Καθώς οδεύαμε προς το τέλος, ο Διονύσης Σαββόπουλος έλαβε θέση μπροστά από τη Συμφωνική Ορχήστρα της ΕΡΤ (σε διεύθυνση Μίλτου Λογιάδη) και τη Μεικτή Χορωδία του Δήμου Αθηναίων και τραγούδησε το "Εμείς του '60", αλλάζοντας τους στίχους του φινάλε, αφού τα 55 έτη του 1989 είναι πλέον 79. Πριν καν ολοκληρώσει, η κατάμεστη αίθουσα "Χρήστος Λαμπράκης" του Μεγάρου Μουσικής του απάντησε με ηχηρό χειροκρότημα. Εμφανώς συγκινημένος, ο τραγουδοποιός γονάτισε πάνω στη σκηνή και ευχαρίστησε τον κόσμο για την αγάπη του.
Ήταν ένα από καρδιάς στιγμιότυπο, που χαρακτήρισε τον συναισθηματικό ορίζοντα αυτής της απόπειρας του Σαββόπουλου, ο οποίος στάθηκε απέναντι στο κοινό που μεγάλωσε μαζί του (κατά κύριο λόγο, όσον αφορά τις ηλικίες της προσέλευσης στο Μέγαρο) και σε κάποιους νεότερους θαυμαστές, πετυχαίνοντας διπλό sold out. Ήδη από τον Δεκέμβρη, μάλιστα, αφού τότε ήταν να γίνει κανονικά η συναυλία. Όμως ο covid-19 είχε διαφορετικά σχέδια, αναγκάζοντάς τον να τη μεταθέσει.
Η παράσταση "Γεννήθηκα στη Σαλονίκη", τώρα, δεν είναι ακριβώς καινούρια, αφού πρωτοπαρουσιάστηκε το καλοκαίρι του 2022 στο Φεστιβάλ Επταπυργίου –με διαφορετικούς συντελεστές. Εμείς, όμως, την είδαμε αναθεωρημένη και συμπληρωμένη. Στα βασικά του, πάντως, το πείραμα μένει το ίδιο: πολυαγαπημένα τραγούδια του Σαββόπουλου μεταγράφηκαν σε εκδοχές για πλήρη συμφωνική ορχήστρα και μεικτή χορωδία από τους Αντώνη Σουσάμογλου & Λάζαρο Τσαβδαρίδη. Και μπορεί η συγκίνηση να μην έλειψε, όμως το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα χωράει αρκετή συζήτηση.
Το πώς θα κυλούσε η βραδιά φάνηκε ήδη από την έναρξη, όταν ο Λογιάδης διηύθυνε την ορχήστρα και τη χορωδία σε μια οργανική σουίτα αποτελούμενη από διάφορες συνθέσεις του Σαββόπουλου, η οποία κορυφώθηκε στη "Θαλασσογραφία", όπου εμφανίστηκε και ο τραγουδοποιός, ενισχύοντας το κρεσέντο με τη δική του φωνή. Η σουίτα αυτή άρεσε ιδιαιτέρως στο πλήθος που κατέκλυσε το Μέγαρο, όμως, παρά την προσοχή με την οποία είχε οικοδομηθεί, καταδείκνυε νομίζω δύο διαφορετικές πραγματικότητες, που δεν θα ήταν τόσο εύκολο να συγκατοικήσουν: ορισμένες δημιουργίες, δηλαδή, φάνηκαν να ευτυχούν στις συμφωνικές τους μεταγραφές· άλλες, ωστόσο, παρεκτράπηκαν σε υπέρ το δέον θορυβώδη μονοπάτια, που έγιναν οδοστρωτήρας για την ταυτότητά τους.
Στο πρώτο μέρος της συναυλίας, βέβαια, οι εντυπώσεις αυτές διασκεδάστηκαν επιτυχώς. Μάλλον επειδή απέναντί μας είχαμε έναν ιδιαίτερα ομιλητικό Σαββόπουλο, ο οποίος, αφού μας χάρισε μια θερμή εκδοχή του "Τι Έπαιξα Στο Λαύριο", θέλησε να μοιραστεί διάφορες ιστορίες από τις οροσειρές του Χρόνου, ανάμεσα στα τραγούδια: για τα περιπετειώδη γεννητούρια του το 1944, για τον μικρό του εγγονό που ήρθε από την Ολλανδία για τη βραδιά, για το ξύλο που έφαγε στα κρατητήρια της Χούντας, για τη "να την πιεις στο ποτήρι" κηδεία του λογοτέχνη Γιώργου Ιωάννου το 1985, για τον Ντίνο Χριστιανόπουλο ο οποίος, αποχαιρετώντας τον το 1963 –τότε που άφηνε τη Θεσσαλονίκη για την Αθήνα– του είπε με την τόσο χαρακτηριστική του φωνή "να προσέχεις, Διονύση, γιατί η Αθήνα είναι γάτα και θα σε κατουρήσει".
Του αρέσει να λέει ιστορίες του Σαββόπουλου. Δεν είναι πάντα όσο γοητευτικός θεωρεί ότι είναι, γιατί μερικές φορές αρκείται στον προκάτ ρόλο ενός σεβάσμιου γέροντα που κολακεύει ένα λίγο πιο πάνω από το μέσο αισθητήριο. Αλλά στη συγκεκριμένη βραδιά η πειθώ και η "μαγεία" του βρίσκονταν όντως στο φόρτε τους. Κάτι που φάνηκε και στο δεύτερο μέρος, όπου σταμάτησαν μεν οι διηγήσεις, όχι όμως και οι σχολιασμοί.
Σε αυτό το τμήμα, ο Σαββόπουλος εμφανίστηκε ενωτικός ως προς τα πολιτικά που τόσο ταλανίζουν τον τόπο μας, με εύγε προς το Κομμουνιστικό Κόμμα για την τιμητική συναυλία που διοργάνωσε στον Σταύρο Ξαρχάκο. Μνημόνευσε όμως και τον εφιαλτικό πόλεμο στην Ουκρανία, παρείχε στήριξη στον αγώνα της Συμφωνικής Ορχήστρας της ΕΡΤ κατά της υποστελέχωσης (γινόταν σχετική διαμαρτυρία έξω από το Μέγαρο, μάλιστα), ενώ έκανε αναφορές και στην προσφυγιά, η οποία, μέσω της Μικρασιατικής Καταστροφής, έθρεψε και τη δική του καθημερινότητα καθώς μεγάλωνε. Γεγονός που έδωσε ιδανική πάσα για μια πανηγυρική εκτέλεση του "Ας Κρατήσουν Οι Χοροί".
Αλλά η αμιγώς μουσική εικόνα δεν αποτυπώθηκε ανάλογα σφιχτή. Ίσως λόγω των αφηγήσεων, στο πρώτο μέρος της βραδιάς οι ισορροπίες κρατήθηκαν πιο πετυχημένα. Στο δεύτερο, όμως, το πράγμα έκλινε προς ένα βαρύ, μεγαλεπήβολο και αρκετά δυσκίνητο αποτέλεσμα. Το οποίο απάλυνε μόνο προς τη λήξη και δεν ταίριαξε με την τραγουδοποιία του Σαββόπουλου, ενώ ύψωσε και εμπόδια στις φιλότιμες προσπάθειες των καλεσμένων του –της Κατερίνας Πολέμη και του Φώτη Σιώτα.
Όπως ειπώθηκε και πιο πάνω, βέβαια, τέτοιες τάσεις ήταν παρούσες ήδη από την εναρκτήρια σουίτα, κάνοντας αισθητή την παρουσία τους και λίγο πιο μετά, όταν π.χ. το αριστουργηματικό "Ζεϊμπέκικο" κατέληξε να ηχεί ως soundtrack για σκηνή του Άρχοντα των Δαχτυλιδιών. Είναι όμως στο δεύτερο μέρος που έγιναν σχεδόν κυρίαρχες, σμπαραλιάζοντας π.χ. το "Είδα Την Άννα Κάποτε" ή το "Στη Συγκέντρωση (Της ΕΦΕΕ)", τραγούδια στα οποία ο Σιώτας πάσχισε μάταια να "σηκωθεί" με ουσιαστικό τρόπο πάνω από τον δεσποτικό βόμβο. Τελικά, βέβαια, κατόρθωσε να λάμψει αργότερα, παραδίδοντας ένα θαυμάσιο, βυζαντινής αισθητικής ιντερλούδιο στο "Εμείς Του '60", καθώς και μια πολύ ωραία προσέγγιση στο "Είδα Τη Σούλα Και Τον Δεσποτίδη".
Η Κατερίνα Πολέμη, από την άλλη, εκκίνησε εκπληκτικά το δεύτερο μέρος της βραδιάς, με μια ονειρικά δροσερή διασκευή στο "Καλοκαίρι", μα δεν πέτυχε κάτι ανάλογο στην υπόλοιπη διάρκεια της συναυλίας –παρότι στη δική της περίπτωση η συνύπαρξη με την ορχήστρα δεν διέθετε έντονους κλυδωνισμούς. Ήταν, ίσως, θέμα μιας γλυκόλαλα άγουρης προσέγγισης, που δεν βρήκε γερά ερμηνευτικά πατήματα στην επικοινωνία της με τους στίχους.
Κοιτώντας βέβαια την τελική "ζυγαριά", οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι μπορεί η συμφωνική προσέγγιση στη σαββοπούλεια τέχνη να αποδείχθηκε συζητήσιμη, ωστόσο δεν στάθηκε και αποτυχημένη. Δίπλα δηλαδή στις ευδιάκριτες αστοχίες, υπήρξαν και οι ολοφάνερες επιτυχίες, όσες δικαίωσαν την εξερεύνηση του εγχειρήματος. Κάποιες αναφέρθηκαν ήδη, μα δεν ήταν οι μόνες. Η "Μαύρη Θάλασσα", λ.χ., στάθηκε μια ευτυχής στιγμή και κέρδισε από την προσθήκη ορχήστρας. Τα "Γεννήθηκα Στη Σαλονίκη" και "Μια Θάλασσα Μικρή" απόκτησαν θεσπέσιο βάθος χάρη στην τελευταία, ενώ στο "Δημοσθένους Λέξις" η όλη συνύπαρξη έβγαλε στην πιο συγκλονιστική στιγμή της βραδιάς: έστω και με μια αισθητή βραχνάδα στο βάθος της φωνής του, ο Σαββόπουλος μας πήρε και μας σήκωσε, θυμίζοντας κάτι από τις βραδιές του στο "Gagarin" τον Μάρτιο του 2013, όπου έδωσε τις ουσιαστικότερες συναυλίες των τελευταίων 20 ετών.
Και υπήρξε και το αναμενόμενο encore, βέβαια. Εκεί σίγησε πια η ορχήστρα, έπαψαν τα παιανίσματα της χορωδίας και είχαμε τον Σαββόπουλο μόνο με την κιθάρα και τη φλογέρα του (ή και χωρίς αυτές), με τον Αντώνη Σουσάμογλου να πιάνει το βιολί και τον Λάζαρο Τσαβδαρίδη να κάθεται στο πιάνο. Λιτά, εντούτοις μαγευτικά πράγματα. Μια μικρογραφία των επόμενων συναυλιών τις οποίες αξίζει να σχεδιάσει ο τραγουδοποιός, τώρα που μάλλον χόρτασε αγάπη και χειροκρότημα αναζητώντας το εὖ ἐν τῷ πολλῷ.