H αμερικανική έκθεση CES σήμερα (10/1) ολοκληρώνεται και περνά στην Ιστορία: όλες οι παρουσιάσεις έχουν λάβει χώρα, όλες οι ανακοινώσεις νέων προϊόντων έχουν γίνει, όλες οι πρακτικές εντυπώσεις του ειδικού Τύπου καταγραφεί και ορισμένες πρώτες διαπιστώσεις δεν είναι δύσκολο πλέον να εξαχθούν - ειδικά αν δεν είναι η πρώτη φορά που γίνονται κατανοητές σε οποιονδήποτε παρακολουθεί τις εξελίξεις του οικιακού κινηματογράφου από κοντά. Και μία από αυτές τις διαπιστώσεις, νομοτελειακά κι αδιαμφισβήτητα, είναι η εξής: οι οθόνες τεχνολογίας OLED για τις οικιακές τηλεοράσεις πλησίαζαν εδώ και καιρό το τελικό τους στάδιο εξέλιξης και - βάσει των όσων επιδείχθηκαν στο Las Vegas την τρέχουσα εβδομάδα - όλα δείχνουν πως το 2020 το έχουν πλέον αγγίξει.
Σχετικές ενδείξεις είχαν, φυσικά, γίνει αντιληπτές στην CES 2019 ή - αν θέλει να είναι κανείς... ανυπόφορα ειλικρινής - και στην CES 2018 ακόμη: τα μοντέλα τηλεοράσεων OLED που είχε παρουσιάσει τόσο η LG (ο μοναδικός κατασκευαστής οθονών αυτής την τεχνολογίας στον κόσμο... για την ώρα) όσο και οι συνεργάτιδές της κατασκευάστριες που αγοράζουν οθόνες από αυτήν, η Sony, η Philips και η Panasonic κυρίως, προσέφεραν παραπλήσιας ή και πανομοιότυπης ποιότητας εικόνα με τα μοντέλα του 2017. Οι επεξεργαστές εικόνας γίνονταν καλύτεροι και ικανότεροι στην εξάλειψη του ενός ή του άλλου είδους ατέλειας, η συνολική φωτεινότητα που μία οθόνη OLED μπορούσε να αποδώσει αυξανόταν κατά μερικές δεκάδες (αντιληπτά ή όχι) nits, όμως η απεικόνιση παρέμενε συνολικά στο ίδιο επίπεδο ποιότητας. Επίπεδο υψηλό, κάθε χρονιά κινηματογραφικά καλύτερο από το υψηλότερο διαθέσιμο σε οθόνες LED/LCD, μα... σταθερά το ίδιο. Και αν υπάρχει κάτι εξ ορισμού αντίθετο με την τεχνολογία ως έννοια, είναι η στασιμότητα.
Fast forward στον Ιανουάριο του 2020 και οι πρακτικές εντυπώσεις τεχνικών δημοσιογράφων που ήλθαν σε επαφή με τηλεοράσεις OLED των κατασκευαστών που πρωταγωνιστούν στην κατηγορία - LG, Sony, Philips, Panasonic - είναι και πάλι αυτή: σε σχέση με τα αντίστοιχα περσινά μοντέλα του καθενός από αυτούς, η ποιότητα απεικόνισης των νέων μοντέλων δεν διαφέρει ιδιαίτερα. Αυτό συμβαίνει είτε επειδή τα νέα μοντέλα αξιοποιούν ακριβώς τις ίδιες οθόνες με τα περσινά (οπότε διαφέρει μόνο ο έλεγχος της εικόνας), είτε επειδή οι οθόνες του 2020 δεν διαφέρουν σε κάτι ουσιαστικό από τις οθόνες του 2019 (οπότε είτε η επεξεργασία έχει παραμείνει η ίδια είτε δεν άλλαξε αρκετά ώστε να επιφέρει διαφορά). Ανάμεσα στις τηλεοράσεις OLED των LG, Sony, Philips και Panasonic μπορεί να διακρίνει ένας τεχνικός συντάκτης διαφορές στην απεικόνιση, αυτές ωστόσο οφείλονται στην διαφορετική "φιλοσοφία" επεξεργασίας ή σε παρεμβάσεις που μπορεί κάθε μία να κάνει στην λειτουργία της οθόνης (θα εξηγήσουμε). Όχι στις οθόνες OLED αυτές καθ' αυτές.
Προς τιμήν της, η LG δείχνει να αναγνωρίζει πως - βάσει φυσικών χαρακτηριστικών σε καθαρά υλικό επίπεδο - μία οθόνη OLED μέχρι ένα συγκεκριμένο σημείο φωτεινότητας μπορεί να φτάσει, μέχρι μία συγκεκριμένη γκάμα του χρωματικού εύρους της απεικόνισης HDR μπορεί να αποδώσει (αφού ξεκινά πάντοτε από το απόλυτο μαύρο). Aπό το 2018 και μετά οι τηλεοράσεις της, λοιπόν, προσθέτουν πιο πολλές "περιφερειακές" και "γενικού τύπου" λειτουργίες, δυνατότητες και ευκολίες, παρά βελτιώσεις στην απεικόνιση αυτή καθ' αυτή. Όπου, δε, γίνονται βελτιώσεις εκεί - με την χρήση ολοένα και ισσχυρότερων υποσυστημάτων ελέγχου της εικόνας - εντοπίζονται κυρίως στην εξάλειψη ατελειών και προβλημάτων. Όμως η συνολική εντύπωση δεν αλλάζει ιδιαίτερα - ειδικά με ποιοτικό υλικό (που πιθανότατα αξιοποιούν οι άνθρωποι που γνωρίζουν γιατί αγοράζουν μία τηλεόραση OLED) σχεδόν καθόλου.
Το πρόβλημα είναι πως η στασιμότητα εξέλιξης των οθονών OLED της LG δεν συμβαίνει... ανεξαρτήτως των εξελίξεων στην αγορά των τηλεοράσεων. Mέσα στο 2020 ο κορεατικός κολοσσός θα γνωρίσει ανταγωνισμό από εταιρείες διάθεσης οθονών OLED, από Κίνα και Ιαπωνία, οι οποίες χρησιμοποιούν άλλη μέθοδο κατασκευής από την δική της (printed OLED). Αυτή η μέθοδος είναι φθηνότερη από την παρούσα της LG κι επιτρέπει την κυκλοφορία στην αγορά σημαντικά περισσότερο προσιτών τηλεοράσεων OLED (για το αν θα προσφέρουν παρόμοιου επιπέδου εικόνα θα πρέπει να επιφυλαχθούμε βέβαια). Πρόσθετες βελτιώσεις, δε, στις τηλεοράσεις τεχνολογίας LED/LCD κατορθώνουν πια να "κρύβουν" σε ικανοποιητικό βαθμό τις αδυναμίες αυτών των οθονών, παράλληλα υπογραμμίζοντας το βασικό τους πλεονέκτημα, την υψηλή φωτεινότητα - η οποία συνεχίζει να εντυπωσιάζει μεγάλο ποσοστό του κοινού και να επηρεάζει τις καταναλωτικές του αποφάσεις.
Τί μπορεί να κάνει, λοιπόν, η LG ώστε να εξασφαλίσει πως οι τηλεοράσεις OLED όχι μόνο θα παραμείνουν στο προσκήνιο αλλά θα διεκδικήσουν καλύτερη θέση στην αντίληψη του κοινού, παρά το τεχνολογικό εμπόδιο εξέλιξης των οθονών αυτών; Για αρχή θα μπορούσε να μειώσει τις τιμές διάθεσής τους στους κατασκευαστές, ώστε πιο πολλά μοντέλα τηλεοράσεων OLED να πλησιάσουν τα επίπεδα κόστους που το ευρύτερο κοινό - έστω, αυτό με κάποιες απαιτήσεις στην ποιότητα εικόνας - θεωρεί προσιτά. Θα μπορούσε επίσης να συνεργαστεί με πιο πολλούς κατασκευαστές όπως κάνει με την Panasonic: να παραχωρεί δηλαδή τις οθόνες OLED "γυμνές", χωρίς κανενός είδους συνοδευτικά ή τροφοδοσία, επιτρέποντάς τους να προσαρμόζουν την απόδοση της οθόνης όπως κρίνουν. Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο η Panasonic προσέφερε υψηλότερα επίπεδα φωτεινότητας στις δικές της τηλεοράσεις OLED, ξεχωρίζοντας από τον ανταγωνισμό με τις ίδιες οθόνες που χρησιμοποίησε κι εκείνος.
Πάνω απ' όλα, ωστόσο, η LG ως ουσιαστικός εκπρόσωπος της τεχνολογίας OLED - αυτή την υποστήριξε εξ αρχής, αυτή επένδυσε πάρα πολλά ενώ οι άλλοι κατασκευαστές στράφηκαν σε άλλες τεχνολογίες, αυτή συνεχίζει να επενδύει σε νέες παραγωγικές μονάδες - οφείλει να θέσει την ολοκλήρωση της τεχνολογικής εξέλιξης των OLED στο σωστό τους πλαίσιο. Ναι, οι οθόνες OLED εκ φύσεως δεν θ' αποδώσουν ποτέ τις... χιλιάδες nits φωτεινότητας που άλλες τεχνολογίες προσφέρουν ή υπόσχονται πως θα προσφέρουν. Αλλά οι OLED δεν χρειάζονταν και δεν χρειάζονται κάτι τέτοιο για να προσφέρουν κορυφαία εικόνα. Έχουν, δε, ν' αντιπαραθέσουν σημαντικό αριθμό από πλεονεκτήματα που οι ανταγωνιστικές τεχνολογίες αντιστοίχως δεν μπορούν να προσφέρουν. Αυτές τις γνωρίζει ο κόσμος που ασχολείται με την οικιακή απεικόνιση και έχει τεχνογνωσία σχετική, μα αυτός είναι ποσοστιαία μικρός σε σχέση με αυτόν που... δεν τις γνωρίζει: το ευρύτερο κοινό δηλαδή.
Οι Αμερικανοί έχουν αποτυπώσει αυτό που πρέπει να κάνει η LG σε ένα απλό γνωμικό: "If you can't change the rules, change the game". Οι οθόνες OLED δεν έχει νόημα να παρασύρονται στο... "κυνήγι για αμέτρητα nits". Δεν είναι αυτός ο κανόνας με τον οποίο θα πρέπει να "παίξουν το παιχνίδι". Και το "παιχνίδι" δεν θα έπρεπε ούτως ή άλλως να είναι η όσο το δυνατόν περισσότερο... εκθαμβωτική εικόνα. Το "παιχνίδι", όσον αφορά στις τηλεοράσεις για τις οποίες συζητάμε, πάντα θα έπρεπε να είναι η απόδοση όσο το δυνατόν πειστικότερης, φυσικής, ρεαλιστικής απεικόνισης σε κάθε είδους οπτικό περιεχόμενο, είτε αυτό είναι ταινίες και τηλεοπτικές σειρές, είτε είναι σπορ, ντοκυμαντέρ ή video games. Αν η LG κατορθώσει να στρέψει το κέντρο του ενδιαφέροντος εκεί, θα έχει "αλλάξει το παιχνίδι". Και μέχρι να συγκρουστεί με την μόνη τεχνολογία που, θεωρητικά μιλώντας, δεν θα έχει αδυναμίες - αυτήν των οθονών MicroLED - έχουμε (πάρα πολύ) καιρό!