ποίηση, στον ακτιβισμό και σε μια μουσική με ρευστό και πειραματικό χαρακτήρα, επανδρωμένη με στίχους που πότε εκφέρονται ως spoken word, πότε με χιπ χοπ τρόπους. Το ίδιο συμβαίνει και με αυτό το άλμπουμ, που συζητά ζητήματα αποικιοκρατίας, σκλαβιάς και εμπορίου στη Βρετανία του 19ου αιώνα.

34D-24

Η Αμερικανίδα δημιουργός έχει κινδυνέψει κι άλλες φορές να χάσει τις ισορροπίες, γλιστρώντας σε έναν δυσθεόρατο ακαδημαϊσμό με μουσικές αφετηρίες. Κι εδώ η απειλή αυτή γίνεται ξανά αισθητή: το άλμπουμ συνιστά υποχώρηση, συγκριτικά με δουλειές προηγούμενων ετών. Ακόμα κι έτσι, πάντως, διατηρεί τη μοναδικότητα της ματιάς της, ενώ υπενθυμίζει και τις συγκινήσεις που δύναται να προσφέρει η προσέγγισή της, όταν φτάνει η ώρα για κομμάτια σαν τα "South Sea" ή "Liverpool Wins".

33. The Tallis Scholars: Robert Fayrfax - Maria Plena Virtute [Gimell]

Μισό αιώνα ζωής μετρούν οι Βρετανοί Tallis Scholars, έχοντας λάμψει ως ασυναγώνιστο φωνητικό σύνολο στο πεδίο της δυτικοευρωπαϊκής θρησκευτικής μουσικής. Κι εξακολουθούν να στέκονται σε ένα πολύ υψηλό επίπεδο, ακόμα κι αν κανείς δεν περιμένει ιδιαίτερες εκπλήξεις από τον 61ο δίσκο της καριέρας τους –στον οποίον διευθύνει ο ιδρυτής τους, Peter Phillips. 

33D-24

Εδώ, λοιπόν, ασχολούνται με ύμνους του Robert Fayrfax. Και πετυχαίνουν διάνα, αφού δεν μένουν στις καθάριες αντιφωνικές του γραμμές, αλλά αποκαλύπτουν και το συναίσθημα που ενεργοποίησε ο ζήλος της θρησκευτικής του πίστης. Υπερβαίνουν, έτσι, άλλες νεότερες ηχογραφήσεις, που έδειχναν να αφοπλίζονται μπροστά στις φορτωμένες μελισματικές φράσεις αυτού του Άγγλου συνθέτη της Αναγέννησης.  

32. Pet Shop Boys: Nonetheless [x2/Parlophone]

Ως 65άρηδες-70άρηδες, οι Pet Shop Boys δεν θεωρούνται, πια, αρκετά "cool" για τους ταγούς της μουσικής επικαιρότητας, ακόμα κι αν τους κάνει παραγωγή ο James Ford (ο οποίος μας ενδιαφέρει, όταν συνεργάζεται με τη Beth Gibbons). Είναι αλήθεια, άλλωστε, ότι κι αυτοί δεν σκοτίζονται να προσεγγίσουν όσους τη βρίσκουν με τον Jamie xx. Πείθονται, μεν, να αφήσουν στην άκρη τα κομπιουτεροσίνθια τους, ώστε να ξαναπαίξουν με αναλογικό εξοπλισμό, κατά τα λοιπά, όμως, μένουν αναπαυμένοι στη θαλπωρή μιας γνώριμης pop ρουτίνας.

32D-24

Είναι συγκεκριμένος ο ορίζοντας, λοιπόν. Και κάτι βαθμολογίες και υπερβολές που αντιμετωπίζουν το Nonetheless σαν πόνημα ισάξιο των "Being Boring" εποχών φαντάζουν σαχλές, αν όχι ύποπτες. Εντός των δεδομένων συνόρων, όμως, εξακολουθεί να φεγγοβολά μια ποπ στόφα με γνήσια κομψότητα. Μπορεί να μην είναι όλα ενδιαφέροντα, ίσως υπάρχει και μια έφεση προς γλυκόπικρες μπαλάντες λιγάκι φασόν, πάντως δεν ακούς κάθε μέρα κομμάτια σαν τα "Loneliness", "A New Bohemia" ή "Bullet For Narcissus", τραγουδισμένα με τα ανυπέρβλητα αγγλικά του Neil Tennant. 

31. Joose Keskitalo & The Mystic Revelation Of Teppo Repo: Tähdet Palaavat Paikoilleen [Helmi Levyt]

Το άλμπουμ αυτό απαιτεί μια απόφαση, ότι θα κάτσεις ν' ακούσεις φινλανδικά επί 37,5 λεπτά, κατάσταση μάλλον δύσκολη για το "πνεύμα των καιρών μας" –ειδικά για εκείνους που αντιλαμβάνονται τη διεθνή δισκογραφία μόνο ως αγγλόφωνη. Από την άλλη, είναι τέτοιες δουλειές που λειτουργούν σαν τον οἶστρο του Σωκράτη, θυμίζοντας ότι η πραγματικότητα είναι πιο πλούσια από όσο τη θέλουν οι "λίστες της χρονιάς" οι οποίες καταρτίζονται από συντάκτες που φοβούνται να κάνουν ένα κλικ έξω από τη ζώνη ασφαλείας τους. 

31D-24

Τώρα, πώς ακριβώς το κάνει ο τραγουδοποιός Joose Keskitalo, διαφεύγει των λέξεων. Πάντως, σαν τη μυστικιστική αποκάλυψη που τάζει το όνομα των εδώ συνεργατών του, σε σαγηνεύει από νωρίς με κομμάτια σαν τα "Herran Pyhällä Vuorella", "Väriympyrä" και "Hän On Kalastaja", αφού υποψιάζεσαι ότι δεν μιλούν μόνο για κοσμικά πράγματα: μήπως ο ψαράς του τελευταίου είναι ο Ιησούς, ας πούμε; Εντωμεταξύ, όλα δίνονται με θελκτικά μειλίχιο τρόπο, συνοδευόμενα από έναν πλούσιο καμβά ήχων, που πότε σε πάει προς blues γωνιές, πότε προς τζαζ ανοιχτωσιές, πότε αποκαλύπτει folk rock πινελιές.

30. Writhen Hilt: Ancient Sword Cult EP [Jawbreaker] 

Παραδοσιακοί σε όλα, οι Κατωσάξονες Writhen Hilt κάνουν το πρώτο τους δισκογραφικό βήμα αποδίδοντας με heavy metal κιθάρες κι επικά φωνητικά όσα κάνουν τη φαντασία τους να χάνεται σε αρχαίες, σιδηρόφραχτες σπαθολατρείες. Εσύ, από την άλλη, δεν χρειάζεσαι πολύ φαντασία για να τους κατατάξεις στα "παιδιά" των Warlord και των Manilla Road. 

30D-24

Συγκριτικά, βέβαια, με τους Eternal Champion, τους Smoulder, τους Iron Griffin κι άλλους επιγόνους των άνωθεν Μεγάλων Παλαιών, οι Writhen Hilt δεν έχουν βρει ακόμα την πλήρη "φωνή" τους, με αποτέλεσμα να δειλιάζουν να ξεμακρύνουν από τις δεδομένες φόρμουλες, ιδίως στις φωνητικές γραμμές και στα συνθετικά ανοίγματα. Μέσα σε αυτά τα όρια, πάντως, αισθάνεσαι ότι πνέει κάτι σημαντικότερο: ότι το πράγμα, δηλαδή, δεν είναι μόνο μερακλίδικο και ψυχωμένο, μα διαθέτει και μια άνεση στο σκάρφισμα μελωδιών ("Sorcerer's Gate"), όπως κι έναν εκφραστικό τραγουδιστή στο πρόσωπο του David Kuri (λ.χ. "Mountain"). 

29. Sam Lee: Songdreaming [Cooking Vinyl]

Κατέχοντας ευδιάκριτο ενορχηστρωτικό ταλέντο, με σαφώς μοντέρνα οπτική (προσέξτε το κανονάκι στο "Black Dog And Sheep Crook"), αλλά και μια φωνή που θέλγει με την έκφραση και με τους φθόγγους της –αποπνέοντας κάτι πολύ παλιό, χαμένο στις ανάκατες αγγλοσαξονικές και ιρλανδικές παραδόσεις των Βρετανικών Νησιών– ο Sam Lee προβάλλει ως το πιο βαρύ χαρτί της σύγχρονης folk σκηνής της Αλβιώνας. Είναι φέτος, όμως, που δείχνει να εδραιώνει την παρουσία του, με έναν δίσκο που ανανεώνει την εμπιστοσύνη στην περίπτωσή του, μα υπερβαίνει (κομματάκι) κι όσα ξέραμε γι' αυτήν.

29D-24

Το Songdreaming δείχνει τα δόντια του ήδη από την καταπληκτική έναρξη με το "Bushes And Briars", τραγούδι το οποίο περιπλανιέται ανάμεσα σε (κυριολεκτικούς, νοερούς) θάμνους και ρείκια, ενώνοντας υπαρξιακές ανησυχίες με μια αγγλικής κοπής φυσιολατρεία. Ομολογουμένως, η υπόλοιπη διάρκεια δεν έχει κάτι αναλόγως μαγνητικό, διαθέτει όμως κάμποσα ακόμα κομμάτια που σπιθίζουν με τη δική τους folk φλόγα ("Green Mossy Banks", "Aye Walking Oh"), εάν τα προσέξεις. Κι ας μοιάζουν με ήσυχα ποταμάκια. Στα μέρη μας, άλλωστε, μαθαίνουμε ότι αυτά πρέπει να φοβόμαστε. 

28. Tigran Hamasyan: The Bird Of A Thousand Voices [Naïve]

Μια φορά κι έναν καιρό, κάποιος καλός βασιλιάς έπεσε θύμα μιας σκληρής κατάρας, από την οποία γινόταν να τον σώσει μόνο ένα ανθρωπόμορφο πουλί, ικανό να τραγουδήσει με χίλιες διαφορετικές φωνές. Έτσι, ο μικρός του γιος Αρέγκ κινάει να το βρει, υποσχόμενος στη Μανουσάκ ότι θα παντρευτούν, μόλις επιστρέψει. Ο νεαρός θα ταξιδέψει μακριά, επιβιώνοντας απίστευτων περιπετειών, μα γυρνάει τελικά μαζί με το θρυλικό πλάσμα. Του πήρε, όμως, πολύ καιρό. Και η Μανουσάκ, πιστεύοντας ότι δεν θα τον ξανάβλεπε, είχε μεταμορφωθεί σε κρίνο από τη λύπη της.

28D-24

Αυτό το παλιό παραμύθι της Αρμενίας ενέπνευσε τον Tigran Hamasyan για ένα διπλό άλμπουμ, που απαιτεί την προσήλωσή σου για 1,5 ώρα, καθώς φιδογυρνά ανάμεσα σε πιανιστικούς αυτοσχεδιασμούς με τζαζ κατευθύνσεις, σε μελωδίες και ρυθμικά μοτίβα με folk βάσεις, σε ένα προσγειωμένο rock με progressive χαρακτήρα, σε κάποια προσεκτικώς τοποθετημένα synths και εφέ. Συχνά, μάλιστα, προσθέτονται και φωνητικά –κυρίως της Areni Agbabian, την οποία ξέρουμε από τη συνεργασία της με την ECM. Μερικές φορές, βέβαια, τα πράγματα προκύπτουν πιο φλύαρα από όσο τα παρουσιάζουν διάφορες ενθουσιώδεις κριτικές: οι prog αναπτύξεις, λ.χ., τείνουν στο αναίτια μακροσκελές. Ωστόσο, ο δίσκος διατηρεί τη συνοχή του και διαθέτει αισθητική, όπως κι έναν πολυεπίπεδο μουσικό πλούτο, αληθινά ζηλευτό.

27. Mach-Hommy: #RICHAXXHAITIAN [ανεξάρτητη έκδοση]

Μακριά από τις σαχλές χιπ χοπ αντιπαλότητες που κόστισαν στον Kendrick Lamar μια ηχηρή απουσία από τις λίστες της χρονιάς (μέτριο και παραδομένο σε εγωπάθειες το νέο του άλμπουμ), ο Αϊτινός ράπερ συνεχίζει μια μοναχική δημιουργική πορεία, αφήνοντας πίσω του δουλειές σταθερώς αξιοσημείωτες. Μια τέτοια είναι και το #RICHAXXHAITIAN, ακόμα κι αν δεν αγγίζει τον θριαμβευτικό πήχη παλιότερων άλμπουμ.

27D-24

Το κλίμα παραμένει underground, μα ο Mach-Hommy δεν επαναλαμβάνει εαυτόν. Σε ένα επικίνδυνο παιχνίδι, που θυμίζει τα παθήματα του φετινού ScHoolboy Q, αφήνει μεν τον δίσκο του να αιωρείται δίχως σαφή δομή, όμως την επιδιώκει τη "θολούρα" που προκύπτει, ώστε να τη γονιμοποιήσει με νωθρά beats, εσκεμμένα ημι-ονειρικά ιντερλούδια και ψαγμένα samples. Πάνω τους, έπειτα, πατάει με αυτοπεποίθηση ώστε να ραπάρει ιδιοσυγκρασιακά (μόνος ή με τους καλεσμένους του) για τον Darth Vader, τον Boy George, τον ύστερο καπιταλισμό, αλλά και για προσωπικές καταστάσεις. Δεν του βγαίνουν όλα, πάντως την εντύπωσή του την (ξανα)κάνει.

26. Grendel's Sÿster: Katabasis Into The Abaton [ανεξάρτητη έκδοση/Cruz Del Sur]

Ο επικός καλπασμός του εναρκτήριου "Boar's Tusk Helmet" (θυμάται κανείς την περικεφαλαία από χαυλιόδοντες κάπρου που φόραγε ο Οδυσσέας στην "Ιλιάδα";), σε συνδυασμό με τα άριστα τοποθετημένα φωνητικά της Caro, δίνει ένα από τα καλύτερα τραγούδια που γίνεται ν' ακούσετε φέτος. Από το υπόλοιπο άλμπουμ, ωστόσο, μάλλον περίμενα περισσότερα σε επίπεδο συνθέσεων, έχοντας γλυκαθεί από τα δύο ΕΡ που είχαν προηγηθεί.

26D-24

Αυτό δεν σημαίνει, πάντως, ότι δεν προέκυψε κάτι που αξίζει την προσοχή και τον κόπο σας: οι Grendel's Sÿster μπερδεύουν ωραία μια δασική folk μελωδικότητα –που τη φαντάζεσαι βγαλμένη από τη sword & sorcery λογοτεχνία– με heavy metal ελιγμούς και με βαριές 1970s ηλεκτρικές κιθάρες ("Rose Arbor"), διατηρούν το ατού μιας αγέρωχης Caro στο μικρόφωνο ("In Praise Of Mugwort") κι εξακολουθούν να προβάλλουν τη γερμανική τους ταυτότητα, αφού ηχογραφούν το υλικό τους και στ' αγγλικά, αλλά και στη μητρική γλώσσα. Περιέργως, πάντως, τους βρίσκω πειστικότερους όταν τραγουδούν αγγλικά, εξαιρουμένου, ίσως, του "Nachteulenschnabel". 

25. Xiu Xiu: 13" Frank Beltrame Italian Stiletto With Bison Horn Grips [Polyvinyl]

O Jamie Stewart και η Angela Seo έχουν πάνω από δύο δεκαετίες, πια, που περιπλανιούνται παρέα στις εσχατιές της alternative rock κουλτούρας, αναρωτώμενοι, εξερευνώντας, δοκιμάζοντας. Τελευταία έδειχναν λιγάκι χαμένοι στις αναζητήσεις τους, εδώ, όμως, αξιοποιούν την προσθήκη του David Kendrick και χρησιμοποιούν τις γκρούβες του ως αφορμή επιστροφής σε μια τραγουδοποιία που, ναι, παραμένει λοξή και ιδιαίτερη ("Veneficium"), μα αποτυπώνεται και ως λιγότερο αφηρημένη, προτάσσοντας ξανά τη rock ταυτότητά της –και μάλιστα με αξιοθαύμαστη ενάργεια ("Common Loon"). 

25D-24

Ήδη από την έναρξη, επίσης, το "Arp Omni" θέτει στο προσκήνιο και την αξία της στιχουργικής των Xiu Xiu, καθώς ο Stewart στοιχειώνει τ' αφτιά μας τραγουδώντας για το ότι δεν έχει πετύχει σχεδόν τίποτα στην ενήλικη ζωή του: ένα ξεκίνημα που τραβάει την προσοχή. Και δεν τη χάνεις στο υπόλοιπο μισάωρο της διάρκειας, αφού οι ιδέες αφθονούν και σχεδόν κάθε κομμάτι θέτει τις δικές του προκλήσεις σε νου και αισθήσεις. Ακόμα κι αν μερικές φορές το γκρουπ θαμπώνει, βουτώντας σε lo-fi τακτικές, ακόμα κι αν το σύνολο δεν προσεγγίζει, τελικά, σε κάποια αριστουργηματική διάσταση.

24. Teho Teardo & Blixa Bargeld: Christian Αnd Mauro [Spècula]

Ρώμη (Teho Teardo) καλεί Βερολίνο (Blixa Bargeld) για μία ακόμα φορά, για έναν κοινό δίσκο αφιερωμένο σε προσωπικούς στοχασμούς, με ματιές τόσο στο ευρωπαϊκό παρελθόν –η αυθεντική μορφή του "Bisogna Morire" ανάγεται στον 16ο αιώνα, άσχετα εάν εδώ συναντά τη Wikipedia, το "Bella Ciao" και το YouTube– όσο και στο ασχημάτιστο μέλλον, με το "Dear Carlo" να απηχεί τις θεωρίες του αστροφυσικού Carlo Rovelli περί κβαντικής βαρύτητας.

24D-24

Ασφαλώς και τον έχεις ξανακούσει αυτόν τον χορό τσέλων, κλαρινέτων, κιθάρων, μπάσων, πιάνου, ντραμς, συνθεσάιζερ, ο οποίος προσπαθεί για ένα μοντέρνο, avant-garde αποτέλεσμα στο αισθητικό όριο rock, ηλεκτρονικών και μοντέρνων κλασικών προσεγγίσεων. Ανάλογα εξοικειωμένος, φυσικά, αισθάνεσαι και με τις μισο-τραγουδισμένες, μισο-μιλητές, μα πάντα θεατρικές και σταθερώς "σκοτεινιασμένες" ερμηνείες του Blixa Bargeld, με την έντονα γερμανική προφορά των αγγλικών. Εντούτοις, το μικροσύμπαν των δύο φίλων και συνεργατών διατηρείται και δημιουργικό και ιντριγκαδόρικο.

23. Gordon Grdina's The Marrow & Fathieh Honari: Gordon Grdina's The Marrow With Fathieh Honari [Attaboygirl]

Ο Καναδός Gordon Grdina είναι ένας σπάνιος βιρτουόζος, ικανός να ισορροπήσει με καλαισθησία ανάμεσα στην αυτοσχεδιαστική πλευρά της σύγχρονης τζαζ και στην ιρακινή σχολή της κλασικής μουσικής της Αραβίας, θυμίζοντας κάτι από Marc Ribot όταν πιάνει την κιθάρα και κάτι από Rabih Abou-Khalil όταν παίζει ούτι. Εδώ, παρέα με τους τρεις δεξιοτέχνες των The Marrow, τιμά τη μνήμη του πρόσφατα θανόντα Reza Honari, ο οποίος χάραξε τη δική του διαδρομή στην πιο κοσμοπολίτικη πλευρά του σύγχρονου περσικού ρεπερτορίου. Γι' αυτό, άλλωστε, συνεργάζονται με τη χήρα του Fathieh Honari, η οποία αναλαμβάνει τα φωνητικά.

23D-24

Ίσως ο Grdina να έχει βγάλει και καλύτερους δίσκους σε ανάλογα μονοπάτια, πάντως δεν αποτυγχάνει να (ξανα)εντυπωσιάσει, παρουσιάζοντας πράγματα παραδοσιακώς "δύσκολα" για το ευρύτερο κοινό με μια απλότητα και καθαρότητα που νομίζω θα εκπλήξει ακόμα και τα πιο έμπειρα αφτιά. Το 12λεπτο "Not Of Them", για παράδειγμα, είναι ένα πρωτοκλασάτο δείγμα του τι κάνει και πώς το κάνει: κυλάει σαν γάργαρο ρυάκι, με τη Δύση και το περσικό παρελθόν του Ιράν να πορεύονται χέρι-με-χέρι, υπό τη σκέπη της εκπληκτικής τραγουδιστικής έκφρασης της Fathieh Honari. 

22. Ibrahim Maalouf: Trumpets Of Michel-Ange [Mister Ibé/Sony Music]

Οι τρομπέτες στη νέα δουλειά του Λιβανέζου δεξιοτέχνη μπορούν, για τον ίδιο λόγο, να αρέσουν σε μας τους Έλληνες, αλλά και να μη μας ενθουσιάσουν και τόσο. Καλώς ή κακώς, δηλαδή, ηχούν υπερβολικά οικείες, λόγω και των δικών μας χάλκινων της Μακεδονίας (βλέπε Μπάντα Της Φλώρινας, λ.χ.), αλλά και της διαρκούς επιτυχίας του Goran Bregović στη χώρα μας, ο οποίος, ως γνωστόν, στηρίζεται πολύ σε ανάλογα όργανα των Βαλκανίων.

22D-24

Δεν είναι εύκολο να ξεπεραστεί αυτός ο πολιτισμικός ύφαλος. Εάν κάνετε την προσπάθεια, πάντως, θα ανακαλύψετε έναν αληθινά πλούσιο δίσκο, με διαθέσεις πότε διονυσιακές και πότε μοναχικώς στοχαστικές ("The Proposal", "Au Revoir", "Stranger", "The Smile Of Rita"). Ο οποίος εμπεριέχει και διάφορους ιντριγκαδόρικους συμβολισμούς καθώς ξετυλίγει το ταξίδι ενός νεαρού ζευγαριού προς μια κοινή ζωή, με τις συνθέσεις να γιορτάζουν ό,τι θεωρούμε αξία όταν μιλάμε για οικογένεια και για ρίζες σε τούτη την εσχατιά της Μεσογείου, που μας θέλει να είμαστε λίγο Ανατολίτες και λίγο Δυτικοί.

21. Charli XCX: Brat [Atlantic]

"Παιδί" της MySpace δισκογραφίας, η Charli XCX έχει περάσει την τελευταία πενταετία ως αγαπημένο ποπ άλλοθι του alternative στερεώματος, πριν γίνει, πράγματι, ποπ φαινόμενο με το Crash του 2022 –και σε αριθμούς, δηλαδή, οι οποίοι (ως γνωστόν) ποτέ δεν ψεύδονται. Το Brat, λοιπόν, είναι η συνέχεια, μάλλον και η εδραίωση αυτής της πορείας, ως το συνεκτικότερο σύνολο που έχει παρουσιάσει μέχρι σήμερα. Το οποίο ποντάρει σ' έναν club ήχο άψογα δουλεμένο σε επίπεδο παραγωγής, που κατορθώνει να διαθέτει κάτι για όλους έτσι όπως φιλτράρει κι εκμοντερνίζει διάφορες ηλεκτρονικές αναφορές του παρελθόντος: το "Von Dutch", το "365", το "360" αποτελούν την αφρόκρεμα των σχετικών παραδειγμάτων. 

21D-24

Παράλληλα, όμως, το Brat ποντάρει και σε στίχους που έχουν να πουν πράγματα για τις ανησυχίες των πρώτων -άντα: του είδους, τέλος πάντων, που κάνουν ανθρώπους σαν τον Eric Bennett να χαιρετίζουν την Αγγλίδα καλλιτέχνιδα ως "vulnerable" κι ανθρώπους σαν εμένα να γράφουν ότι λέει τα διάφορα γλυκούλια που εκτιμά ο indie κόσμος. Κοινώς, φοβού την ποπ που αρέσει στο indie κοινό, και δώρα φέροντας: πρόκειται για κανόνα σχεδόν αλάθητο, όσον αφορά το mainstream της ποπ. Εν προκειμένω, βλέπω (κι ως έναν βαθμό εκτιμώ) τα επίκαιρα "δώρα" της Charli XCX, αλλά δεν εντοπίζω τα μεγάλα ποπ κλάσικς των 2020s, που θα σιγομουρμουράμε στο μέλλον.

20. Dödsrit: Nocturnal Will [Wolves Of Hades]

Αυτό που σου 'ρχεται αναφανταλιά όταν ξεκινά να παίζει το σχεδόν 11λεπτο "Irjala" της ολλανδο-σουηδικής σύμπραξης Dödsrit, είναι αναντίρρητα ευφυές: από τη μία, Iron Maiden κιθάρες, να καλπάζουν επικά σε ανοιχτωσιές ατόφιας μελωδικότητας· από την άλλη, η ωμή ξεραΐλα του βορειοευρωπαϊκού black metal. Στέκεις εντυπωσιασμένος, λοιπόν. Αλλά ακόμα πιο εντυπωσιασμένος μένεις στο τέλος της ακρόασης του Nocturnal Will, όταν συνειδητοποιείς ότι δεν επρόκειτο για ένα τρικ που εξαντλήθηκε σε δυο-τρία κομμάτια. 

20D-24

Αντιθέτως, η προσέγγιση λειτούργησε ως αισθητική θέση, η οποία όχι μόνο υπηρετήθηκε μια χαρά επί (περίπου) 45 λεπτά, μα ίσως έχει και περιθώρια να εξερευνηθεί ακόμα περισσότερο. Γιατί, πλέον, γίνεται φανερό ότι οι Dödsrit άφησαν τα πολλά crust και λοιπά "alternative" των καταβολών τους ώστε να παίξουν "παραδοσιακό" και "παλιομοδίτικο" metal, φανερώνοντας συνθετικές κι εκφραστικές δυνάμεις που δεν ξέραμε ότι διέθεταν. Δεν είναι τυχαίο, μάλιστα, ότι προσκάλεσαν και τον Lamp Of Murmuur για ένα εξαιρετικό σόλο, το οποίο έσβησε μαγευτικά την πυρκαγιά του "Nocturnal Fire". 

19. The The: Ensoulment [Cinéola/earMUSIC]

Κάποια στιγμή να πούμε και για τον ηλικιακό "ρατσισμό" που διακρίνει όσους γραφιάδες απαξιώνουν τους παλιούς δημιουργούς που επιμένουν να δισκογραφούν, αποθεώνοντας νέους καλλιτέχνες οι οποίοι απλά αναβιώνουν προγενέστερά τους στυλ –συχνά δίχως να έχουν να φέρουν και πολλά στο τραπέζι. Οι The The, πάντως, έχουν. Κι ας μετράμε 24 χρόνια από την τελευταία φορά που ακούσαμε στούντιο δουλειά τους.

19D-24

Αυτό συμβαίνει γιατί, ενώ όσοι τους γνωρίζουν θα έμεναν ικανοποιημένοι μ' ένα αξιοπρεπές αναμάσημα κεκτημένων, ο Matt Johnson καταφτάνει με  ρεπερτόριο κάπως απροσδόκητο. Το οποίο, παρότι στηρίζεται σε μια γοητευτικώς μοναχική σκοτεινιά, εν τέλει "φωτίζει" τη φωνή και τη στιχουργική του. Με τρόπους, μάλιστα, που μερικές φορές γίνονται αναπάντεχα ραδιοφωνικοί, παρά το υπαρξιακό/φιλοσοφικό περιεχόμενο τραγουδιών σαν τα "Some Days I Drink My Coffee By The Grave Of William Blake" και "Where Do We Go When We Die?". Μακάρι να τους δούμε και στην Ελλάδα το 2025 (παρακαλώ όχι σε ανοιχτό χώρο).

18. Julie Christmas: Ridiculous And Full Of Blood [Siviana/Red Creek]

Στην Julie Christmas αρέσει ο κιθαριστικός θόρυβος και η alternative σκληράδα που συνδυάστηκε με την ετικέτα "post-metal" (Neurosis κτλ.), ενώ ακόμα και τώρα που κοντοζυγώνει, πια, στα 50, εξακολουθεί να τραγουδά με έναν τρόπο ο οποίος, συχνά-πυκνά, θυμίζει κάτι από τη Björk της Tappi Tíkarrass περιόδου. Ο νέος της δίσκος μένει πιστός σε όλα τούτα, χωρίς να έχει κάτι να προσθέσει και δίχως να διαθέτει το εκτόπισμα της Mariner συνεργασίας με τους Cult Of Luna (2016). 

18D-24

Εντός αυτού του πλαισίου, όμως, η Αμερικανίδα τραγουδίστρια εξακολουθεί να αποτελεί πηγή τρομερής (κυριολεκτικά) ενέργειας, καθώς επιχειρεί να αποτυπώσει την ψυχοσύνθεση μιας προδομένης γυναίκας, με όλα τα επιθετικά ξεσπάσματα βίαιης και γελοίας –όπως το θέτει κι ο τίτλος– απόγνωσης που μπορούν να συνοδεύουν ένα τέτοιο τραύμα, στην πιο ενστικτώδη του και "τυφλή" εκδοχή. Σε κομμάτια σαν τα "Supernatural", "End Of The World" και "The Lighthouse" νιώθεις να σκιάζεσαι, σαν σε εφιάλτη, ενώ στο "Seven Days" στέκεσαι, απλά, με δέος. Κάποιος να κάνει μια καλή χριστουγεννιάτικη πράξη και να στείλει ένα αντίτυπο στην Chelsea Wolfe.

17. Beth Gibbons: Lives Outgrown [Domino]

"Tell Me Who You Are Today" λέγεται το πρώτο κομμάτι του Lives Outgrown, στήνοντας εξαρχής μια ίντριγκα, αφού το ερώτημα δεν απευθύνεται μόνο σε μας, που σίγουρα έχουμε διανύσει τις διαδρομές μας από τότε που θαυμάζαμε τη φωνή της Beth Gibbons στους Portishead, μα αφορά και την ίδια. Μόλις φέτος, άλλωστε –στο κατώφλι των 60, πλέον– προβαίνει κι αυτή στην κυκλοφορία ενός σόλο άλμπουμ αυστηρά προσωπικού (και όχι συνεργατικού, όπως στο παρελθόν), έχοντας τον James Ford των Simian Mobile Disco ως "καπετάνιο" της παραγωγής.

17D-24

Παρά την ίντριγκα, πάντως, δεν είναι και το πιο ενδιαφέρον τραγούδι της παρούσας συγκομιδής, η οποία καλλιεργήθηκε επιμελώς για μια δεκαετία, πριν δώσει τους τελικούς της καρπούς: προσωπικά στάθηκα περισσότερο στα "Floating On A Moment", "Lost Changes", "Reaching Out" και "For Sale". Κι αυτό μάλλον σημαίνει κάτι για τη δυναμική μιας τραγουδοποιίας με αδιαφιλονίκητα ποιοτικό επίπεδο, που όμως δεν είναι και αλάθητη: κάπου, κάπως, κάτι χάνει. Σας προτρέπω, λοιπόν, να διαβάσετε την κριτική του Άρη Καραμπεάζη στο MiC, αν αναρωτιέστε κι εσείς γι' αυτό το κάποιο έλειμμα. Έστω κι αν, παράλληλα, απολαμβάνετε τη Gibbons, μην έχοντας την παραμικρή αμφιβολία για τη θέση της στα "της χρονιάς".

16. Nick Cave & The Bad Seeds: Wild God [PIAS Recordings] 

Αν και πάει καιρός, πια, που οι Bad Seeds έχουν υποβιβαστεί σε ορχήστρα του Nick Cave, υπάρχει μια σημειολογική σημασία στο ότι τους επαναφέρει στο προσκήνιο 8 χρόνια μετά το The Skeleton Tree, για έναν δίσκο που δείχνει να κλείνει αυτόν τον πένθιμο κύκλο, επανασυνδέοντας την τραγουδοποιία του με τον ρου των ευρύτερων πραγμάτων. Δεν είναι τυχαίος ο ενθουσιασμός στα εγχώρια social media, όταν δημοσιεύτηκε το ομώνυμο "Wild God" –που αποδεικνύεται ένα από τα πιο γερά τραγούδια του νυν συνόλου.

16D-24

Δεν ανήκει στους "μεγάλους" δίσκους του Cave το Wild God. Να είμαστε σαφείς σε αυτό. Ωστόσο, αναλογιζόμενος λ.χ. τους στίχους των "Joy" και "Cinnamon Horses" ή απλά ακούγοντας τη φωνή του σε εκ νέου φορτισμένες ερμηνείες ("Conversion", "Final Rescue Attempt"), δεν γίνεται να μη σκεφτείς ότι έχεις να κάνεις με έναν καλλιτέχνη ο οποίος όχι μόνο συνεχίζει το ταξίδι του, μα κρατάει και κάτι από τη γνώριμη σπίθα, παραμένοντας περιστοιχισμένος από φορμαρισμένους μουσικούς. Πρόκειται για φιγούρα που εξακολουθεί να μας αφορά, ειδικά σε ένα σημείο της alternative pop/rock ιστορίας όπου οι επίγονοι φαίνονται ανίκανοι να βάλουν δύο προτάσεις σε σειρά ή να κοιτάξουν τον Άνθρωπο πέρα από τους μικροκόσμους τους.

15. Blood Incantation: Absolute Elsewhere [Century Media]

Γαλβανίζοντας εκείνους που κατά καιρούς γοητεύτηκαν από τον Έριχ φον Ντένικεν, τα αιγυπτιο-αστρικά έπη του Ρόλαντ Έμεριχ ή τον "Προμηθέα" του Ρίντλεϊ Σκοτ (γιατί όχι;), οι Blood Incantation πέτυχαν φέτος να ξαφνιάσουν. Όχι μόνο την κοινότητά τους, αλλά και κάμποσα ανήσυχα αφτιά εκτός αυτής, προερχόμενα από χώρους οι οποίοι δεν συνηθίζουν να νοιάζονται για το τι συμβαίνει στο death metal. Και κομμάτια σαν τα "The Stargate [Tablet II]", "The Stargate [Tablet III]" και "The Message [Tablet III]" δείχνουν ότι υπάρχουν λόγοι σοβαροί που συνέβη κάτι τέτοιο. 

15D-24

Εδώ, δηλαδή, η τετράδα από το Κολοράντο κατόρθωσε και πάντρεψε τα βορβορώδη φωνητικά του ιδιώματός της με μουσικά ξανοίγματα μεγάλης τεχνικής αρτιότητας, που άλλοτε απηχούν τις κιθάρες της βαριάς ψυχεδέλειας των ύστερων 1960s, άλλοτε τις ήσυχες αναπτύξεις του prog rock των 1970s κι άλλοτε τα kosmische ηλεκτρονικά των Tangerine Dream. Προσωπικά, βέβαια, διατηρώ ορισμένες ενστάσεις –για διάρκειες, λ.χ., για προβλέψιμα συνθετικά φουσκώματα/ξεφουσκώματα από τη μέση του άλμπουμ και μετά, για το τι κάνει και τι δεν κάνει ο Paul Riedl πίσω από το μικρόφωνο. Δεν αμφιβάλλω, όμως, για το πόσο ιντριγκαδόρικο δύναται να γίνει αυτό το ανακάτεμα διαγαλαξιακής κοσμικότητας και πανανθρώπινου μηδενισμού.  

14. أحمد Ahmed: Giant Beauty [Fönstret]

Εσκεμμένα αδιάφοροι για τις εύκολες κατηγοριοποιήσεις ή για το zeitgeist που θέλει τους νέους δίσκους να διαρκούν μάξιμουμ 40 λεπτά, ώστε να μην πολυταράξουν τους κύκλους των γρήγορων εναλλαγών παραστάσεων στις οποίες έχουμε εθιστεί μικροί και μεγάλοι, οι Ahmed προτείνουν να κάτσουμε ν' ακούσουμε ένα πενταπλό(!) άλμπουμ με σχεδόν 4ωρη(!) διάρκεια, το οποίο κυκλοφορεί σε μορφή ολάκερου box set, απλά με ένα μαύρο, άχαρο εξώφυλλο. Ξέρουν όμως τι κάνουν, γιατί, άπαξ και την τολμήσεις τη βουτιά στον κόσμο τους, δεν θα ξεκολλήσεις εύκολα.

14D-24

Το άλμπουμ περιέχει τα πέντε sets που έπαιξαν ζωντανά σε πέντε διαφορετικές βραδιές του 2022, όταν συμμετείχαν στο Festival For Other Music της Στοκχόλμης αποδομώντας τη διευρυμένη τζαζ/world κληρονομιά του κοντραμπασίστα και ουτίστα Ahmed Abdul-Malik και ανασυγκροτώντας τη αυτοσχεδιαστικά, στηριγμένοι σε πιάνο, ντραμς, άλτο σαξόφωνο και κοντραμπάσο. Η μουσική του Abdul-Malik έχει κι από μόνη της αξία, ως αφετηρία, όμως είναι η απίθανη χημεία των Ahmed που πρωταγωνιστεί εδώ, καθώς τους ακούς να ξεχύνονται παρέα προς το άγνωστο, δίχως κανένα προγενέστερο πλάνο. Χάρη σε αυτήν, κατορθώνουν να εξαπολύσουν μια επίθεση Τεράστιας Ομορφιάς στις αισθήσεις σου (όπως ακριβώς τη θέλει ο τίτλος), ειδικά στα "El Haris", "Rooh" και "Oud Blues".  

13. Kim Gordon: The Collective [Matador]

Μπορεί να έφτασε, πια, στα 71, όμως η Kim Gordon έχει ακόμα διάθεση για περιπέτειες. Έστω κι αν δεν απομακρύνεται πολύ από το θορυβώδες, εξερευνητικό rock 'n' roll το οποίο ποίησε με τους Sonic Youth στα χρόνια της μεγάλης της δημιουργικής ακμής, όταν έγινε μια γυναίκα-σύμβολο για την alternative κουλτούρα. Την ίδια όρεξη, βέβαια, είχε και το 2019 ή το 2022, χωρίς να (πολυ)δικαιωθεί από τα αποτελέσματα. 

13D-24

Φέτος, πάντως, το πράγμα καρποφορεί αρκούντως θεαματικά, αν και σε καμία περίπτωση δεν "πρωτοπορεί", όπως διάβασα σε μια εγχώρια κριτική (καλό είναι να προσέχουμε τη βαρύτητα ορισμένων λέξεων). Πολλά από όσα κάνει εδώ, άλλωστε, εξακολουθούν να εγγράφονται στο noise rock και σε ένα spoken word (και όχι ...χιπ χοπ, που έγραψαν κάποιοι) το οποίο παραμένει μονότονο με έναν θελκτικό τρόπο, άσχετα αν η Gordon διαλέγει να σκληρύνει την παλέτα της με τρόπους και με παραμορφώσεις που θεωρώ ότι δεν θα αγγίξουν το νεότερο εναλλακτικό κοινό. Το "I'm A Man" είναι μάλλον η αιχμή της συγκομιδής, υπάρχουν όμως κι άλλα γερά κομμάτια, όπως κι ένα σύνολο που σε κρατά κοντά του, ακόμα κι αν του λείπει η ξεκάθαρη απογείωση.

12. Doedsmaghird: Omniverse Consciousness [Peaceville]

Εκεί, λοιπόν, που θεωρούσες τους Dødheimsgard (ψιλο)απογοητευτικά χαμένους στις αναζητήσεις τους, ο "εγκέφαλός" τους Vicotnik βρίσκει αναπάντεχες ισορροπίες, δρώντας με αυτό το παράλληλο εγχείρημα. Οι Doedsmaghird, βέβαια, ασκούνται στο ίδιο πεδίο· και μια αυστηρή αλήθεια είναι ότι το Omniverse Consciousness δεν θα ξένιζε κανέναν, αν κυκλοφορούσε υπό το Dødheimsgard λογότυπο. 

12D-24

Στα πιο ουσιαστικά, πάντως, εδώ έχουμε μια αρκετά δραματική ανανέωση σε πάγια εκφραστικά μέσα, με αποτέλεσμα το λοξό, avant-garde (ανερυθρίαστα ηλεκτρονικό, ανά σημεία) και πάντα ακραίο metal του Vicotnik να ξαναγίνεται κοφτερό, περιπετειώδες, μα και σαλιάρικα μοχθηρό, σαν υπερκόσμιο βδέλυγμα έτοιμο να σε καταπιεί. Το φινάλε του "Heart Of Hell", το θριαμβευτικό έρεβος των "Then, To Darkness Return" και "Endless Distance", η ήρεμη μελαγχολία του "Requiem Transiens" στέκουν αδιάψευστοι μάρτυρες για τη βεντάλια των μαυρομεταλλικών πειραματισμών των καιρών μας. Αλλά και για την ικανότητά τους να υψώσουν μια συντριπτικά ωμή αισθητική, με νορβηγική στάμπα και σημαίνουσα καλλιτεχνική αξία.

11. The Zawose Queens: Maisha [Real World]

Μόλις στον πρώτο τους δίσκο, η Pendo και η Leah Zawose, τέκνα μιας μουσικής οικογένειας (ίσως κάποιοι να θυμούνται τον Hukwe Zawose;), φέρνουν στ' αφτιά μας μια εμπειρία "βαθιάς" Αφρικής η οποία  σχηματοποιείται μεν από Βρετανούς παραγωγούς, όμως δεν είναι κομμένη, ραμμένη και κοσμοπολίτικα πακεταρισμένη για τη γαλλική αγορά ή, γενικότερα, για τα Δυτικά γούστα –όπως συμβαίνει συχνά με άλμπουμ της "Μαύρης Ηπείρου" που βρίσκουν τον δρόμο για τον δικό μας κόσμο. Η επικοινωνία, λοιπόν, δεν είναι απρόσκοπτη. Ως έναν βαθμό, μάλιστα, απαιτεί και μια παραδοχή εκ μέρους μας: ότι δεν θα τα πιάσουμε όλα. 

11D-24

Οι Zawose Queens τραγουδούν τα πάντα στην ακατάληπτη γλώσσα τους, εκπροσωπώντας τον λαό Wagogo της κεντρικής Τανζανίας. Όμως είναι τόσο χαρωπές οι πολυρρυθμίες τους (στηριγμένες σε παραδοσιακά όργανα, λ.χ. τύμπανα ngoma ή έγχορδα chizeze), τόσο υπέροχα τα φωνητικά τους, τόσο γερές οι ισορροπίες μεταξύ πατροπαράδοτου και μοντέρνου σε τραγούδια σαν το "Maisha", το "Chidodo", το "Kusakala Kwenyungu" ή το "Μapendo", ώστε δεν σου μένουν επιλογές: παραδίνεσαι, στροβιλίζεσαι κι ενθουσιάζεσαι. Σίγουρα κάπου μέσα σ' όλα τούτα, τώρα, υπάρχει κι ένας παράγοντας "εξωτικής" σαγήνης. Την ίδια στιγμή, πάντως, νιώθεις και σαν να σε κάλεσαν στο οικογενειακό τους γλέντι.  

10. Jack White: No Name [Third Man]

O Jack White είναι χαρισματικός ρόκερ, από τους λίγους που μπορούν να στήσουν γερές γέφυρες ανάμεσα στο παρόν του κιθαριστικού ήχου και στις ηλεκτρικές δόξες των προηγούμενων δεκαετιών, δίχως να πέφτει στον λάκκο με τα indie χασμουρητά. Για διάφορους λόγους, όμως, η σόλο καριέρα του διακρίνεται από σκαμπανεβάσματα. Και το No Name δεν είναι απαλλαγμένο από τέτοιες τρικυμίες, αφού υπάρχουν σημεία που κάνει "κοιλιά". 

10D-24

Συνάμα, όμως, ήδη από τη λυσσασμένη έναρξη με το "Old Scratch Blues", διακατέχεται κι από πωρωτικά επίπεδα κιθαριστικής ενέργειας, τα οποία απλά σε παίρνουν, σε σηκώνουν και σε κοπανάνε κάτω με τρόπους λίαν απολαυστικούς ("That's How I'm Feeling", "Bless Yourself", "What's The Rumpus?"). Άλλοτε λιγότερο, άλλοτε περισσότερο, όλα τούτα δείχνουν να επικαλούνται τις πιο δαιμονισμένες ημέρες των White Stripes, τον απόηχο των Led Zeppelin ("Archbishop Harold Holmes") και τις πιο ουσιώδεις πλευρές των Raconteurs. Κανείς, πάντως, δεν πρόκειται να παραπονεθεί για τη μη επανεφεύρεση του τροχού, εφόσον πατάς τόσο πρόθυμα το repeat.

9. Fontaines D.C.: Romance [XL Recordings]

Ήγγικεν η ώρα για ένα γερό κρας τεστ, που η αλήθεια είναι ότι το περιμέναμε να συμβεί: θα περάσει με αξιώσεις η φεστιβαλική σκυτάλη των συναυλιακών μας χρονικών σε μια νέα γενιά ηλεκτρικών ηρώων, δίχως να δούμε να μειώνονται τα συνήθη καλοκαιρινά πλήθη; Οι Fontaines D.C., πάντως, θα ηγηθούν του πειράματος, μέσα στο 2025. Και θα το κάνουν από μια θέση ισχύος, την οποία (για την ώρα) μόνο να ζηλεύουν μπορούν οι διάφοροι συναγωνιστές και ανταγωνιστές του alternative στερεώματος.

09D-24

Αυτό συμβαίνει γιατί, σε αντίθεση με πολλές καινούριες μπάντες του χώρου –που εξαντλούν γρήγορα τη νεανική τους οπτική πάνω στα αναμασήματα ενός σαφώς πιο ένδοξου παρελθόντος– το Romance αποδεικνύει την ικανότητα τούτων των Ιρλανδών να εξελιχθούν συνθετικά και εκφραστικά. Κατορθώνουν, δηλαδή, να γράψουν τραγούδια σε θέση να συνδιαλλαγούν με την ευρύτερη απήχηση (εκείνη που παλιότερα λέγαμε "ραδιοφωνική"), χωρίς να αφήνουν (πολύ) προδομένη την κοινότητα που τους πρωτοανέδειξε. Ακόμα, λοιπόν, κι αν χωράει πολλή συζήτηση για το τι είναι indie/alternative μετά από 25 έτη 21ου αιώνα (και τι μπορεί, πια, να εκπροσωπήσει), στιγμές σαν τα "Starbuster", "In The Modern World" και "Bug" θα τις προσέχαμε ακόμα και σε εποχές με παχύτερες μουσικές αγελάδες. Πόσο μάλλον αν αποτελούν μέρη ενός συνόλου χωρίς μεγάλα σκαμπανεβάσματα. 

8. Wadada Leo Smith & Amina Claudine Myers: Central Park's Mosaics Of Reservoir, Lake, Paths And Gardens [Red Hook]

Παγιδευμένο στα παίγνια του hype, το rock κοινό των καιρών μας δεν ανακάλυψε ποτέ την υπέροχη τρομπέτα του Wadada Leo Smith: έμεινε στα σαξόφωνα του Kamasi Washington και του Shabaka Hutchings. Για όσους την έχουν γνωρίσει, πάντως, δεν παύει ν' αποτελεί μια δύναμη μεγάλης παρηγοριάς σε αυτό το σύμπαν, που σχετίζεται, σταθερά, με δίσκους οι οποίοι υπερβαίνουν τον τζαζ μέσο όρο του μέχρι στιγμής 21ου αιώνα. Εδώ, λοιπόν, ο 83χρονος μουσικός συναντά μια παλιά γνώριμη, την 82χρονη πιανίστρια Amina Claudine Myers, για ένα άλμπουμ-ελεγεία στο ξεχασμένο παρελθόν του περίφημου Σέντραλ Παρκ της Νέας Υόρκης, το οποίο κατά τον 19ο αιώνα φιλοξενούσε μια κοινότητα απελευθερωμένων Αφροαμερικανών. 

08D-24

Επιφανειακά, το αποτέλεσμα αυτού του νοερού ιστορικού περιπάτου διακρίνεται από γαλήνη και από γλυκιά δοσμένη νοσταλγία –και πολλοί μπορούν να πουν ότι, όσο όμορφα κι αν είναι όλα τούτα, είναι και γνώριμα, υπέρ το δέον. Ακούγοντας προσεκτικότερα, ωστόσο, βρίσκεις μια προσωπική ενατένιση με μεγάλη αξία, πάνω στο μωσαϊκό των ευρωπαϊκών και "μαύρων" ήχων που έπλασαν τη σύγχρονη Αμερική. Γι' αυτό, άλλωστε, οι δύο συνεργάτες δεν διστάζουν να επεκτείνουν τη χρονική τους ματιά, εγκολπώνοντας τόσο τον Albert Ayler ("Albert Ayler, A Meditation In Light), όσο και τον John Lennon ("Imagine, A Mosaic For John Lennon").

7. Gavin Friday: Ecce Homo [BMG]

Τέσσερις δεκαετίες αφότου γνωρίσαμε τους Virgin Prunes, o ιδρυτής τους Gavin Friday είναι ακόμα εδώ, σπάζοντας μια δισκογραφική σιωπή 13 ετών, προκειμένου να ξαναδουλέψει με τον Dave Ball (των Soft Cell). Κι αν επέμεναν στην οξυγώνια εκείνη synth pop που εξερευνά την ατόφια ομορφιά παράλληλα με τον σκοτεινό ρομαντισμό ή τα μεγάλα υπαρξιακά ερωτήματα παράλληλα με επίκαιρες κοινωνικές πιέσεις και πολιτικές απογοητεύσεις, θα είχαν βγάλει –έτσι απλά κι αβίαστα– ένα σπουδαίο άλμπουμ. 

07D-24

Φευ, το σύνολο, εν τέλει, προέκυψε άνισο. Κυρίως γιατί στο δεύτερο μισό ο Friday θέλησε να ρίξει τους τόνους, επενδύοντας σε πιο ατμοσφαιρικά τραγούδια, τα οποία διατηρούν μεν την κόψη της στιχουργικής του ματιάς, αλλά σίγουρα δεν αποτυπώθηκαν με την ενάργεια που χαρακτηρίζει (και απογειώνει) φανταστικές στιγμές του πρώτου μέρους σαν το "Lovesubzero", το "Ecce Homo" ή το "Stations Of The Cross", που αφιερώνεται στη Sinéad O' Connor. Ακόμα κι έτσι, πάντως, μένουν υπερ-αρκετά, όταν φτάνει η ώρα να κάνουμε τη σούμα.

6. Gordan: Gordan [Glitterbeat]

Παμπάλαια υλικά, σημερινή μεταχείριση, ματιές στο μέλλον. Ο χρόνος φαίνεται να είναι, όντως, κάτι το πολύ σχετικό γι' αυτό το πολυεθνικό τρίο που αρθρώνεται γύρω από την κεντρική μορφή της Svetlana Spajić, κομίζοντας μια αναπάντεχη πρόταση για το πώς δύνασαι να κοιτάξεις ένα δεδομένο, παραδοσιακό υλικό, καθώς βαθαίνει ο 21ος αιώνας.

06D-24

Κατά βάση, δηλαδή, οι Gordan αντλούν στίχους και τρόπους τραγουδιού από παραδόσεις της Σερβίας που φτάνουν ως πίσω στον σλάβικο Μεσαίωνα, διαθέτοντας διαβαλκανική δυναμική: το "Šara", λ.χ., θα μπορούσε να προέρχεται και από τη βόρεια Ελλάδα, ενώ το "How A Mountain Fairy Divided The Two Jakšić Brothers" ενδέχεται να σας θυμίσει βυζαντινή ψαλμωδία, σε ορισμένα γυρίσματα της φωνής. Όλα τούτα, όμως, τα "σερβίρουν" με μια μουσική λιτή, αφαιρετική και βασισμένη σε αυτοσχεδιασμούς, η οποία χρησιμοποιεί τελετουργικά παιγμένα ντραμς και κρουστά, ηλεκτρικό μπάσο και ηλεκτρονικές γεννήτριες, εγγραφόμενη, έτσι, στο σύμπαν που απασχολεί το καθ' ημάς Borderline Festival. Αληθώς μαγευτικό το πηλίκο, μ' έναν τρόπο που δεν συναντάς εύκολα, πια, στο σύγχρονο δισκογραφικό τοπίο. 

5. Kneecap: Fine Art [Heavenly Recordings]

Ας πούμε ότι δεν ξέραμε τίποτα γι' αυτό το πολιτικοποιημένο τρίο από τη Βόρεια Ιρλανδία. Θα μας συγκινούσε το Fine Art; Η σύντομη απάντηση είναι "ναι" –και την αντιλαμβάνεσαι ήδη από την έναρξη με το "3CAG", όταν σου τραβά την προσοχή το (σαμπλαρισμένο) κέλτικο βιολί του Joe O'Donnell, που δεν αργεί να δώσει πάσα σε ένα φλεγόμενο, παθιασμένο χιπ χοπ. Το οποίο μπορεί να εκφράζεται μια χαρά τόσο στ' αγγλικά ("Better Way To Live", "I'm A Flush), όσο και στα ιρλανδικά ("I bhFiacha Linne").

05D-24

Φυσικά, η επιτυχημένη ταινία του Rich Peppiatt, που μας σάρωσε φέτος, συστήνοντάς μας τους χαρακτήρες, τη ζωή και την τέχνη αυτών των 20άρηδων, παίζει τον ρόλο της στην προσοχή την οποία δίνουμε στο Fine Art –το ένα χέρι νίβει τ' άλλο. Πιο θεμελιώδης, ωστόσο, είναι ο βιωματικός, προσωπικός τρόπος με τον οποίον οι Kneecap είδαν τα αμερικάνικα ραπ διδάγματα: τα έκαναν δικά τους και, παράλληλα, τα πολιτογράφησαν ιρλανδικά, με έναν τρόπο που νομίζω καταλαβαίνουμε καλά εμείς οι Έλληνες. Από εκεί και πέρα, σίγουρα δεν έχουμε το τέλειο άλμπουμ, αφού υπάρχουν ευδιάκριτα πάνω και κάτω στη διάρκειά του. Αλλά η ματιά του, η θέση του, η ετοιμότητά του να φλερτάρει με μη χιπ χοπ ήχους, το καθιστούν από τα πιο φρέσκα πράγματα που ακούσαμε φέτος.

4. Lupe Fiasco: Samurai [1st & 15th/Thirty Tigers]

Στον 9ο δίσκο μιας καριέρας που βαστά, πια, κοντά 25ετία, ο καλλιτέχνης από το Σικάγο βρέθηκε ν' αναρωτιέται πώς θα είχαν τα μουσικά πράγματα αν η Amy Winehouse ήταν μια ...battle rapper! Ομολογουμένως, ο συλλογισμός δεν γεμίζει το μάτι. Παρ' όλα αυτά, βγάζει σε μια πολύ συγκροτημένη και όμορφη χιπ χοπ δουλειά, κόσμημα για το είδος σε μια μάλλον φτωχή χρονιά για την αμερικάνικη εκπροσώπησή του. 

04D-24

Όντας, λοιπόν, σε μεγάλη φόρμα, ο Lupe Fiasco εκμεταλλεύεται το γνώριμο jazz rap ύφος στο οποίο έχει ξανακινηθεί με αξιώσεις (λάμπει εδώ, χάρη στην παραγωγή του Soundtrakk), καθώς και την άνεσή του σε στίχους σταθερά εγγραφόμενους σε μια conscious rap τροχιά. Και, κάπως έτσι, φτάνει αβίαστα σε έναν από τους ωραιότερους δίσκους της πορείας του, με τα "No. 1 Headband", "Cake" και "Samurai" να αναδεικνύονται σε τραγουδιστικές αιχμές του δόρατός του. Εντωμεταξύ, η παγερή αδιαφορία των αμερικανικών και βρετανικών charts, ήταν από τους πλέον λυπηρούς δείκτες για το πού οδεύει, πια, το γούστο του ευρέως κοινού που ακούει χιπ χοπ. 

3. The Cure: Songs Of A Lost World [Fiction & Polydor]

Γράφτηκαν πολλές υπερβολές για το νέο άλμπουμ των Cure; Ναι –και ήταν αναμενόμενο, γιατί οι "Κιουράδες" είναι αφοσιωμένη φυλή και θα αρκούνταν και σε πολύ λιγότερα απ' όσα, ανέλπιστα, παρέδωσαν ο Robert Smith και οι συνοδοιπόροι του, 16 χρόνια μετά το τελευταίο ορίτζιναλ υλικό τους. 

Γιατί, πώς να το κάνουμε, δεν περιμένεις μια μπάντα βετεράνων, η οποία έχει πίσω της, πια, τους μεγάλους, δαφνοστεφανωμένους δίσκους μιας σπουδαίας καριέρας, να ξαναγυρνά γράφοντας τραγούδια με τον συναισθηματικό παλμό του "I Can Never Say Goodbye", του "Warsong", του "Alone" ή του "Endsong". Διατηρώντας τα βουτηγμένα, μάλιστα, σε εκείνη τη βελούδινη "σκοτεινιά", που, πλέον, αποτελεί έμβλημα της παρακαταθήκης της. 

03D-24

Τα 2/3 των συγκροτημάτων που δρουν στη σκιά τους θα έδιναν τα πάντα για να γράψουν σε έναν τέτοιον ποιοτικό πήχη και είναι τουλάχιστον υποκριτικό να κατηγορούμε τους Cure ότι ποντάρουν σ' έναν ήχο που κοιτάει νοσταλγικά προς τα πίσω, αφού τα περισσότερα "φρέσκα" φυντάνια κάνουν ακριβώς το ίδιο, μείον τη δική τους στόφα. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, που το Songs Of A Lost World ενθουσίασε με έναν τρόπο ο οποίος κοντεύει, πλέον, να λογιστεί κι αυτός ως "χαμένος", στις εξατομικευμένες ακροαστικές διαδρομές των καιρών μας και στην ταχεία αποσύνδεση του νεότερου εναλλακτικού pop/rock κοινού όχι μόνο από την ιστορία της κουλτούρας του, αλλά και από την πνευματική βάση (λογοτεχνία, κινηματογράφος, φιλοσοφία κτλ.) που ένωνε τους παλιότερους θιασώτες της, όπως έξοχα το έθεσε κάποτε ο Γιώργος Στόγιας.

2. Stephan Micus: To The Rising Moon [ECM/AN Music]

Αισίως, ο Stephan Micus έχει φτάσει στα 71 και μετρά, πλέον, 28 δίσκους. Οι οποίοι αποτελούν έναν αληθώς ξεχωριστό κόσμο μέσα στο "σώμα" εκείνης της μουσικής του 20ού αιώνα που διέφυγε από τα στεγανά των ειδών. Κάτι, βέβαια, που είχε και το τίμημά του, αφού οι δημιουργίες του ποτέ δεν προσέγγισαν στα charts και παγίως αγνοούνται από τη "δικτατορία" των ταγών της pop culture, που κάνει κουμάντο στον Δυτικό Τύπο.  

Σε κάθε περίπτωση, μετά από μια τέτοια πορεία, δύσκολα φαντάζεσαι ότι υπάρχει κάτι ακόμα να ειπωθεί –κάτι με αξιοσημείωτη βαρύτητα, τέλος πάντων. Όμως ο Γερμανός καλλιτέχνης δεν παύει να εκπλήσσει και στον 21ο αιώνα, όπως έκανε και λίγα χρόνια πριν, λ.χ., με το White Night (2019): μονάχος του, απλά με τη φωνή του και με τη δεξιοτεχνία του σε μια πληθώρα γνώριμων και παράξενων οργάνων, σταχυολογημένων από τις παραδόσεις της Κολομβίας, της Βαυαρίας, της Καμπότζης, του Βόρνεο και άλλων γωνιών της υφηλίου. Με τα οποία αποσκοπεί, εδώ, να εξυμνήσει την ομορφιά του Φεγγαριού στον νυχτερινό ουρανό, και να αποτυπώσει την πνευματικότητα που εξακολουθεί ν' αποπνέει η παρουσία του στο ανθρώπινο φαντασιακό. 

02D-24

Το αποτέλεσμα προκύπτει κατανυκτικό, για όποιον ακούσει με τη δέουσα αφοσίωση. Μερικές φορές θυμίζει προσευχή από τα καθ' ημάς βυζαντινά, άλλες σκέφτεσαι τους 1970s δίσκους του Γιάννη Μαρκόπουλου (στο "In Your Eyes", λ.χ.), ενίοτε αισθάνεσαι να επικοινωνείς με έναν απέριττο ρομαντισμό Δυτικής κοπής ("To The Lilies In The Field"), έπειτα μπορεί να φανεί εντελώς εξώκοσμο: σαν κάτι παράδοξα μοντέρνο, αφού δείχνει να έρχεται από τα βάθη της ιστορίας, αψηφώντας το πώς κατανοούμε τη ροή του χρόνου. Σημασία, φυσικά, έχει το όλον που πλάθεται. Το οποίο, όπως πολύ ωραία το έγραψε ο Φώντας Τρούσας στο Δισκορυχείον, αντανακλά "έναν κόσμο φυσικό, ανόθευτο, πνευματικό, που ξέρει να τιμά τις παραδόσεις, φέρνοντάς τες σε μια μοναδική επικοινωνία (και όχι σ' ένα μεταξύ τους ανακάτεμα)".

1. Danish String Quartet: Keel Road [ECM/AN Music]

Μέχρι στιγμής, ξέραμε ότι οι Rune Tonsgaard Sørensen (βιολί), Frederik Øland (βιολί), Asbjørn Nørgaard (βιόλα) & Fredrik Schøyen Sjölin (βιολοντσέλο) απαρτίζαν μια αξιοσέβαστη τετράδα, που έθετε τα όργανά της στην υπηρεσία επανεκτελέσεων, στοχεύοντας σε έργα αντλημένα από το μεγάλο παρελθόν της ευρωπαϊκής κλασικής μουσικής. Φέτος, όμως, ανακαλύψαμε ότι είναι κάτι πολύ παραπάνω από ένα μεσαίου βεληνεκούς σύνολο εγχόρδων από τη Δανία. Και, μάλλον, το ανακάλυψαν κι εκείνοι μαζί μας.

Καταλύτης για την απροσδόκητη αυτή εξέλιξη ήταν μια επιθυμία καταβύθισης στις λαϊκές και παραδοσιακές μουσικές μνήμες της ευρύτερης "γειτονιάς" τους –της πατρίδας τους, δηλαδή, αλλά και των υπόλοιπων χωρών που αγγίζουν τα νερά της Βόρειας Θάλασσας, μοιραζόμενες την εμπειρία μιας παράκτιας ζωής αρθρωμένης σε μικρές κοινότητες που καλούνται ν' αντέξουν σε βαριούς χειμώνες: Νορβηγία, Νησιά Φερόε, Βρετανία, Ιρλανδία.

01D-24

Για τους ίδιους, λοιπόν, το Keel Road αντιπροσωπεύει έναν διάλογο με τις βαθύτερες ρίζες της ιδιαίτερης κουλτούρας τους, που τους αναβαπτίζει ως μουσικούς, μέσω του ενορχηστρωτικού πρίσματος με το οποίο αντικρίζουν τα 14 κομμάτια που προτείνουν (πέρα από τα έγχορδά τους, σημειωτέον, υπάρχει και πιάνο, όπως και αναγεννησιακή κιθάρα τύπου cittern). Για εμάς, από την άλλη, είναι ένα ολάκερο παράθυρο προς έναν σχετικώς άγνωστο, μα οπωσδήποτε μαγευτικό κόσμο, γεμάτο με τα καντάρια διαχρονικής/διατοπικής ομορφιάς τα οποία παρελαύνουν στις μελωδικές κορυφώσεις του "Captain O'Kane" ή σε κομμάτια σαν το "Stormpolskan", το "Regin Smiður" και το medley με τα "Marie Louise", "The Chat" & "Gale Warning". Δεν ξέρω αν η τελική επίγευση είναι αυτή της σαγήνης ή της αποκάλυψης, πάντως, όποια απάντηση κι αν δώσετε, γεγονός είναι ότι μένει ένας λαμπρός δίσκος. 

Διαβάστε Επίσης

Διαβάστε ακόμα

Τελευταία άρθρα Μουσική

Οι occult rock θρύλοι Coven περιοδεύουν σε Ελλάδα και Βαλκάνια

Οι cult γεννήτορες του occult rock, με την εμβληματική Jinx Dawson στο προσκήνιο, έρχονται στην Ευρώπη για μια σειρά σπάνιων ζωντανών εμφανίσεων, με δύο πολυαναμενόμενες συναυλίες σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη.

ΓΡΑΦΕΙ: ATHINORAMA TEAM
22/01/2025

Η playlist της εβδομάδας από τον Αδάμ Τσαρούχη

Ο ερμηνευτής προτείνει στους αναγνώστες του "α" μια λίστα τραγουδιών εμπνευσμένη από τη μουσική παράσταση "Love songs: New York to Athens" που θα παρουσιάσει στο "Half Note", στις 3/2.

"30": Ο Αλκίνοος Ιωαννίδης επανέρχεται με Χατζιδάκι στο Μέγαρο

Το Μέγαρο Μουσικής θα φιλοξενήσει τη συναυλία που είχε παρουσιαστεί ξανά με επιτυχία τον περασμένο Οκτώβριο στο Ηρώδειο.

Ο Julian Rachlin ερμηνεύει Δημήτρη Παπαδημητρίου στο Μέγαρο

Ο σημαντικός μαέστρος και σολίστας θα ερμηνεύσει το Κονσέρτο για βιολί και ορχήστρα και τη Συμφωνία Αρ.1, με τον Γιώργο Μπαλατσινό να διευθύνει την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών.

Το Heavy Psych Sounds Fest για πρώτη φορά στην Ελλάδα!

12 ξένες και 6 ελληνικές μπάντες (TRUCKFIGHTERS, Orange Goblin, Nightstalker κ.ά.) έρχονται σε δύο χώρους στην πόλη για να τα σπάσουν.

O Rod Stewart καταφτάνει στην Αθήνα!

Έρχεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα, στο πλαίσιο της αποχαιρετιστήριας περιοδείας του.