Σαν τη Δημοκρατία, που συμπρωταγωνίστησε στο επί δύο ημέρες sold out Ηρώδειο, έτσι και οι συναυλίες του Διονύση Σαββόπουλου δεν έχουν αδιέξοδα –για να θυμηθούμε τη διάσημη ρήση του Παύλου Μπακογιάννη, ο οποίος δεν αναφέρθηκε στον ρου της βραδιάς, μα ήταν κι αυτός μια φιγούρα της Μεταπολίτευσης. Μπορεί, δηλαδή, και να συγκινηθείς, και να γελάσεις, και να τραγουδήσεις, και να στριφογυρίσεις άβολα, και να πλήξεις, και να θελήσεις να βγεις Ηπείρου & Αχαρνών να τον γιουχαΐσεις (αντιστρέφοντας τους ρόλους του "Σαν Τον Καραγκιόζη), μα στο τέλος θα είσαι βέβαιος για τη σούμα σου· για το αν σου άρεσε ή δεν σου άρεσε.
Σίγουρα, επίσης, ο Σαββόπουλος μερίμνησε για τις παραμέτρους της εμφάνισής του. Δεν έστησε, λ.χ., μια γιορτή για τη Μεταπολίτευση γενικώς: ο τίτλος ήταν "Η Δική Μας Μεταπολίτευση", άρα υπήρχε πρίσμα και πλαίσιο, όπου χώρεσαν και τονίστηκαν συγκεκριμένα πράγματα, κινούμενα σε έναν άξονα που νιώθει να τον αφορά. Ούτε πρότεινε ένα θέαμα σαββοπουλοκεντρικό. Εκκινώντας με την ορχήστρα να παίζει τις μελωδίες του "Καλημέρα Ήλιε" και του "Θα Σε Ξανάβρω Στους Μπαξέδες" –δύο μη δικών του δημιουργιών– η βραδιά απέκτησε εξαρχής έναν ευρύτερο ουρανό, στον οποίον εγκολπώθηκαν, έπειτα, τα άσματα και οι ιστορίες του. Αναπόφευκτα, τώρα, ως ζῷον πολιτικόν, θα σχολίαζε και ποικιλοτρόπως. Έτσι κι έκανε, με έναν λόγο που, χωρίς να γίνει διχαστικός, εξέπεμψε στίγμα συμπαθειών και αντιπαθειών, δημιουργώντας πεδία και για ταυτίσεις, μα και για αντιπαραθέσεις. Γιατί όχι, άλλωστε; Δεν είναι αυτά εκ των ουκ άνευ, στο τερέν της δημοκρατίας;
Να πούμε, ασφαλώς, ότι στον όλον σχεδιασμό έπαιξε σημαντικό ρόλο η πλαισίωση. Ο Σαββόπουλος, δηλαδή, ήρθε στο Ηρώδειο με διαλεχτούς μουσικούς, στηριζόμενος στο πιάνο του Σταύρου Λάντσια, στο μπάσο του Γιώτη Κιουρτσόγλου, στα ντραμς του Μιχάλη Καπηλίδη, στα πνευστά του Θύμιου Παπαδόπουλου (και στην τρομπέτα του Μάνου Θεοδοσάκη), στην ηλεκτρική κιθάρα του Σάκη Ντοβόλη, στο μπουζούκι του Δημήτρη Ρέππα και στο ακορντεόν του Θάνου Σταυρίδη. Παράλληλα, μόνιμη επί σκηνής παρουσία είχε και η 29μελής μεικτή Χορωδία της ΕΡΤ (σε διεύθυνση Μιχάλη Παπαπέτρου), σε μία από τις καλύτερες και πιο ουσιαστικές της συμπράξεις, απ' όσες έχει τύχει να παρακολουθήσω: πρόσφερε συνοδευτικό βάθος και σφρίγος με τη φωνητική της υπεροπλία, έλαμψε, όμως, κι όταν αφέθηκε να πρωταγωνιστήσει στο "Κοίτα Με Στα Μάτια" του Μάνου Χατζιδάκι και στο "Προσκύνημα" του Σταύρου Ξαρχάκου, μέσω των οποίων η βραδιά έκλεισε το μάτι στα προμεταπολιτευτικά γεγονότα του Πολυτεχνείου.
Δεν πήγαν όλα πρίμα, πάντως. Ο ίδιος ο πρωταγωνιστής ξεκίνησε με "Ρεζέρβα" (1979), να λέει το υπέροχο "Για Τα Παιδιά Που 'Ναι Στο Κόμμα", με μια φωνή που τρόμαξε με τις ραγισματιές της και χάθηκε στις εντάσεις των οργάνων. Ευτυχώς ήθελε απλά ζέσταμα, όπως απέδειξε η συνέχεια. Στην οποία ο Σαββόπουλος τραγούδησε τόσο ωραία, ώστε έπεισε για εκείνο που δήλωσε, ότι, κάθε που πιάνει καλοκαίρι, αισθάνεται λες και ξαναγίνεται 16 με 17 χρονώ. Σοκ, επίσης, ήταν ο Γιώργος Νταλάρας στο "Για Την Κύπρο": ζορισμένος, θολός, αντί για τον θαλερό τραγουδιστή που ξέρουμε, εξαιτίας μιας λοίμωξης των πνευμόνων. Αλλά, όπως είπε και ο Σαββόπουλος, είναι σαμουράι, όσον αφορά τη δουλειά. Με το που τον είδα, λοιπόν, να έχει ξανά το γνώριμό του χαμόγελο, επιστρέφοντας στη σκηνή μετά το διάλειμμα, ήξερα πως την είχε βρει την άκρη. Κι όντως, ακόμα και με λοίμωξη, τις πέτυχε τις υπερβάσεις και στάθηκε ωραιότατα, με την "Ωδή Στον Γεώργιο Καραϊσκάκη" να θυμίζει τις εποχές του Ζήτω Το Ελληνικό Τραγούδι.
Αλλά κι αυτό το διάλειμμα, αχρείαστο δεν ήταν; Έσπασε τη ροή της συναυλίας και δεν ξέρω αν πρόσφερε πράγματι κάτι, έτσι όπως δημιούργησε άβολα πήγαινε-έλα σε ένα Ηρώδειο ήδη πελαγωμένο από τις ανεβασμένες θερμοκρασίες και το sold out. Επιπλέον, κάποιοι καλεσμένοι δεν ευστόχησαν. Ο Χρήστος Θηβαίος ήρθε να αποδώσει άσματα που ζητούσαν φόρτιση και ορμή (π.χ. "Ζαβαρακατρανέμια", "Όχι Δεν Πουλάμε"), μα, δίχως να κάνει κάτι λάθος, μου φάνηκε λίγος: βρέθηκα να πλήττω στο "Τα Λόγια Και Τα Χρόνια", παρότι πρόκειται για τραγούδι που αγαπώ πολύ. Ο Πάνος Μουζουράκης, πάλι, πέρασε και δεν άγγιξε ως Λάμαχος στα αποσπάσματα από τους "Αχαρνής". Μόνο μετά, εκεί λίγο που πήρε πάνω του το "Σαν Τον Καραγκιόζη", άκουσα κάτι δυνητικά ενδιαφέρον. Σκεπτόμενος ότι κάπως εξαργύρωσε, τελικά, εκείνη την "Audition Στον Διονύση Σαββόπουλο" (2007), η οποία παραμένει ό,τι πιο ενδιαφέρον έχει κάνει σε επίπεδο δισκογραφίας. Γιατί να μην έρθει ο MC Yinka να ραπάρει τον Λάμαχο; Θα ήταν και μια κίνηση με περισσότερη σημασία.
Οι λοιποί καλεσμένοι, πάντως, έλαμψαν με την παρουσία και τις επιδόσεις τους, χαρίζοντας πλάτος και ουσία στα τραγούδια που τους έλαχαν. Το Ηρώδειο χειροκρότησε θερμά τη Μαρία Φαραντούρη, την οποία ο Σαββόπουλος οδήγησε ο ίδιος στο μικρόφωνο, αλαμπρατσέτα, μιλώντας μας για τον καιρό που την πρωτογνώρισε, όταν σύχναζαν αμφότεροι στον Σύλλογο Φίλων Ελληνικής Μουσικής, στο 94 της Σόλωνος. Κι εκείνη ανταπέδωσε με το εύρος της φωνής της να δονεί τα αρχαία μάρμαρα στο "Δρόμοι Παλιοί", με το οποίο ο τραγουδοποιός θέλησε να τιμήσει τις μελοποιήσεις του Μίκη Θεοδωράκη σε Μανόλη Αναγνωστάκη στον δίσκο "Μπαλάντες" –τον οποίον ομολόγησε ότι έσπευσε να αγοράσει όταν βγήκε (1975), θεωρώντας ότι κόμισε μια διαφορετική πρόταση εντός του αλαλάζοντος μεταπολιτευτικού κλίματος.
Θαυμάσια στάθηκε όμως και η Μελίνα Τανάγρη, η οποία κατέφτασε εν μέσω των ατμοσφαιρικών μωβ φωτισμών του Περικλή Μαθιέλλη ώστε να ξαναθυμηθεί τους "Αχαρνής", αφού ήταν κι εκείνη παρούσα στις παραστάσεις στη μπουάτ "Ρήγας" (Δεκέμβριος 1976). Όπου μερικές φορές έπεσε και κράξιμο, όπως τόνισε ο Σαββόπουλος, αφού ορισμένοι θερμόαιμοι δεν το πήραν καλά που σατίριζαν τις μεγαλοστομίες της Μεταπολίτευσης. Το παρών έδωσε και ο Μανώλης Μητσιάς, ο οποίος πήρε πολλές φορές τη συναυλία πάνω του, πότε με τη φωνή του, πότε με τους τρόπους του, πότε με το κέφι του. Ευθύς με το που τον είδαμε, λ.χ., έπιασε να τραγουδά "Μ' Αεροπλάνα Και Βαπόρια", δημιουργώντας καντάρια συγκίνησης, όπως συνέβη κι αργότερα, όταν είπε το "Ένα Όμορφο Αμάξι Με Δυο Άλογα" του Γρηγόρη Μπιθικώτση. Όταν, δε, έφτασε η ώρα του "Πολιτευτή", έγινε ένας διαφορετικός Μητσιάς, γεμάτος σκέρτσο και πείραγμα, όπως ακριβώς άρμοζε στους στίχους.
Ο Σαββόπουλος ήξερε να κάνει λίγο στην άκρη σε τέτοια στιγμιότυπα ή να μπαίνει απλά σε συνοδευτικό ρόλο, συμπεριφερόμενος ως υποδειγματικός οικοδεσπότης. Ήξερε, όμως, και πότε ερχόταν η δική του ώρα, όταν όλα τα μάτια θα 'ταν στραμμένα πάνω του κι εκείνος θα είχε το ελεύθερο να στήσει το πλέγμα ιστοριών και τραγουδιών που τόσο αγαπά. Η διήγηση ξεκίνησε μεσάνυχτα 24ης Ιουλίου 1974, με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή να φτάνει αεροπορικώς από το Παρίσι, δημιουργώντας πανηγυρικό κλίμα στην Αθήνα. Αργότερα, όμως, συμπεριέλαβε και τα χρόνια της δικτατορίας, με τον τραγουδοποιό να αναπολεί, για παράδειγμα, τον Αλέκο Παναγούλη και το Κίνημα του Ναυτικού, όπως και προσωπικές του περιπέτειες.
Κλήση στην οδό Ζαλοκώστα, ας πούμε, για το "Ζεϊμπέκικο". Να ζητούν οι λογοκριτές διευκρινίσεις για το βρώμικο του ψωμιού, να αποπειράται εκείνος να εξηγήσει την ποιητική μεταφορά, να μην βλέπουν με καλό μάτι τον στίχο "σ' αυτόν τον τόπο", να αντιπροτείνουν "σ' αυτόν τον κόσμο", να του καλαρέσει κι εκείνου, τελικά –οπότε να τα βρίσκουν κάπου στη μέση. Δεν ήταν πάντα έτσι, βέβαια, γιατί η "Ωδή Στον Γεώργιο Καραϊσκάκη", λ.χ., προοριζόταν για τον Τσε Γκεβάρα, κάτι που δεν επρόκειτο να περνούσε. "Σκέφτηκα, λοιπόν, ότι δεν θα πείραζε τον οπλαρχηγό της Ρούμελης να κρύψει τον κομαντάτε", μας είπε, με το Ηρώδειο να ξεσπά σε γέλια. Έκανε καλά που τα διηγήθηκε όλα τούτα, απέναντι σε μια ιντερνετική εποχή όπου ο Τύπος γράφει πολλές λεονταριστικές ανακρίβειες περί της χουντικής λογοκρισίας. Γιατί θύμισε ότι τα πράγματα δεν ήταν μονολιθικά στο τι μπορούσε, ίσως, να περάσει, τόνισε δε και το πολύ σημαντικό, ότι "λογοκρισία υπήρχε και πριν, αλλά και μετά τη Δικτατορία".
Ορθώς, επίσης, ο Σαββόπουλος ανέπτυξε κι έναν προβληματισμό για το πότε έληξε, αν έληξε, η Μεταπολίτευση. Υπάρχει μεν η τυπική χρονολόγηση, την οποία ορίζει το Σύνταγμα του 1975. Αλλά υπάρχει και μια πιο ψυχολογική ενατένιση, η οποία τη θέλει ergo in progress μέσα στα χρόνια, που εξακολουθεί να "τρέχει". Εν μέρει, μάλιστα, εγγράφεται και ο ίδιος σε αυτήν την τάση, αφού βάζει την τελεία στις εκλογές του 1981, με το σκεπτικό ότι άνοιξαν τον δρόμο για την κατάργηση των πιστοποιητικών κοινωνικών φρονημάτων, για την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης κατά την Κατοχή, αλλά και για μια διάχυτη αίσθηση ότι οι έως τότε απόκληροι μπορούσαν, πια, να βγουν προς τα έξω και να κάνουν παιχνίδι. Μάλιστα, οριοθέτησε το αίσθημα αυτό επικαλούμενος το θρυλικό Πάρτυ του Λουκιανού Κηλαηδόνη στη Βουλιαγμένη, προσθέτονας ότι οδήγησε και στον πιο χαρούμενο δίσκο της δικής του καριέρας, τα "Τραπεζάκια Έξω" (1983). Δεν είναι τυχαίο που στεφάνωσε το medley αναγνωρίσιμων μεταπολευτικών τραγουδιών του δεύτερου μέρους με "Τον Χειμώνα Ετούτο".
Το medley αυτό, τώρα, επιχείρησε να προβάλλει διάφορα πρόσωπα του ελληνικού πενταγράμμου κατά τη Μεταπολίτευση, περιλαμβάνοντας άσματα, λ.χ., τα οποία άκουγες παντού –σαν τον "Δρόμο" του Μάνου Λοΐζου– μα και κομμάτια εκφράζοντα την ελαφρότητα της καθημερινότητας, που συγκατοικούσαν με τους κοινωνικοπολιτικούς θούριους της Αριστεράς: εκεί που άκουγες το "Έτσι Πρέπει Να Γίνει", ας πούμε, με τη Μαρία Δημητριάδη να υπερθεματίζει για την ανάγκη να γίνει κόκκινη η γη, να 'σου και η "Λούλα" του Θέμη Ανδρεάδη. Ή και ο ίδιος ο Σαββόπουλος με το "Ντιρλαντά", το οποίο προξένησε σεισμό χειροκροτημάτων και ιαχών στο κατάμεστο Ηρώδειο.
Σωστή η όλη φιλοσοφία, αλλά, αφενός, το medley κάπου κούρασε με τη διαρκή αποσπασματικότητά του, αφετέρου φάνηκε κομμένο και ραμμένο στο τι παρακολουθούσε και προτιμούσε ο ιθύνων νους, ξαναθυμίζοντας, έτσι, ότι βλέπαμε τη "Δική Μας Μεταπολίτευση"· με τον πληθυντικό να αποβαίνει, μάλλον, της μεγαλοπρέπειας, στην περίπτωση αυτή. Ο Σαββόπουλος έκανε λόγο, λ.χ., για το "ροκ του μέλλοντός μας", όμως, πέρα από μια ωραία ιστορία για τον Donovan και τον Michael Wadleigh (σκηνοθέτη του "Woodstock") που ήρθαν να τον δουν όταν έπαιζε στο "Rodeo" με τα Μπουρμπούλια, δεν συμπεριέλαβε τίποτα το ποπ/ροκ στο όλο medley –δεν χώραγε κάπου και το "Ξέσπασμα" του Παύλου Σιδηρόπουλου, αλήθεια; Επίσης, αγνόησε εντελώς τον Τόλη Βοσκόπουλο: έναν σπάνιο σταρ για τα εγχώρια δεδομένα, ο οποίος μια χαρά εξέφρασε τα όνειρα εκείνων των πιο λαϊκών γειτονιών που ήθελαν να ξεφύγουν από τα ζόρια και να "ισιώσουν". Τι, δηλαδή, μόνο του "'60 οι εκδρομείς" κατέληξαν με μπλοκ επιταγών, στα απόνερα όσων έφεραν οι εκλογές του 1981;
Ούτε ήταν όλα καλώς ειπωμένα, επίσης: δίπλα στις σαγηνευτικές ιστορίες συνέβησαν και πράγματα με πιο αμφιλεγόμενο αποτύπωμα. Φυσικά και θα αφιερώσεις κάτι –το "Δρόμοι Παλιοί", εν προκειμένω– στην Πρόεδρο της Δημοκρατίας, όταν έχει έρθει στο Ηρώδειο να σε δει. Χρειαζόταν, όμως, και η φιλοφρόνηση "Πρόεδρος της καρδιάς μας"; Δεν ήταν άλλος ένας πληθυντικός της μεγαλοπρέπειας; Μήπως, επίσης, με τον ορίζοντα των προεδρικών εκλογών να κοντοζυγώνει, κάπου εδώ εμφανίστηκε κι εκείνος ο "πονηρός πολιτευτής", απευθείας από τη Μεταπολίτευση, να πει τα δικά του, καθώς διάφορα δημοσιεύματα ακούνε φωνές αμφισβήτησης της εκ νέου υποψηφιότητας της νυν Προέδρου εντός του κυβερνητικού στρατοπέδου; Σε κάθε περίπτωση, ο Σαββόπουλος έχει το δημόσιο βήμα, όχι μόνο για να πει ό,τι επιθυμεί σχετικά με το θέμα, αλλά και για να εισακουστεί. Η συναυλία δεν ήταν ο κατάλληλος χώρος και χρόνος. Εκτός, βέβαια, αν προεξόφλησε ότι όσοι βρεθήκαμε εκεί ήμασταν ομονοούντες.
Αναλόγως, επίσης, ίσως να προεξόφλησε ότι υπήρξαμε/είμαστε όλοι μικρομεσαίοι, δανειζόμενος έξυπνα τη λέξη από τον Λεωνίδα Κύρκο –που κι εκείνος, βέβαια, την είχε ξεσηκώσει από τη ρητορική του Ανδρέα Παπανδρέου– ώστε να προσδιορίσει τον μεταπολιτευτικό του εαυτό, ξετυλίγοντας, κατόπιν, το αφήγημα ότι ήταν αυτοί οι μικρομεσαίοι που πήραν επ' ώμου την Γ' Ελληνική Δημοκρατία. Οδηγώντας τη σε μισό αιώνα ομαλών κυβερνητικών αλλαγών, σε αντίθεση με το τι συνέβαινε παλαιότερα στη χώρα μας, μα και κρατώντας τα μπόσικα ενάντια στις "λακκούβες", όπως τις αποκάλεσε, μιλώντας φευγαλέα για "ολούθε λαϊκισμό", "εξωκοινοβουλευτισμό", αλλά και για αστυνομική βιαιότητα και για έναν ψηλομύτικο αντιευρωπαϊσμό.
Κάπου εδώ, ωστόσο, ο χαρισματικός τραγουδοποιός παραμπλέχτηκε, θεωρώ, με τον κοινωνικοπολιτικό στοχαστή –και δεν υπήρξε ποτέ ισάξια καλός στον δεύτερο ρόλο. Δρασκελίζοντας, έπειτα, στο επείγον τώρα, κατέφυγε στους στίχους του Αναγνωστάκη, αφήνοντας εμάς, τούτη τη φορά, να ξεδιαλύνουμε το ποιητικώς μεταφορικόν, αντί για τους χουντικούς λογοκριτές μιας παραπάνω ιστορίας. Εν τέλει, επειδή ίσως ένιωσε ότι δεν γινόταν αρκούντως ξεκάθαρος, εναπόθεσε στο προσκήνιο τις λέξεις "κοινοβουλευτισμός" και "ευρωπαϊσμός" και απευθύνθηκε στον κόσμο, λέγοντας πως του "'60 οι εκδρομείς" έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους, με την ευθύνη να περνά, πλέον, στους νέους. Κοίταξα με έκπληξη γύρω μου, γιατί, ως εκείνη τη στιγμή, δεν είχα δει παρά μόνο εκδρομείς του 60 και κάμποσους μεσήλικες (ορισμένοι με τα παιδάκια τους, αν μετράνε). Αλλά δεν διέκρινα νέους.
Δείχνει περιττή η επισήμανση ότι δεν ήμασταν/είμαστε όλοι μικρομεσαίοι, άρα μπορεί να διαφέρουμε στις εκτιμήσεις –δεχόμενοι, π.χ., την αξία της ταξικής κινητικότητας εντός αστικής δημοκρατίας, μα αναρωτώμενοι, συνάμα, μήπως το όλο ξεμύτισμα πραγματώθηκε απότομα κι άγαρμπα. Φυσικά, ο Σαββόπουλος δικαίως αισθάνεται τη Μεταπολίτευση ως "φωτεινό ξέφωτο", κι έχει κάθε λόγο να αποκαλεί "εναλλακτικούς τζιτζιφιόγκους" όσους ξεστομίζουν χαζά συνθήματα για τη χούντα που δεν τέλειωσε το 1973. Μιλάει με παρρησία για τέτοια πράγματα, και καλά κάνει. Για ζητήματα πιο τζιζ, όμως, ο λόγος του θύμισε την αλεπού και τα κρεμαστάρια. Μόνο οικοδόμοι της Δημοκρατίας υπήρξαν οι μικρομεσαίοι του; Ή μήπως και μαστροχαλαστές της; Φταίνε διαρκώς (μονάχα) οι "άλλοι", όπως έλεγε κι ένα άσμα του Κηλαηδόνη; Ο Σαββόπουλος, άλλωστε, ακριβώς επειδή βίωσε δικτατορία, γνωρίζει καλά ότι ο κοινοβουλευτισμός πρώτα νοθεύεται, αποσυνδεόμενος από τη συλλογική υπόσταση, ενδιάμεσα απαξιώνεται και ύστερα εκλείπει. Και η Γ' Ελληνική Δημοκρατία δεν έχει βρει απλά σε μερικές "λακκούβες" από τη Μεταπολίτευση και μετά, μα σε ολάκερα χαντάκια, τα οποία έχουν εγείρει δικαιολογημένες συζητήσεις για την ποιότητά της. Ο δε ευρωπαϊσμός δεν αφορά μόνο τις διαθέσεις του Έλληνα απέναντί του, αλλά και το τι εκπορεύεται από την ίδια την Ευρώπη, ενόσω βαθαίνει ο 21ος αιώνας.
Σκέφτηκα ότι θα άξιζε, ίσως, στο πλαίσιο της συγκεκριμένης συναυλίας, να είχε καλέσει και τον Νίκο Πορτοκάλογλου, να τραγουδήσουν παρέα το "Καλοκαίρι" και να συζητήσουν και για "της Μεταπολίτευσης την καημένη γενιά" ή για τη βαρύτητα απόψεων εξαιρετικά διαδεδομένων, που θέλουν τη γενιά της Μεταπολίτευσης να χαρτογραφεί την ελληνική πορεία προς τη χρεοκοπία. Να είχε φέρει και τον Μικρό Κλέφτη, γιατί όχι; Ώστε να κουβεντιάσουν γιατί, ήδη από το 2009, ράπαρε "οι αληθινοί ένοχοι πήραν φέτος τις εκλογές/άνθρωποι τρέχουν πανικόβλητοι στη ζούγκλα του στρες" –υποθέτω, άλλωστε, ότι του έχει μια εκτίμηση, για να επιτρέψει την εμπλοκή του στο περσινό "Ζεϊμπέκικο ΙΙ", δίπλα στη Μαρίνα Σάττι.
Δεν είναι λίγες οι ενστάσεις μου, λοιπόν, για τα όσα παρουσίασε ο Σαββόπουλος στο Ηρώδειο, υπό τον μανδύα των 50 ετών της Μεταπολίτευσης. Όμως δεν είναι τυχαία ο "Νιόνιος" του μαζικού μουσικόφιλου αισθήματος. Κι αν αστοχεί δώθε κείθε στα θεωρητικά και στα αναλυτικά, παραμένει ένας δημιουργός με ρεπερτόριο μεγάλης κλάσης, που με μια-δυο κινήσεις μπορεί να φέρει τα πάνω-κάτω, ανάβοντας φωτιές.
Για πότε ξέχασα την αποδοκιμασία μου για τα της Προέδρου, ας πούμε, καθώς άρχισε να λέει το απαράμιλλο "Είδα Τη Σούλα Και Τον Δεσποτίδη". Για πότε μας πήρε και μας σήκωσε η ενέργεια του "Σαν Τον Καραγκιόζη", λες και δεν ήταν τραγούδι, μα το κύμα στους τίτλους έναρξης του αυθεντικού "Χαβάη 5-0". Και τι ωραία σχεδιασμένο το γκραν φινάλε, με τη Μπάντα του Πολεμικού Ναυτικού να καταλαμβάνει την ορχήστρα του αρχαίου ωδείου και να συνοδεύει έξοχα στο "Όμορφη Και Παράξενη Πατρίδα", με τον μαέστρο της, τον πλωτάρχη Πολυχρόνη Μιχαλάκη, να διευθύνει από τα σκαλοπάτια των κερκίδων. Δεν ήταν φινάλε-φινάλε, βέβαια, διότι η περίσταση απαιτούσε κάτι λιγότερο ενδοσκοπικό, με πιο έντονο μήνυμα υπέρ ομοψυχίας. Ρόλο που εκτέλεσε άψογα το "Ας Κρατήσουν Οι Χοροί".
Τελικά, λοιπόν, όπως είπαμε και στην αρχή, δεν υπάρχουν αδιέξοδα. Στο κάτω-κάτω, ίσως να μην υπάρχει τίποτα πιο μεταπολευτικό από το να στέκεσαι ενώπιον της Προέδρου της Δημοκρατίας και να τραγουδάς "είμαι 16άρης, σας γαμώ τα λύκεια". Επιπλέον, για ό,τι κι αν γκρινιάξεις, για ό,τι κι αν σε χαλάσει, το ειδικό βάρος των σπουδαίων τραγουδιών του Σαββόπουλου είναι πάντα εκεί, έτοιμο να κερδίσει κάθε παρτίδα. Διότι ανήκουν κι αυτά σε όσα μας ενώνουν σε τούτο τον τόπο, πέρα από τα ξεφαντώματα των κυκλωτικών χορών, τις μνήμες των αυτονομημένων παππούδων της Τουρκοκρατίας και την (εκάστοτε) Εθνική Ελλάδος.