P.O.P. ή Π.Ο.Π., με ελληνική σημαιούλα παραδίπλα. Υπέροχη σύλληψη τίτλου, πολύ ταιριαστή για το φρέσκο ΕΡ της Μαρίνας Σάττι: και περιγράφει το περιεχόμενο με έναν μουσικό όρο (pop) διεθνώς αναγνωρίσιμο, αλλά και παιχνίδι στήνει με το ομόηχο αρτικόλεξο Π.Ο.Π. (Προστατευόμενη Ονομασία Προέλευσης), δηλώνοντας καταγωγή και τόπο. Pop ελληνική, λοιπόν. Όχι pop που θα μπορούσε να έχει παραχθεί οπουδήποτε αλλού, σε μια εποχή που φλυαρεί μεν περί πολυπολιτισμικότητας και υπερεθνικών αναγκαιοτήτων, μα συχνά, στο δια ταύτα, απλώς μαϊμουδίζει τις αγγλοαμερικανικές κατακτήσεις.
Τα έχουμε ζήσει κι εδώ, άλλωστε. (Περίπου) δύο δεκαετίες δεν φάγαμε να ασχολούμαστε με συμπαθείς ή αδιάφορες απομιμήσεις, ευθέως ή ασαφώς alternative, οι οποίες λιβανίζονταν στον Τύπο χάριν ενδοκοινοτικών εντυπώσεων; Περί διεθνούς αποδοχής, δε, ούτε λόγος. Η Σάττι, αντιθέτως, ζει πράγματα που έχουν πολύ καιρό να συμβούν σε Έλληνα τραγουδιστή ή μουσικό: #18, λέει, το "Ζάρι" στο παγκόσμιο Viral Top50 του Spotify, στα 10 δημοφιλέστερα νέα άλμπουμ του κόσμου το Π.Ο.Π./P.O.P., σύμφωνα με τα στοιχεία στις πλατφόρμες. Μπορεί να μη μας πήγε ...τάπα στην Eurovision –την Άννα Βίσση στο #9 το 2006 δεν τη μετράμε στις επιτυχίες, άρα τι λέμε για το #11;– φαίνεται όμως να το κάνει στα μεθεόρτια, καβάλα στο κύμα αναγνωρισιμότητας που της χάρισε ο διαγωνισμός στο Μάλμε.
Όλα αυτά, βέβαια, άσχετα με τη σημειολογία τους ή τα ρεκόρ τους εντός μιας βιομηχανίας, δεν είναι παρά τα γύρω-γύρω μιας αντικειμενικά μεγάλης επιτυχίας, που όμως προξενεί σφοδρές αντιπαραθέσεις γύρω από την αισθητική της ποιότητα και το τι εκπέμπει ως εντοπιότητα. Όσον αφορά τη μουσική, πάντως, τίποτα άλλο δεν συζήτησε με τόσο πάθος ο μέσος Έλληνας των τελευταίων χρόνων, όσο το "Ζάρι" και το "Mama?" των Sin Boy, Mad Clip, Υποχθόνιου & iLLEOo (2019). Ούτε καν τις χιλιάδες θεατών στις αθηναϊκές συναυλίες του ΛΕΞ.
Έχει ενδιαφέρον, έτσι, ότι το "Ζάρι" δεν αφήνεται ως μεμονωμένο single, αλλά τοποθετείται εντός ενός συνόλου (έστω και ψηφιακού, για την ώρα). Το ίδιο είχε συμβεί και με το "Mama?", ως δείκτης, ίσως, ότι κάτι εξακολουθεί να επιμένει από τον τρόπο σκέψης της προ-ιντερνετικής δισκογραφίας, παρά τα άυλα ήθη που επικρατούν. Φυσικά, αποτελεί και μια εύκολη λύση. Ταυτόχρονα, ωστόσο, το Π.Ο.Π. μετατρέπεται στο "EP με το Ζάρι". Εδώ, βέβαια, είναι η στιγμή να πούμε ότι το Π.Ο.Π. δεν έχει μόνο το "Ζάρι", αλλά και το "Tucutum" του 2023, πράγμα που ξαναφέρνει στο προσκήνιο τα της εύκολης λύσης: θέλουμε να βγάλουμε κάτι τώρα που γυρνάει, δεν έχουμε, ίσως, και πολλά έτοιμα, οπότε εν τη ενώσει η ισχύς. Δεν αποτελεί κι έγκλημα, πάντως· έχει ξανασυμβεί.
Ναι, αλλά είναι καλό, τελικά;
Εδώ αρχίζουμε και κολυμπάμε στα βαθιά του εγχώριου 21ου αιώνα, όπου πολλά εξακολουθούν κι αλλάζουν ραγδαία –σαν τις μουσικές αναφορές στα τραγούδια της Μαρίνας Σάττι. Η εγχώρια λαϊκότητα, δηλαδή, ποπ/pop ήδη από τα 2000s όταν σταρ των μπουζουκιών άρχισαν να γίνονται ελαφρότεροι ερμηνευτές με πολλές μπαλάντες (Αντώνης Ρέμος, Νίκος Βέρτης, Κωνσταντίνος Αργυρός εσχάτως κτλ.), φαίνεται να βρίσκεται σε νέο μεταιχμιακό στάδιο: η έντεχνη πλευρά διατηρείται ζωντανή χάρη στη διαρκή απήχηση παλαιότερων εκπροσώπων (βλέπε π.χ. τα φετινά, αλλεπάλληλα sold out του Θανάση Παπακωνσταντίνου), οι πίστες αντεπιτίθενται με τα πανελλαδικά σουξέ της Κατερίνας Λιόλιου, ενώ εντυπωσιακά πλήθη έφηβων αγοριών και κοριτσιών στηρίζουν με ενθουσιασμό trap και χιπ χοπ ονόματα. Στο όλο πλαίσιο, μάλιστα, ίσως να ασθμαίνει πια να χωρέσει και το τμήμα εκείνο του alternative που άρχισε να μιλάει ελληνικά, στοχεύοντας στην ποπ μικροεπιτυχία στην οποία έφτασε λ.χ. ο Pan Pan. Αλλά, όσο κι αν ανοίξουμε τη βεντάλια, η Σάττι δεν δείχνει να έχει έρθει από κάποια από αυτές τις πηγές.
Αντιθέτως, το μουσικό της παρελθόν προκύπτει χαμαιλεοντικό, αφού στροβιλίζεται ανάμεσα σε κλασικές χορωδίες και πιάνο, τζαζ λοξοδρομήσεις, δημοτικά πανηγύρια, Βαλκάνια, Μέση Ανατολή και ποιος ξέρει τι άλλο, με δεδομένο ότι τραγούδησε, κάποτε, και στους "Δαίμονες" του Νίκου Καρβέλα, πλάι στην Άννα Βίσση. Πάντως, αν κάτι με ξετρελαίνει προσωπικά στο "Ζάρι", είναι ακριβώς αυτό: ότι είναι τέκνο ενός κόσμου χλιδανού με την ηροδότεια έννοια, αντάξιο, σε πολλά, ενός γεωγραφικού τόπου που πάντα υπήρξε σταυροδρόμι και συχνά επιβίωνε με νοερές ζαριές, ανήμπορος να σταθμίσει τη φορά των ανέμων, ευχόμενος να μη ζήσει τους μεγάλους πόνους, δανειζόμενος, παράλληλα, ό,τι του γυάλιζε από Δύση και Ανατολή ώστε να στήσει τα γλέντια του, δίχως κανένα άγχος για το θρυλικό "πού ανήκομεν;". Όσα ξένα στοιχεία κι αν εμπεριέχει, είναι ένα από τα πιο ελληνικά τραγούδια των τελευταίων χρόνων. Κι αν στο βάθος του βρίσκεται η μεταπολιτευτική Ελλάς της πλαστικής καρέκλας και του φραπέ, δεν ξέρω ποιος μπορεί να προσβάλλεται όντως από κάτι τέτοιο, πέρα από όσους προτιμούν την ανατολικοδυτική τους κοπτορραπτική για τον τόπο μας ή εκείνους που θέλουν να τον προσδιορίζουν βάσει των εξαιρέσεών του και όχι των κανόνων του.
Μια εμφανής παρατήρηση, λοιπόν, είναι ότι το Π.Ο.Π. δεν διαθέτει κάτι που να μπορεί να συναγωνιστεί το "Ζάρι". Στο θεμελιώδες ερώτημα "αν είναι καλό", η αβίαστη απάντηση λέει πως είναι ενδιαφέρον, έννοια λιγάκι νεφελώδης. Το "Tucutum" έχει κι αυτό, βέβαια, τη δεδομένη του φόρα, αλλά έτσι όπως βρίσκεται να συγκατοικεί με το "Lalalala" σε κάνει πραγματικά να αναρωτιέσαι αν η όλη γοητεία οφείλεται στην ενστικτώδη θέλξη που ασκούν στους εγκεφάλους μας οι ρυθμικές, προγλωσσικές εκφράσεις, απηχώντας τις προϊστορικές χιλιετίες στις οποίες διαμορφώθηκε η γλωσσική/μουσική κουλτούρα του Homo sapiens. Το "Lalalala", επίσης, έχει κι έναν αέρα από Αλίκη Βουγιουκλάκη –άνετα το φανταζόμουν, λ.χ., να ξεκινά με sample από το "Τράβα Μπρος"– και δεν μπορώ να αποφασίσω αν του βγαίνει ή όχι σε καλό. Στα δικά μου τουλάχιστον αφτιά, κάτι υπάρχει και συνάμα κάτι λείπει στα άσματα αυτά. Στο "Lalalala", ας πούμε, μου αρέσει ο στίχος "και τον Χάρο πάτα, πάτα", μα θεωρώ ότι το παραδοσιακό του περιτύλιγμα θα είχε ωφεληθεί, ίσως, αν η Σάττι είχε επιδιώξει να το φτιάξει σε μια συνεργασία με τους Κύπριους Monsieur Doumani.
Το "Στην Υγειά Μας", από την άλλη, προκύπτει ως το πιο βραδυφλεγές τραγούδι του νέου ΕΡ, από την άποψη ότι το προσέχεις περισσότερο με κάθε ακρόαση: έχει μια πλάγια σουξεδιάρικη διάθεση και ωραία φωνητικά, έστω κι αν άλλα του σημεία μοιάζουν λες και πέταξες το "Warni Warni" του Omar Souleyman στα Βαλκάνια –διφορούμενη κρίση, που όμως δείχνει, ξανά, τη διαρκή τραμπάλα την οποία κάνει η Σάττι στα αισθητικά όρια της τρέχουσας αντίληψής μας περί "ποιότητας" και "φτήνιας". Το "Είμαι Καλά!!!!!!!!", πάλι, δεν ξέρεις πώς ακριβώς να το δεις, αφού θέτει μουσικό υπόβαθρο και φωνητικές παραμορφώσεις σε μία από τις στάνταρ διαδικτυακές αφηγήσεις της Κατερίνα Σαλακά, που έχουν γίνει βάιραλ, παρότι πολλοί τις βάζουν απλά για να γελάνε με τις life coach ρήσεις της. Τρολάρουμε; Γουστάρουμε; Λίγο κι από τα δύο; Το ερώτημα εξανεμίζεται δίχως απάντηση, μετά από μόλις 50 δευτερόλεπτα.
Ξεχωριστή κατηγορία απαρτίζει και το "Αχ Θάλασσα" στο φινάλε του ΕΡ, το μόνο, μάλλον, το οποίο επιδιώκει να συγγενέψει με τη Σάττι που μάθαμε στο ξεκίνημά της, με την πολύ όμορφη διασκευή στις "Κούπες" (2016). Εδώ, βέβαια, η εγχώρια παράδοση δεν πρωταγωνιστεί, μα υφέρπει έμμεσα στις φωνητικές γραμμές, τοποθετημένη σε ένα σύγχρονο συνθετικό περιβάλλον, ικανό να επικοινωνήσει και με το έντεχνο και με το indie κοινό (που ταυτίζονται πολύ περισσότερο απ' όσο πιστεύουν). Στο όνομα ενός ρομαντισμού με την πρωταρχική, μη ροζουλί έννοια της μοναχικότητας του ανθρώπου απέναντι στη φύση, ο οποίος θα μπορούσε να ευδοκιμεί περίφημα και σε κάποιο χάραμα στο Αιγαίο, αλλά και σε κάποιο δείλι στις Εβρίδες, βγαλμένος, θαρρείς, από εκείνον τον γλυκόπικρο δίσκο που κυκλοφόρησαν στις αρχές των 1990s οι Ιχνηλάτες Του Ιούρα. Με τον αστερίσκο, ωστόσο, ότι, προσωπικά, δεν το βρίσκω και κανά σπουδαίο τραγούδι. Και πάλι, δηλαδή, επικρατεί το "ενδιαφέρον", σε βάρος του "καλό".
Και μας έμεινε το "Mixtape"· η αληθινή "καρδιά" του Π.Ο.Π., αν αφήσουμε έξω το "Ζάρι". Είναι εδώ όπου η Σάττι δηλώνει ότι μας πήγε τάπα –εξοργίζοντας τα μεσημεριανάδικα– εδώ που ρωτάει αν είχαμε και στο χωριό μας reggaeton, εδώ όπου σατιρίζει τις απαιτήσεις της στιχουργού Εύης Δρούτσα για copyright στα "τα τα τα" κι εδώ που συνεργάζεται με τον Λευτέρη Πανταζή, τον Rack, τον Vlospa, την Έφη Θώδη και τον Oge, πέφτοντας ενθουσιωδώς στην αγκαλιά μιας αισθητικής που για πολλούς μουσικόφιλους αναδύεται εξόφθαλμα όχι μόνο ως trap, αλλά και ως trash. Εδώ, επίσης, είναι που αναρωτιέσαι για πού παίρνει ο άνεμος τη Μαρίνα Σάττι, καθώς καβαλάει μηχανές Γιαμάχα και ραπάρει "Μες στο hype γράφω το κουπλέ/Τίγκα vibe και το στούντιο καίγεται", δείχνοντας να απομακρύνεται από την κόσμια, alternative εξωστρέφεια της "Μάντισσας" (2017) και το φλερτ με τα διεθνή παραδείγματα της Μ.Ι.Α. και της Rosalía, που εν μέρει έθρεψαν και το "Yenna" (2022), όπου, όμως, λίγα διασώθηκαν πέρα από το φλογερό "Σπίρτο Και Βενζίνη". Δεν είναι τυχαίο ότι το άλμπουμ βρήκε θερμή στήριξη από έναν alternative κόσμο που δεν ακούει ελληνική μουσική, μα απογοήτευσε πολλούς από όσους έχουν τριβή με τα εγχώρια κατατόπια.
Το δεκάλεπτο του "Mixtape" φλυαρεί εμφανώς και διακρίνεται από πλήθος ευκολιών, ταυτόχρονα, όμως, κουβαλά και μια ακομπλεξάριστη λαϊκότητα (όχι του πιο σεβάσμιου είδους), που ορθώς εντοπίζει τη συγγένεια μεταξύ των μπουζουκιών του Λευτέρη Πανταζή και των σύγχρονών μας trap, θέτοντάς τα αμφότερα σε ένα φόντο εξωστρεφώς πανηγυριώτικο, αφού οι ενορχηστρώσεις επιμένουν να ενσωματώνουν παραδοσιακά όργανα –έστω και με τρόπο "σκυλοπανηγυριώτικο", που κορυφώνει, ασφαλώς, στο κατά Έφη Θώδη "Γλύκα Γλύκα". Αν είχε σαμπλαριστεί κάπου και ο Παναγιώτης Μιχαλόπουλος στα "ντιριντάχτα, ντιρι-ντιριντάχτα" του, θα είχε ενωθεί ακόμα μία δεκαετία στο όλο μείγμα, προσθέτοντας λίγη περισσότερη ίντριγκα. Κάπου μέσα σε όλα τούτα, τώρα, κάτι κερδίζεται, κάτι χάνεται, κάτι (πιθανότατα) τρολάρεται: καθείς ας πάρει τις αποφάσεις του.
Προσπαθώντας, τώρα, να συμμαζέψω κάπως όλα τα παραπάνω σε μια κατακλείδα –έχοντας παράλληλα τη Σάττι του "Tucutum" στ' ακουστικά, να μου θυμίζει πως "Όλο λέτε, λέτε, λέτε/τα 'χετε όλοι χαμένα"– θα γράψω ότι το Π.Ο.Π. κερδίζει μεν στα σημεία, εμπεριέχοντας το "Ζάρι", μα ως σύνολο προκύπτει μπουρδουκλωμένο ανάμεσα στα όσα έκαναν το τραγούδι αυτό σημείο αναφοράς. Υπάρχει μπόλικη ποπ ευφυΐα εδώ πέρα, υπάρχει ένας ολοζώντανος διάλογος εντοπιότητας με επίκαιρες όψεις της Δύσης, υπάρχει η ανάγκη μιας ανερυθρίαστης λαϊκότητας, αλλά και μια πολύ ενδιαφέρουσα αγκαλιά προς ό,τι σνομπάρουμε, συνήθως, ως τέχνη χαμηλής ποιότητας. Κάτι κοχλάζει, λοιπόν, κάνοντας την Ελλάδα να χορεύει μ' έναν τρόπο πιο διονυσιακό και πιο έκδηλα ντόπιο/διεθνή απ' ό,τι φαντάζονταν οι world κοσμοπολίτες που ξεγοφιάζονταν, κάποτε, με το "Disco Partizani" του Shantel (2007). Όμως ακόμα δεν βρίσκει το σουλούπι του, όπως το βρήκε στο "Ζάρι", εν μέρει και στο "Tucutum", αν αφήσουμε παράμερα τις προγλωσσικές πονηριές.
Μου φαίνεται ότι στη Σάττι αρκεί, για την ώρα, να εφορμήσει στο τάιμινγκ, να πατήσει στη διεθνή προβολή και να εξακολουθήσει να διχάζει με τρόπους που ίσως ζήλευαν ακόμα και οι Rammstein, δημιουργώντας ένα τζέρτζελο διαρκείας. Επειδή μου αρέσουν αυτά τα τζέρτζελα, θα ρίξω ψήφο εμπιστοσύνης στο Π.Ο.Π. Στην πορεία, ωστόσο, ξέρουμε όλοι, θεωρώ, ότι χρειάζεται να συμβούν (και) πράγματα με πιο βαρυκόκαλη υπόσταση.