Είναι, μάλλον, δείγμα όλων των μεταβατικών εποχών –ναι, τέτοιες είναι και οι δικές μας– ότι αρκετά αντιθετικής κατεύθυνσης πράγματα μπορεί να ισχύουν ταυτόχρονα, με αποτέλεσμα να προξενείται δυσχέρεια στην οικοδόμηση μιας μεγάλης εικόνας με ξεκάθαρα χαρακτηριστικά.
Εδώ και κάμποσα χρόνια, ας πούμε, συζητάμε για μια γενικευμένη "κρίση" στη μουσική, η οποία γκρέμισε την παλιά παντοκρατορία της βιομηχανίας, άλλαξε ριζικά τον τρόπο ακρόασης (ρίχνοντάς μας όλους στο ίντερνετ), όπως και τους όρους ύπαρξης για τους ίδιους τους καλλιτέχνες. Είναι όλα αληθή –κι έχουν δρόμο ακόμα, ως προς το πώς θα εξελιχθούν. Την ίδια στιγμή, όμως, βλέπουμε και το 2023 να λήγει με την Taylor Swift ως πρόσωπο της χρονιάς στο "Time", το οποίο την τοποθετεί στο σχετικό και πάντα επιδραστικό εξώφυλλο του ειδικού τεύχους που εκδίδει στο τέλος κάθε έτους. Κόντρα σε όλες τις δυσχέρειες του νέου περιβάλλοντος, δηλαδή, είναι και πάλι από τη μουσική που ξεπηδά ένα σύγχρονο είδωλο με μαζική, πλανητική απεύθυνση.
Ταυτόχρονα, ωστόσο, η ίδια η μουσική παραμένει καθηλωμένη στην πολυδιάσπαση που προκύπτει από τις όλο και πιο ατομικές διαδρομές της ψηφιακής μας εποχής. Ακόμα και με μια τέτοια παραδοχή, πάντως, το 2023 καταγράφηκε ως χρονιά πλούσια σε ωραίους δίσκους. Οπότε, μένοντας πιστοί κι εμείς σε τούτο το ετήσιο ραντεβού, διαλέγουμε 30 άλμπουμ από ένα ευρύ φάσμα ήχων, έχοντας ως κύριο κριτήριο την ...αντοχή τους στα αφτιά, στις αισθήσεις και στις αναμνήσεις μας: μια ποιότητα κρίσιμη, αφού βαστάει κόντρα τόσο στην προαναφερόμενη πολυδιάσπαση, όσο και στις γοργές εναλλαγές εντυπώσεων που επιβάλλουν οι ιντερνετικές ταχύτητες.
Υποκλινόμενοι, λοιπόν, σε μια σταθερώς ογκώδη καλλιτεχνική παραγωγή, την οποία αδυνατούμε να παρακολουθήσουμε με τη δέουσα επάρκεια, αφήνουμε παράμερα τις ανερμάτιστες μεγαλοστομίες περί "καλύτερων" και "σπουδαιότερων" και ξετυλίγουμε επιγραμματικά τις φετινές μας προτάσεις, με το παραδοσιακό σασπένς της αντίστροφης μέτρησης. Ακολουθεί, σε λίγες μέρες, η αντίστοιχη λίστα με τα ελληνικά άλμπουμ.
30. PoiL & Junko Ueda: PoiL Ueda [Dur Et Doux]
Οι πιο συγκροτημένοι από τους νεότερους εκφραστές του γαλλικού Rock in Opposition, δίπλα σε μια Γιαπωνέζα τραγουδίστρια ειδικευμένη στις μεσαιωνικές, επικές παραδόσεις του τόπου της. Είναι μια δύσκολη σύμπραξη, δύο πολύ διαφορετικών κόσμων, που, κακά τα ψέματα, πασχίζουν να επικοινωνήσουν και τελικά δεν (πολυ)εφάπτονται. Στο μεσοδιάστημα της επιδιωκόμενης συνομιλίας, όμως, συμβαίνουν πράγματα που δεν θα βρούμε σε άλλους rock δίσκους της χρονιάς.
Λίγο τα διδάγματα των Univers Zero και των Henry Cow όπως τα έχουν μεταβολίσει οι PoiL, λίγο οι κιθάρες που ψάχνουν χώρους δίπλα στο satsuma biwa που παίζει η Junko Ueda χρησιμοποιώντας King Crimson λογικές, λίγο το ιδιαίτερο φωνητικό χάρισμα της τελευταίας και η περιέργεια που δημιουργεί το έπος Heike-Monogatari από τον μακρινό 13ο αιώνα μιας μακρινής χώρας, δημιουργούν μια ίντριγκα με αληθώς progressive ταυτότητα.
29. Kavita Shah: Cape Verdean Blues [Folkalist]
Έχει μια δεκαετία (πάνω-κάτω) που το ψάχνει αυτή η Αμερικανίδα τραγουδίστρια και συνθέτρια με τις ινδικές ρίζες, δοκιμάζοντας τις δυνάμεις της σε jazz και σε world μονοπάτια. Καθώς φαίνεται, όμως, ήταν τελικά στις παραδόσεις από το Πράσινο Ακρωτήριο όπου όλα βρέθηκαν στη σωστή θέση. Έστω δηλαδή κι αν πέφτει βαριά η σκιά της σπουδαίας Cesária Évora στο συγκεκριμένο υλικό, εδώ έχουμε την ίσως ωραιότερη πρόταση ανάγνωσης πάνω στα morna και στα coladeira των Νησιών, μετά τον θάνατό της.
Χωρίς να υποκαθιστά την κληρονομιά της, η Kavita Shah και οι άξιοι οργανοπαίχτες οι οποίοι τη συντροφεύουν –μεταξύ τους και ο στενός συνεργάτης της Évora, Bau, σε κιθάρα, γιουκαλίλι και cavaquinho– φέρνουν μια διακριτή, λίγο πιο jazz, προσέγγιση στην απόδοση του "sodade" (μελαγχολικού) κλίματος που χαρακτηρίζει την όλη κουλτούρα. Κάνοντας τραγούδια σαν το "Angola" σημεία αναφοράς στη φετινή μουσική σοδειά.
28. Attila Csihar: Void Ov Voices - Baalbek [Ideologic Organ]
Το 2012, ο μέγας Attila των Mayhem βρέθηκε στο Baalbek του Λιβάνου –την Ηλιούπολη των Ελληνιστικών καιρών– και αποφάσισε να εκφράσει το δέος που του ενέπνευσε το επιβλητικό Τρίλιθον μέσω της φωνητικής του τέχνης. Οι ηχογραφήσεις αυτές, ωστόσο, έμειναν στο συρτάρι του για καθαρά ιδιωτική χρήση. Μέχρι που τις πήρε χαμπάρι ο Stephen O' Malley.
Ο δίσκος αυτός, λοιπόν, είναι φτιαγμένος με πολύ απλά υλικά. Ταυτόχρονα, όμως, εντάσσεται σε έναν πειραματισμό που παραμένει ακραία εμπειρία για την πλειονότητα των ακροατών. Όσοι προσπελάσουν, ωστόσο, θα θαυμάσουν τους λαρυγγισμούς του Ούγγρου ερμηνευτή και το πόσο κοντά βρίσκονται στα συνήθη drones των Sunn O))), μα θα απολαύσουν και μια αίσθηση μοχθηρής γοητείας, η οποία δείχνει να αναδύεται από την αλληλεπίδρασή του με την ενέργεια των αρχαίων μονόλιθων. Πώς το έλεγαν οι Rainbow, "the power of what has been before/rises to trap you within";
27. Olivia Rodrigo: Guts [Geffen]
Ο αγγλοαμερικάνικος Τύπος έρανε με αστέρια και βαθμούς τον δεύτερο δίσκο της 20χρονης Καλιφορνέζας, ακολουθώντας ένα μοτίβο υπερβολικού ενθουσιασμού το οποίο, ελέω Taylor Swift, δείχνει να επαναλαμβάνεται σχεδόν ατόφιο, κάθε που ένα πρόσωπο του νεανικού pop mainstream ψιλο/χοντροανακατεύεται με μια υποψία, έστω, εναλλακτικότητας. Στην πραγματικότητα, βέβαια, το "Guts" δεν είναι το σπουδαίο άλμπουμ που περιγράφεται σε διάφορα ευφάνταστα κείμενα: οι μπαλάντες του είναι Billie Eilish, ενώ κάποια πιο εξωστρεφή σημεία θυμίζουν μια προκάτ αισθητική που βαστάει από τα χρόνια της Katy Perry.
Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι πρόκειται και για αμελητέα ποσότητα. Μέσα από την ανισότητα του υλικού και τα κόλπα της παραγωγής του Dan Nigro, δηλαδή, ξεπροβάλλουν κι ορισμένα τραγούδια με αληθινό pop/rock τσαγανό (π.χ. "All-American Bitch", "Bad Idea Right?", "Love Is Embarrassing"), τα οποία αποτυπώνουν πειστικά το μεταξύ εφηβείας και νεότητας μεταίχμιο, όπως το βλέπει ένα κορίτσι 20 ετών στη σύγχρονή μας Δύση. Ταυτόχρονα, δείχνουν και την απόσταση που ήδη έχει διανύσει η Olivia Rodrigo, ταξιδεύοντας εκεί όπου συνήθως δεν φτάνουν ποτέ όσες ξεκινούν ως παιδιά-ηθοποιοί σε φασόν τηλεοπτικές σειρές της Disney.
26. Fire! Orchestra: Echoes [Rune Gramofon]
Μετρά και συναρπαστικότερες καταθέσεις αυτή η σύμπραξη μεταξύ Mats Gustafsson (σαξόφωνο), Johan Berthling (κοντραμπάσο) & Andreas Weliin (ντραμς), φαίνεται όμως ότι έχει κάτι ενδιαφέρον να πει ακόμα και στα δεύτερά της. Εδώ, λοιπόν, συγκεντρώνουν άλλους ...40 βιρτουόζους, οικοδομούν μια σύγχρονη, εξερευνητική big band και κυκλοφορούν έναν δίσκο-πρόκληση για τη διάσπαση προσοχής των καιρών μας.
Το "Echoes" απαιτεί να αφιερώσεις 1 ώρα και 50 λεπτά σε μια μουσική που μπορεί να χρησιμοποιεί (και) φωνητικά, μα εξακολουθεί να μην παράγει τραγούδια με την τυπική έννοια, επιμένοντας να εγγράφεται σε τζαζ τροχιές. Η κεντρική, ομώνυμη του άλμπουμ επταλογία κρατιέται σε απλά και εύληπτα πράγματα, τα γύρω-γύρω δεν διστάζουν να φύγουν σε τρελές διαδρομές, μα όλο το ζουμί, τελικά, βρίσκεται στο πώς συνυπάρχουν και αλληλοσυμπληρώνονται αυτοί οι δύο κόσμοι.
25. Thy Catafalque: Alföld [Season Of Mist]
Βασικό όχημα έκφρασης για τον πολύπλευρο Ούγγρο συνθέτη, μουσικό και τραγουδιστή Tamás Kátai, οι Thy Catafalque είναι περίπτωση που κατορθώνει και απασχολεί (λιγότερο ή περισσότερο) με κάθε κυκλοφορία της, πρεσβεύοντας μια λίαν ιντριγκαδόρικη avant-garde άποψη ριζωμένη στη heavy metal έκφραση. Στο "Alföld", βέβαια, βρισκόμαστε μάλλον στο "λιγότερο" της περιγραφής αυτής.
Ο δίσκος διατηρεί εξερευνητικές διαθέσεις, μα ταυτόχρονα επιχειρεί και μια συμφιλίωση με τις black καταβολές του Kátai, φιλοδοξώντας, μάλλον, να τις στρέψει προς καινούριες κατευθύνσεις. Το ταξίδι αυτό δεν φτάνει τελικά σε κάποιον σαφή προορισμό, οπότε, από μια τέτοια άποψη, προκύπτει ως κατώτερη εμπειρία συγκριτικά με εξίσου περιπετειώδη, μα σαφώς πιο κατασταλαγμένα άλμπουμ, σαν το "Naiv" του 2020. Ακόμα κι έτσι, πάντως, βρίσκει μια θέση στα ωραία της χρονιάς μας.
24. Fever Ray: Radical Romantics [Rabid/Mute]
Στο τρίτο της στούντιο βήμα έξω –και πέρα– από τους Knife, η Fever Ray περσόνα της Karin Dreijer δεν υπερβαίνει μεν τον ορίζοντα που άγγιξε με το γκρουπ κατά τα '00s, μα αποδεικνύει ότι παραμένει μια alternative pop σταθερά εντός των πλαισίων αυτού.
Άλμπουμ με άφθονες ιδέες και ευαισθησίες (αξίζει να τσεκαριστούν και ορισμένοι στίχοι), το "Radical Romantics" κάπου χάνεται σε θέματα ήχου και παραγωγής, ίσως γιατί αποτελεί δουλειά μιας πλειάδας συντελεστών. Οπωσδήποτε, όμως, η χαρακτηριστική φωνή της Fever Ray είναι πανταχού παρούσα, επιλύοντας κάθε κλυδωνισμό της ταυτότητάς του, ενώ τραγούδια σαν το "Even It Out" δεν θα ξεχαστούν εύκολα. Παρατήρηση, βέβαια, που λειτουργεί και ως δείκτης, αποκαλύπτοντας ότι άξιζε, μάλλον, να δοθεί περισσότερος χώρος στη συνεργασία με τους Trent Reznor & Atticus Ross.
23. Arooj Aftab, Vijay Iyer & Shahzad Ismaily: Love In Exile [Verve]
Η φωνή της Arooj Aftab, το πιάνο του Vijay Iyer, το μπάσο και τα πλήκτρα του Shahzad Ismaily. Η Δύση, η τζαζ και η Ανατολή –ως σαγήνη για τα δικά μα αφτιά, ως μήτρα για τους τρεις συντελεστές. Οι οποίοι μπορεί να ηχογράφησαν στη Νέα Υόρκη, μα κατάγονται ή προέρχονται από το Πακιστάν και την Ινδία.
Στο "Love In Exile" η μουσική φαίνεται, συχνά, σαν να αιωρείται, δημιουργώντας χώρους για να ελιχθεί η ήρεμη, σταθερή φωνή της Aftab. Η αίσθηση μιας ατμοσφαιρικότητας προκύπτει έντονη, αλλά δίχως τις κλισέ συνδηλώσεις που ίσως φανταζόμαστε διαβάζοντας τη συγκεκριμένη λέξη: χρησιμοποιείται ως βάθρο ανάδειξης μιας αργόσυρτης πνευματικότητας ("Sharabi", "To Remain/To Return" ), που όμως δεν χάνεται σε δυσθεόρατους ακαδημαϊσμούς –αντιθέτως, επιθυμεί να κουβεντιάσει για την αγάπη και την απώλεια, απηχώντας τις qawwali και ghazal παραδόσεις του Πακιστάν. Εδώ, βέβαια, παίζει ζωτικό ρόλο και η χρήση της γλώσσας Ουρντού, η οποία τίθεται σε δημιουργική αντίστιξη με τα πιο Δυτικά στοιχεία των κομματιών.
22. Sparks: The Girl Is Crying In Her Latte [Island/Universal]
Δεν ξέρω –και να σας πω την αλήθεια δεν καταλαβαίνω, κιόλας– πώς γίνεται να βγάζουν οι Sparks έναν δίσκο γεμάτο με τόσο χαρισματικές μελωδίες, μα να μην χωράνε σε διάφορες "επιδραστικές" λίστες με 50+ επιλογές. Η μόνη αιτία που μπορώ να σκεφτώ είναι ότι καταχωρούνται ως "παλιοί", οπότε μένουν έξω από τα όποια παίγνια "σχετικότητας" των καιρών μας.
Ωστόσο, με όρους ατόφιας ακρόασης και ποπ απόλαυσης, το φετινό πόνημα των αδερφών Mael διαθέτει τραγούδια της στόφας του "Veronica Lake", του "Nothing Is As Good As They Say It Is" ή του "Take Me For A Ride", που σε έναν πιο δίκαιο λιστόκοσμο θα έβγαζαν άνετα νοκ-άουτ κάτι δισκάκια με ένα πολύ καλό κομμάτι γύρω από το οποίο στριφογυρνάνε άλλα δυο-τρία μετριοσυμπαθητικά. Το μόνο του αληθινό έγκλημα είναι ότι παραβγήκε μεγάλο σε διάρκεια χωρίς να υπάρχει δημιουργικός λόγος, πράγμα που επιφέρει μια κρίσιμη ανισομέρεια.
21. Ryuichi Sakamoto: 12 [Commons & Milan]
Συναισθανόμενος ότι το Τέλος της διαδρομής ήταν κοντά, ο Ryuichi Sakamoto αποφάσισε να βαδίσει σε ένα μοναχικό μονοπάτι. Προίκισε λοιπόν το "12" με οργανικά κομμάτια χωροταξικώς απλωμένα, πάτησε τα πλήκτρα του πιάνου δίχως να καμουφλάρει μια αίσθηση θλιμμένης κούρασης, χρησιμοποίησε τα ηλεκτρονικά με σπάνια αντίληψη περί ambient ποιοτήτων, έπαιξε με οξυδερκείς επαναλήψεις μοτίβων κι επένδυσε σε έναν διάχυτο μινιμαλισμό.
Κάτι πεντάστερες υπερβολές και κάτι 9άρια στα 10 δεν πρόσφεραν κανέναν ουσιώδη φόρο τιμής στη μνήμη του, ωστόσο είναι αλήθεια ότι έφυγε για τον παντοτινό "sheltering sky" των μεγάλων αναμνήσεών μας με έναν δίσκο που θύμισε γιατί τον συγκαταλέγουμε στους σπουδαίους σύγχρονους συνθέτες.
20. El Michels Affair & Black Thought: Glorious Game [Big Crown]
Ως ηγετική μορφή των σπουδαίων Roots, ο Black Thought είναι από τους πλέον αρμόδιους για να συμμετάσχουν στον ανοιχτό διάλογο της χιπ χοπ κουλτούρας με το πολυτιμημένο soul παρελθόν. Γι' αυτό και συγκατοικεί αρμονικότατα με τους ρυθμούς των El Michels Affair, ανεβάζοντας κατά πολύ τον πήχη των συνηθισμένων τους καταθέσεων, χάρη στο στιβαρό του ραπ και στην ποιότητα της στιχουργικής του.
Το "Glorious Game", βέβαια, δεν εντάσσεται στα άλμπουμ που προσπαθούν να κυνηγήσουν το αύριο: τα εκφραστικά μέσα των συντελεστών του αποτυπώνονται ως παγιωμένα, ενώ η γενικότερη ματιά είναι στραμμένη προς τα πίσω. Κομμάτια, όμως, σαν το ομώνυμο του δίσκου ή το "Grateful" επιβάλλονται εύκολα και στο σύγχρονο σκηνικό, ενώ η γενικότερη ποιότητα της κατάθεσης και η λάμψη του Black Thought φτάνουν και περισσεύουν ώστε το αποτέλεσμα να ψηλώσει και να διακριθεί σε μια χρονιά δίχως κοσμογονικά πράγματα στο μαύρο πεδίο.
19. RVG: Brain Worms [Ivy League & Fire]
Γίνεται να παίζεις (κι εσύ) post-punk εν έτει 2023 και να καταφέρεις να πας λίιιγο πιο πάνω (έστω) από το συνηθισμένο αναβιωτικό ταβάνι; Γίνεται, ναι. Αρκεί να σε "καίει" το είδος, να είσαι σε θέση να γράψεις γερά κομμάτια που να μην καταγράφονται ως άρτιες αναπαραγωγές στυλ και να έχεις ένα "κάτι" δικό σου να προσθέσεις στο όλο μπέρδεμα.
Τιμώντας, μεταξύ άλλων, το μεγάλο alternative παρελθόν της πατρίδας τους, οι Αυστραλοί RVG γράφουν βαρυκόκαλα κιθαριστικά τραγούδια σαν το "Midnight Sun", το "Squid" ή το "Nothing Really Changes", ενώ πετυχαίνουν διάνα και στο αίτημα συμπερίληψης των καιρών μας, έχοντας μια τρανς ως μπροστάρισσά τους. Και δεν είναι απλά θέμα τύπων και μοδάτης πολιτικής ορθότητας: η Romy Vager αποδεικνύεται φωτιά στο μικρόφωνο, διαθέτει αξιοθαύμαστα αποθέματα εκφραστικότητας και ανεβάζει κατηγορία τόσο το γκρουπ της, όσο και το υλικό του.
18. Noname: Sundial [ανεξάρτητη έκδοση/Awal Recordings]
Ελάχιστοι φετινοί δίσκοι έχουν το στιχουργικό περιεχόμενο του "Sundial", το οποίο, από πολλές απόψεις, τιμά τη χιπ χοπ κουλτούρα στην πιο ποιητική, αντισυμβατική και συγκρουσιακή της υπόσταση. Ιδωμένο από μια τέτοια ματιά, λοιπόν, το δεύτερο άλμπουμ της καλλιτέχνιδας από το Σικάγο δεν μπορεί παρά να βρίσκεται κάπου στα 20 πρώτα του 2023: η ανοιχτή της κριτική στη Beyoncé, στον Kendrick Lamar και στη Rihanna, όπως εκφράζεται στο "Nameshake", είναι από τα σπουδαία στιγμιότυπα της χρονιάς –πόσο μάλλον εφόσον συμπεριλαμβάνει, τελικά, και την ίδια τη Noname, η οποία, όσα κι αν υποψιάζεται ή βλέπει, δεν αποφεύγει να παίξει με τους όρους του παιχνιδιού που επιβάλλει η βιομηχανία του θεάματος.
Την ίδια στιγμή, πάντως, καίρια ερωτήματα μένουν δίχως απάντηση, αφήνοντας έτσι το "Sundial" σε κάπως χαμηλές πτήσεις (εντός, πάντα, ενός πλαισίου διακεκριμένων δίσκων): μουσικά, δηλαδή, συμβαίνουν λιγότερα από όσα θα έπρεπε, οι καλεσμένοι εύκολα κλέβουν την παράσταση στο ραπάρισμα –που δεν συγκαταλέγεται στα μεγάλα ατού της Noname– κι εσύ μένεις να αναρωτιέσαι αν είναι περισσότερο ποιήτρια, τελικά, παρά ράπερ.
17. Smoulder: Violent Creed Of Vengeance [Cruz Del Sur Music]
Το βήμα αριθμός 2 το περίμεναν πολλοί, ύστερα από τον μικρό σεισμό που δημιούργησε το ντεμπούτο τούτης της καναδικής πεντάδας, πίσω στο 2019. Ωστόσο το "Violent Creed Of Vengeance" έφερε μια μικρή απογοήτευση, αφενός επειδή οι συνθέσεις είχαν σκαμπανεβάσματα έμπνευσης, αφετέρου γιατί τα σήμα κατατεθέν φωνητικά της Sarah Ann Vincent κάπου απώλεσαν τις σωστές ισορροπίες.
Από την άλλη, αν και τέτοιες παρατηρήσεις αφήνουν τους Smoulder στα σχετικώς χαμηλά, δεν γίνεται να αμελήσεις το πυρακτωμένο τους ατσάλι, τη συμμετοχή του Michael Moorcock, τα κύματα πώρωσης που δημιουργούν οι εξάρσεις της Sarah Ann ή τον συνδυασμό μιας καλπάζουσας επικότητας με doom καταβυθίσεις. Ακόμα και με τις αδυναμίες του, το "Violent Creed Of Vengeance" παραμένει ένας από τους πιο αξιοπρόσεχτους δίσκους που άφησε η φετινή χρονιά, όσον αφορά αυτό το νέο/παλαιό heavy metal στυλ.
16. Iggy Pop: Every Looser [Gold Tooth/Atlantic]
Δεν ξέρω πότε ακριβώς αποφάσισαν ορισμένοι "ταγοί" ότι δεν μας αφορά, πια, το rock το οποίο ποιεί ο Iggy Pop, ίσως με το σαθρό επιχείρημα ότι βγαίνει τόση καινούρια μουσική, ώστε πού χρόνος να ασχολούμαστε με καλλιτέχνες του παρελθόντος –την ώρα, εντωμεταξύ, που στο pop/rock πεδίο τα περισσότερα απ' όσα ακούμε αποκαλύπτονται διαρκώς ως ασκήσεις στυλ πάνω σε πράγματα ειπωμένα όταν έπρεπε, θολώντας επικίνδυνα τα "σύνορα" μεταξύ παλαιού και νέου.
Άσχετα με το πού οδηγεί μια τέτοια συζήτηση, πάντως ή με το τόσο/όσο της συμβολής του Andrew Watt στα τερτίπια της παραγωγής, φωτοβολίδες σαν το "Frenzy" και κυρίως ο απολαυστικά επιθετικός τρόπος με τον οποίον ο Iggy Pop κραυγάζει "Fuck the regency, fuck the regency" (στο "The Regency"), είναι πράγματα τα οποία αποδεικνύουν την αλήθεια εκείνου του γνωμικού που θέλει τον παλιό να είναι αλλιώς, ό,τι κι αν κάνει ο εκάστοτε νέος. Επίσης, πρόκειται για πράγματα που εξακολουθούμε να τα χρειαζόμαστε, σε έναν 21ο αιώνα διαρκούς χλιαροποίησης του rock 'n' roll.
15. Billy Woods & Kenny Segal: Maps [Backwoodz Studioz]
Ο Billy Woods –που, παρεμπιπτόντως, μας έρχεται για πρώτη φορά και στην Ελλάδα, το 2024– είναι ο κάτοχος του νούμερο 1 της περσινής μας ανασκόπησης. Αυτό, με τη σειρά του, οδηγεί σε δύο βασικά συμπεράσματα για το πώς βλέπει το 2023 η συγκεκριμένη λίστα: πρώτον, συνιστά επιτυχία του Αμερικανού ράπερ το ότι καταφέρνει, τόσο σύντομα, να βγάλει μια δουλειά με ποιοτική στάθμη ικανή να τον μπάσει εντός (και) της φετινής 20άδας. Δεύτερον, ότι το "Maps", παρά τους υπερενθουσιασμούς ορισμένων, είναι δίσκος αισθητά κατώτερος του "Aethiopes".
Σε κάθε περίπτωση, αυτό που έχει σημασία είναι η πρόθεση του Billy Woods να εξερευνά το χιπ χοπ φάσμα με μια τόλμη που δεν θα έπρεπε να θεωρείται δεδομένη για έναν ράπερ με 20 χρόνια στο κουρμπέτι. Εδώ, λοιπόν, (ξανα)συναντά τον DJ και παραγωγό Kenny Segal και φτιάχνει ένα concept album για το τι σημαίνει να είσαι μουσικός ευρισκόμενος σε περιοδεία: πεδίον δόξης λαμπρό για τη γερή του στιχουργική, αλλά και για το βίωμα που εμποτίζει τον τρόπο με τον οποίον μαρσάρει στο μικρόφωνο. Ο γενικότερος παλμός, ωστόσο, κάπου καρδιοχτυπά, ενώ έντονη αποτυπώνεται και η αίσθηση μιας πορείας που προσπαθεί μεν να ανοίξει δρόμους, μα δίχως να φτάνει τελικά κάπου.
14. Yellow Eyes: Master's Murmur [Sibir]
Ξανοιγόμενοι στα ανοιχτά νέων αναζητήσεων, οι Νεοϋορκέζοι Yellow Eyes φτιάχνουν εδώ ένα περίτεχνο υφαντό απόκοσμης θλίψης και μελαγχολίας, το οποίο ακροβατεί μεταξύ του black metal, του darkwave των 1980s, της dungeon synth αισθητικής και μιας ερεβώδους, ακουστικής folk. Δεν διστάζουν, μάλιστα, να πάρουν ακόμα και ακραίες (για τον χώρο τους) αποφάσεις ηχητικών προσμίξεων, όπως συμβαίνει ας πούμε με τα field recordings ...τζιτζικιών που σε υποδέχονται στην έναρξη του "When Jackie's Lamps Have Showed".
Επιπλέον, η μεθοδολογία των σχεδόν ψιθυριστών ερμηνειών δημιουργεί υποβλητικό κλίμα ("Master's Murmur"), το οποίο κάνει τα αμιγώς metal στοιχεία της μουσικής τους να φαντάζουν ακόμα πιο καυτερά, ειδικά όταν αναδύονται αναπάντεχα, σαν σύντομη, μα σαρωτική έκρηξη ηφαιστείου (π.χ. "The Ritual Is Gone"). Έκανα μεγάλο λάθος που έχασα τη φετινή τους συναυλία στην Αθήνα, ελπίζω να το διορθώσω κάποτε.
13. Boygenius: The Record [Interscope]
Πήρε μια πενταετία ζυμώσεων και δοκιμών στις Julien Baker, Phoebe Bridgers & Lucy Dacus, μα τελικά τα κατάφεραν. Μπορεί οι προσωπικές τους δουλειές να μένουν λιγότερο ή περισσότερο βαλτωμένες στη χλιαρότητα της επίκαιρης indie τραγουδοποιίας που υπερ-προωθείται από τον Τύπο των καιρών μας, αλλά ο πρώτος τους κοινός δίσκος αποκαλύπτεται ως τόπος αληθινών alternative συγκινήσεων, με πραγματικό αισθητικό βεληνεκές.
Είναι, άραγε, ο όμορφος τρόπος με τον οποίον ενώνονται οι φωνές τους, κουβαλώντας μνήμες από το παρελθόν της rock, μα και folk τραγουδοποιίας –όπως π.χ. το "Without You Without Them", με τους bluegrass απόηχους; Είναι ο υπόγεια παλλόμενος δυναμισμός των Boygenius δημιουργιών, ο οποίος δεν βγαίνει μεν ποτέ μπροστά, μα ανθεί πίσω από ντελικάτους, ήσυχους ρυθμούς και επαναληπτικά μοτίβα στις κιθάρες; Είναι οι στίχοι, που, αν και ακολουθούν την ατομοκεντρική λογική του σύγχρονου indie, δεν πέφτουν στην παγίδα της ομφαλοσκόπησης; Η απάντηση βρίσκεται, μάλλον, στο "όλα αυτά μαζί", καταδεικνύοντας τη χημεία που έχει αποκτήσει τούτη η τριπλέτα.
12. Foo Fighters: But Here We Are [Roswell/RCA]
Συμπαθώ σταθερά τους Foo Fighters, θεωρώ τον Dave Grohl μία από τις πιο αξιοσημείωτες περσόνες στο rock όπως εξελίχθηκε από τα '00s κι έπειτα, μα ποτέ δεν είχα σκεφτεί να βάλω κάποιον δίσκο τους στα "της χρονιάς", με μόνη εξαίρεση το "Wasting Light" του 2011. Όμως το "But Here We Are" έρχεται να τα αλλάξει όλα αυτά. Ακόμα και τώρα που έχω πάρει τις αποφάσεις μου, πάντως, δεν ξέρω το γιατί.
Φταίει κάτι βαθύ, που πυροδοτήθηκε εντός της παρέας αυτής από τον περσινό χαμό του Taylor Hawkins, δίνοντας νέα φλόγα και έξαψη στα τραγούδια τους; Ή φταίει το ότι βρισκόμαστε σε μια χρονική καμπή όπου γκώσαμε πια από την indie πλαδαρότητα του "new rock", οπότε αισθανόμαστε απελευθερωτικά καθώς μας λούζει ο δυναμικός ηλεκτρισμός των ηλεκτρικών κιθάρων του γκρουπ, τα ξεσηκωτικά χτυπήματα των ντραμς και οι εκρήξεις των ερμηνειών του Grohl; Σε κάθε περίπτωση, πέρα από new και old βλακείες, εκείνο το rock που ξεσηκώνει και σε κάνει να αγοράζεις εισιτήρια για συναυλίες όπου δεν πάνε μόνο 15 εκλεκτοί και μυημένοι είναι εδώ, alive 'n' kicking.
11. Jean-Luc Guionnet & Will Guthrie: Electric Rag Live [Superpang]
Άγριο, εξερευνητικό και συνειδητά ατίθασο απέναντι στην ηχητική νόρμα, το άλμπουμ αυτό διατηρεί τη δέσμευση του Γάλλου συνθέτη και (άλτο) σαξοφωνίστα Jean-Luc Guionnet στην αληθή φύση του μουσικού πειραματισμού. Συνάμα, όμως, γιορτάζει και την 15ετή του δράση στο πλευρό του Αυστραλού ντράμερ Will Guthrie, ρίχνοντας την κοινή τους σύμπλευση στα βαθιά, πέρα δηλαδή από τα όσα συμβαίνουν συνήθως στο πλαίσιο του συγκροτήματος The Ames Room.
Experimental, noise, free jazz ή ελεύθερος αυτοσχεδιασμός; Το "Electric Rag Live" προτιμά να μη δεσμεύεται σε μία ταμπέλα, μα να τσαλαβουτά κατά το δοκούν (και ενίοτε ...εξοντωτικά!) σε όλες τις παραπάνω κατευθύνσεις, αναζητώντας την περιπέτεια. Την οποία και βρίσκει, αποτελώντας ένα μικρό κόσμημα για τον χώρο του.
10. Miley Cyrus: Endless Summer Vacation [Smiley Miley/Columbia]
Με αιχμή του δόρατος το παγκόσμιο μέγκα-χιτ "Flowers" ή, αλλιώς, το πιο ωραίο ποπ τραγούδι του 2023, η Miley Cyrus φτάνει στον καλύτερο δίσκο μιας πραγματικά άνισης καριέρας. Χωρίς να κλείνει το μάτι στο τρέχον indie σαν την Taylor Swift, να κρύβεται πίσω από τις ηλεκτρονικές βιτρίνες του DJ Kotze, να φτιάχνει τις μπαλάντες της σαν τη Billie Eilish, να μιλάει με τον σοφιστικέ τρόπο της Noname ή να της συγχωρείται το αφελές εφηβικό παρελθόν, όπως στην περίπτωση της Olivia Rodrigo. Ωστόσο, για όσους τέλος πάντων μπορούν να απολαύσουν την ποπ στην πιο mainstream εκδοχή της, δίχως alt ή avant άλλοθι, το "Endless Summer Vacation", αν και όχι αλάθητο, διαθέτει βάθος και πέρα από τα 1,5+ δις Spotify plays του "Flowers".
Περιλαμβάνει, δηλαδή, περισσότερα καλοστημένα κομμάτια (π.χ. "Handstand", "Used To Be Young") και πιο εύληπτες, μελωδικές ανοιχτωσιές από διάφορα πιο προβεβλημένα άλμπουμ με ποπ στοχεύσεις και ταυτότητα. Πάνω απ' όλα, όμως, έρχεται σφραγισμένο από την προσωπικότητα της Miley Cyrus στον ερμηνευτικό τομέα. Μια τραγουδίστρια συγκεκριμένη μεν, που όμως δεν θα μπερδέψεις με κάποια άλλη, η οποία μπορεί και επικοινωνεί την αμερικανιά της σε πρώτο πλάνο –το "Wonder Woman" άνετα το έλεγε ντουέτο με τη νονά της– χωρίς να χρειάζεται τους (θελκτικούς, κατά τα λοιπά) θεατρινισμούς της Lana Del Rey.
9. Marthe: Further In Evil [Southern Lord]
Το πιο εύστοχο σχόλιο το διάβασα στο Facebook, από την Ελένη Φουντή: "απαισιότατη σαν τη Βάντα", την κακιά βασίλισσα που στοίχειωνε τον παιδικό κόσμο του Σπορτ Μπίλυ με το σατανικό της γέλιο. Πράγματι, κάπως έτσι αποτυπώνεται σε εξώφυλλο και μικρόφωνο η εκπληκτική κιθαρίστρια των Ιταλών Horror Vacui, η οποία ξανοίγεται εδώ σε σόλο μονοπάτια, παίρνοντας κεφάλια με την κοχλάζουσα ορμή της και την ακατέργαστη αγριάδα της.
Η ίδια η Marthe περιγράφει το άλμπουμ ως "black punk" –και όση αλλεργία κι αν έχεις στις συνεχείς μουσικές ταμπέλες, δύσκολα θα βρεις κάτι πιο εύστοχο ώστε να περιγραφεί τούτο το μικροσύμπαν από μαύρο μέταλ, (anarcho)punk "βρωμιά" και 1980s new wave σκοτεινιά, την οποία αποκαλύπτει η διασκευή στο "Sin In My Heart" των Siouxsie & The Banshees. Το γεγονός ότι όλα αυτά σερβίρονται με μια φεμινιστική, αντιφασιστική και ανά περιπτώσεις μισανθρωπική ρητορική, απλά προσθέτει ταιριαστές ψηφίδες σε ένα ούτως ή άλλως αξιολάτρευτα μοχθηρό οικοδόμημα.
8. Thantifaxath: Hive Mind Narcosis [Dark Descent]
Άλμπουμ πυκνό, ερεβώδες, γεμάτο βασανιστικά riffs και άγριες κραυγές. Είναι αλήθεια, βέβαια, ότι στα εξωτερικά του χαρακτηριστικά μπορεί να μοιάζει με αρκετά άλλα πονήματα, προερχόμενα από τη σφαίρα όσων ποιούν καναδικό/βορειοαμερικάνικο black metal. Όποιος στήσει αφτί, ωστόσο, θα διαπιστώσει ότι δεν είναι έτσι.
Εδώ, η αμαυρωμένη κληρονομιά κοινωνείται με ιδιαίτερα αρτίστικο τρόπο (τα τέμπο του "The Lost Kingdom Of Wolves", λ.χ. ή τα όσα συμβαίνουν στο "Sub Lilith Tunnels), αλλά και με μια φωνητική οργή της οποίας νιώθεις τόσο τη σκοταδιασμένη λύσσα, όσο και τα σάλια που της τρέχουν, πάνω στη φρενιασμένη της μανία ("Surgical Utopian Love"). Σε ακόμα μεγαλύτερο βάθος, μάλιστα, υπάρχει και ποιητικότητα στους στίχους των Thantifaxath, αλλά και στοχασμός πάνω στο ατομικό, το συλλογικό και το παράλογο.
7. Anohni & The Johnsons: My Back Was A Bridge For You To Cross [Secretly Canadian]
Δεν λέω, έχει ίσως τη σημασία του που ανασυγκροτήθηκαν οι πάλαι ποτέ Antony & The Johnsons (με τον Antony Hegarty να αυτοπροσδιορίζεται, πλέον, ως Anohni, έχοντας επιλέξει το θηλυκό φύλο): ήταν ένα από τα γκρουπ των alternative '00s που δεν ξεθώριασε στη μνήμη μας –όπως τόσα άλλα.
Πίσω απ' όλα, πάντως, βρισκόταν και βρίσκεται το ταλέντο της Anohni και οι τόσο ξεχωριστές, τόσο εύθραυστες και τόσο εκφραστικές ερμηνείες της, οι οποίες λάμπουν και στα γνώριμα chamber pop πεδία ("Why Am I Alive Now?"), αλλά ακόμα και πάνω από ένα στρώμα γουστόζικων ηλεκτρικών κιθάρων, όπως στο "Rest". Από εκεί και πέρα, το γεγονός μιας καλοστημένης τραγουδοποιίας με indie βλέψεις, η επίκληση του εξωφύλλου στην ακτιβίστρια Marsha P. Johnson και η δέσμευση των στίχων σε θεματικές απώλειας και κοινωνικής καταπίεσης, απλά προσθέτουν διαστάσεις και παραμέτρους, οδηγώντας αβίαστα το άλμπουμ στα "της χρονιάς".
6. Los Angeles Philharmonic (διευθ. Gustavo Dudamel): Thomas Adès' Dante - live [Nonesuch]
Το 2023 αποδείχθηκε καλή δισκογραφική χρονιά (και) για τα κλασικά πράγματα και η λίστα αυτή θα μπορούσε –η αλήθεια είναι– να έχει περισσότερες επιλογές από τον χώρο. Σίγουρα, πάντως, ακόμα και με ένα πιο "λαϊκό" σκεπτικό, δεν γίνεται να αγνοηθεί αυτό το επίτευγμα, που ενώνει την αναγεννησιακή "Θεία Κωμωδία" του Δάντη με τη σύγχρονη δημιουργική ευφυΐα του Βρετανού συνθέτη Thomas Adès και την εκτελεστική λαμπρότητα της Φιλαρμονικής Ορχήστρας του Λος Άντζελες. Tην οποία ακούμε ηχογραφημένη ζωντανά, να ξεδιπλώνει τα χαρίσματά της στο "Walt Disney Concert Hall" (Απρίλιος 2022).
Εδώ δεν υπάρχει αρκετός χώρος για να θιχτεί η σημασία ενός νέου και τόσο συγκροτημένου κλασικού έργου για μπαλέτο, το οποίο μπορεί να εκκινεί από τον Φραντς Λιστ (βλέπε τη "Dante Symphony", 1857), μα προκύπτει σαφώς σύγχρονο σε πνοή και ματιά, διακρινόμενο λ.χ. από ελεύθερα τέμπο, από μια αίσθηση "μουρμουρητού" στα έγχορδα, αλλά και από μια προσέγγιση σοφιστικέ μα προσβάσιμη, μακριά από τις σειρήνες των avant-garde κατευθύνσεων. Ιδιότητες που πραγματικά ευτυχούν στα όργανα της ίσως πιο περιπετειώδους ανάμεσα στις μεγάλες ορχήστρες των Η.Π.Α., την οποία διευθύνει με ενθουσιώδες σφρίγος ο Gustavo Dudamel.
5. Swans: The Beggar [Young God/Mute]
Δεκάλεπτα τελετουργικά σαν το "Paradise Is Mine", εθιστικά τραγούδια 3,5 λεπτών σαν το "Los Angeles: City Of Death", απλωμένες μα στιβαρές συνθέσεις σαν το "Michael Is Done", κομμάτια που διαρκούν όσο ολόκληρα άλμπουμ άλλων καλλιτεχνών σαν το "The Beggar Lover (Three)". Ο Michael Gira συνεχίζει ακάθεκτος ως κάπτεν του Swans ιστιοφόρου, βγάζοντας δίσκους "αιρετικούς" για ό,τι θεωρείται τάση στο παρόν zeitgeist. Οι οποίοι παραμένουν παγοθραυστικά σαγηνευτικοί, σταθερώς ανήσυχοι και ιδιοσυγκρασιακά επικοινωνιακοί, σε μια εποχή όπου το αγγλοαμερικάνικο rock ομοιάζει όλο και περισσότερο στις Χήνες του Καπιτωλίου.
Κάτι τέτοιο, βέβαια, τους βοηθάει να ξεχωρίζουν με χέρια και με πόδια σε κάθε επιστροφή του Gira στο προσκήνιο, άσχετα αν εξαπολύει ηλεκτρικούς ορυμαγδούς ή ρίχνει τους τόνους, στοχαζόμενος (όπως εδώ) για το Τέλος σε μια σαφώς κολοσσιαία κλίμακα. Είναι μια νέα/παλιά, μα ενδεχομένως και αέναη μανούβρα στο ταξίδι που εκκίνησε εκεί γύρω στο 2010, χωρίς κανείς μας να γνωρίζει, αυτή τη στιγμή, αν προοικονομεί το φινάλε ή αν συνιστά μια αναγκαία ηρεμία πριν τις επόμενες καταιγίδες.
4. Peter Gabriel: I/O [Real World/EMI]
Όπως έχει συμβεί κι άλλες φορές στο παρελθόν, το "I/O" συνιστά την εκδίκηση της καλής δισκογραφίας απέναντι σε όσους βιάζονται να βγάλουν λίστες "της χρονιάς" από τον Νοέμβρη, μη και χαθούν στη διαρκή μάχη των κλικ. Και δεν μιλάμε απλά για καλή δισκογραφία, εδώ, αλλά για μια επιστροφή που δικαίως ιδώθηκε ως θρίαμβος: στο πρώτο του άλμπουμ με φρέσκο υλικό εδώ και 21 χρόνια, ο 73ετής Peter Gabriel λαμποκοπά ως ένας χαρισματικός, αειθαλής δημιουργός.
Είναι συζητήσιμη, βέβαια, η επιλογή του να βγει το "I/O" με τρεις διαφορετικές μίξεις (Bright-Side mix, Dark-Side mix, In-Side mix), με διαφορές που απευθύνονται στους λεγόμενους "χρυσαυτιάδες". Στα επί της ουσίας, ωστόσο, συγχωρείς την όποια φλυαρία αναγνωρίζοντας την πληθώρα ιδεών, κατευθύνσεων και ενορχηστρώσεων που αναπτύχθηκαν στον καμβά αυτών των συχνά υπέροχων τραγουδιών, όπου, μεταξύ άλλων διακεκριμένων συνεργατών, έβαλε το χεράκι του και ο Brian Eno (κυρίως ως μουσικός).
Επίσης, ίσως δημιουργείται μια απορία για το αν θα πρέπει να τοποθετείται τόσο ψηλά στις αποτιμήσεις ένας δίσκος δίχως τη δυνατότητα να αλλάξει το σύγχρονο μουσικό τοπίο. Αλλά κάτι τέτοιο αντιπαρέρχεται εύκολα, απλά αντιστρέφοντας την ερώτηση και κάνοντας τις συγκρίσεις με τα άλμπουμ που υποτίθεται ότι το κάνουν, δίχως να διαθέτουν ούτε το 1/3 από την πολυσχιδή κομψότητα του Gabriel, τις λαβυρινθώδεις του εφορμήσεις στην αρτίστικη ποπ ή το όραμα αναστοχασμού απέναντι σε έναν κόσμο σε κίνηση, ο οποίος ψάχνει καινούριες ισορροπίες ανάμεσα στο σύγχρονο άστυ, τη Φύση και το επερχόμενο ΤΝ μέλλον.
3. Kristo Rodzevski: Black Earth [Defkaz]
Γνώριμοι ήχοι από ταμπουράδες και κιθάρες συναντούν τα τρίχορδα λαούτα sintir των Gnawa του Μαρόκου, δημιουργώντας μια παράδοξη, μα μεθυστική σύζευξη μεταξύ των οικείων μας Βαλκανίων και των ανωσαχάριων άκρων της μακρινής Αφρικής. Σε αυτή τη γέφυρα, μάλιστα, καταφτάνει και ο Bill Laswell, συνεισφέροντας field recordings, μα και τα φώτα του στον τομέα της παραγωγής, δρώντας με έναν τρόπο που μπορεί να παραμένει λίγο υπόγειος, μα αποβαίνει καθοριστικός για τα όσα ακούμε.
Πάνω δε από όλα τούτα τα ήδη ιντριγκαδόρικα, υψώνονται φωνητικά που δεν ξεδιαλύνεις αν ανήκουν σε άνδρα ή γυναίκα (π.χ. "Bilbil", "Kotori"), μα οπωσδήποτε χαρακτηρίζουν τον σαγηνευτικό τρόπο με τον οποίον ερμηνεύει ο Kristo Rodzevski από τη Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας. Μεταμορφώνοντας τα τραγούδια που άκουγε μικρός στα γλέντια του τόπου του σε κάτι διεθνές, φρέσκο, σύγχρονα λαϊκό, μα και εκλεκτικό μαζί. Συγχαρητήρια στη θεσσαλονικιώτικη Defkaz που επωμίστηκε αυτή την κυκλοφορία, διαλέγοντας κι ένα εικαστικό του "δικού μας" Αναστάσιου Μπαμπατζιά για το εξώφυλλό της.
2. PJ Harvey: I Inside The Old Year Dying [Partisan]
Αν και η διάθεσή της για διαρκή κίνηση και αναζήτηση έγινε σχεδόν καθολικώς σεβαστή, η 2010s εικόνα της PJ Harvey με ένα σαξόφωνο στο χέρι υπήρξε πλήγμα για όσους την αγάπησαν ως alternative κορίτσι των 1990s, ενώ δίσκοι σαν το "White Chalk" (2007) και το "Let England Shake" (2011) δίχασαν και προβλημάτισαν ακόμα και όσους δεν σταμάτησαν να την (εκ)τιμούν.
Το "I Inside The Old Year Dying", ωστόσο, φαίνεται να βάζει αρκετά πράγματα στη θέση τους, πείθοντας ευρύτερα για τη δυνατότητα της Αγγλίδας δημιουργού να υπάρχει με τους όρους που επιθυμεί, ακόμα κι αν έτσι βάζει δύσκολα στον εαυτό της και στο κοινό. Πρόκειται, άλλωστε, για ένα άλμπουμ με επίπονο τοκετό, το οποίο πάλεψε για να φτάσει στις ισορροπίες που ακούμε μεταξύ του επικού ποίηματος "Orlam" (της ιδίας), των μουσικών της αναζητήσεων και της μερικώς αυτοσχεδιαστικής συνεισφοράς των παραγωγών Flood και John Parish στο τελικό αποτέλεσμα.
Δύσβατο ανά σημεία, μα πάντα σαγηνευτικό, διανοουμενίστικα αινιγματικό, ίσως, για το μέσο κοινό, μα όχι και απρόσιτο, το άλμπουμ αυτό ανθίσταται στους συνήθεις τετραγωνισμούς των αποτιμήσεων, κατορθώνοντας να μαγνητίζει την προσοχή και τις αισθήσεις ακόμα και σε κομμάτια σαν το "All Souls", που ίσως σε πρώτη εντύπωση φανούν δευτερεύουσας σημασίας. Το αμιγώς μουσικό τερέν δεν έχει καμία σχέση με τα αναμασήματα που επικρατούν στο επίκαιρο rock –αξιοποιώντας (μεταξύ άλλων) ηλεκτρικές και nylon string κιθάρες, samples, λούπες, variophon, τρομπόνια και field recordings– ενώ τα κοντράλτο χαρίσματα της PJ Harvey χρησιμοποιούνται πολύ εύστοχα. Συνεισφέροντας στην εμπειρία ενός μοναδικού δίσκου, ο οποίος δεν διστάζει να αναφερθεί ακόμα και στον Elvis Presley ("A Child's Question, August"), δίχως καμία νοσταλγική αναπαραγωγή στυλ.
1. Le Cri Du Caire: Le Cri Du Caire [Murailles Music]
Όπως λέει και το γνωστό τραγούδι "το πέλαγος είναι βαθύ", πράγμα που αληθεύει (ασφαλώς) και για τα μουσικά αρχιπελάγη. Ο αγγλοαμερικανικός Τύπος δεν το αντιλαμβάνεται πάντα, ωστόσο ζώντας στην Ελλάδα –στο μεταξύ Δύσης και Ανατολής, δηλαδή– θα έπρεπε να έχουμε καλύτερη κατανόηση αυτής της απτής αλήθειας και να μην ιδρώνουμε μπας και χάσουμε τις τρέχουσες τάσεις στην Αμερική. Πολύ απλά, γιατί έτσι διαφεύγουν και από το δικό μας ραντάρ δίσκοι σαν τον ομώνυμο των Le Cri Du Caire.
Η ουσία του "Le Cri Du Caire" αρθρώνεται σε έναν ανατολικοδυτικό μουσικό σκελετό, αφού εδώ συνυπάρχει η νεανική Αίγυπτος που εξεγέρθηκε μεν κατά την Αραβική Άνοιξη, μα δεν χώρεσε στα πολιτικά σχήματα τα οποία την ακολούθησαν, μαζί με την προωθημένη Γαλλία των τελευταίων δυο-τριών δεκαετιών, αλλά και την τζαζ μιας παλιότερης, σαφώς "μαύρης" Αμερικής. Ψυχή του δίσκου είναι ο Abdullah Miniawy: ένας τραγουδιστής με αληθινά καθηλωτική έκφραση, που σε καρφώνει στη θέση σου και σε βάζει να ακούσεις ακόμα κι αν δεν καταλαβαίνεις γρι από τα όσα λέει, ο οποίος πλαισιώνεται από το σαξόφωνο του Peter Corser, την εγνωσμένης αξίας τρομπέτα του Erik Truffaz κα το τσέλο του Karsten Hochapfel.
Πάντως, ακόμα κι αν ορίσουμε, δικαίως, την jazz και τη world ως ακρογωνιαίους λίθους, το άλμπουμ διαφεύγει της κατάταξης, ακριβώς γιατί η φωνή του Miniawy οδηγεί και σε περαιτέρω δρόμους, καθώς αναπαριστά την κραυγή (le cri) ενός ανήσυχου Καΐρου, κοσμικού μα και θρησκευτικού, ανακατεύοντας ποιητικές διαθέσεις και σύγχρονο λόγο με τεχνικές προερχόμενες από τις ψαλμωδίες των Σούφι. Δημιουργεί, έτσι, μια ατμόσφαιρα εξίσου μυστηριακή με την αχλή που σκεπάζει τα πέτρινα μνημεία του εξωφύλλου, κάνοντάς σε να νιώθεις σαν να περπατάς σε ένα σημείο όπου το παμπάλαιο ανακατεύεται με το επίκαιρο, καταργώντας το χρονικό φράγμα.