Θα περίμενε κανείς πως, με 30 ή 40 διαφορετικούς κατασκευαστές σε ολόκληρο τον κόσμο να σχεδιάζουν και να προωθούν όλων των ειδών τα smartphones σήμερα, οι πωλήσεις των τελευταίων θα καλύπτονταν από πολλούς τέτοιους ή, έστω, από τουλάχιστον μερικούς. Αλλά... όχι: βάσει πρόσφατης έκθεσης που δημοσίευσε η CounterPoint Research, την συντριπτική πλειοψηφία στις πωλήσεις των δημοφιλέστερων smartphones παγκοσμίως ουσιαστικά μοιράζονται μόνο δύο κατασκευάστριες: η Apple και η Samsung. Όχι μόνο αυτό, αλλά η ισορροπία εσόδων και κερδών από τις τεράστιες πωλήσεις που σημειώνουν μόνο αυτές οι δύο εταιρείες έχει αλλάξει σημαντικά, με τρόπο που θα πρέπει να δημιουργεί μεγάλη ανησυχία στον Κορεατικό κολοσσό βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα.
Σύμφωνα με την έκθεση της CounterPoint Research, σχεδόν όλα τα κινητά που συνθέτουν το Top Ten των δημοφιλέστερων στον κόσμο είναι είτε iPhone είτε Galaxy A, με μοναδική εξαίρεση ένα μοντέλο της Xiaomi (το Redmi 12C). Τα στοιχεία αυτά ισχύουν για το τρίτο τρίμηνο της χρονιάς που μάς πέρασε και αναμένουμε να δούμε αν και κατά πόσο άλλαξε κάτι στο τέταρτο τρίμηνο του 2023, που ολοκληρώθηκε μόλις, με την κυκλοφορία του iPhone 15. Έως και την 1η Οκτωβρίου, ωστόσο, οι τέσσερις πρώτες θέσεις του Top Ten ανήκαν σε iPhone, οι επόμενες τέσσερις και η τελευταία σε Galaxy A, ενώ στην προτελευταία βρισκόταν το Redmi. Όπως διακρίνει κανείς εύκολα στον ίδιο πίνακα, αυτή ήταν η εικόνα εν πολλοίς και στα προηγούμενα τρίμηνα του 2023, ενώ παρόμοια ήταν και το δεύτερο μισό του 2022.
Κάτι που επίσης μπορεί να αντιληφθεί κανείς από τον πίνακα είναι πως όλα τα υπόλοιπα κινητά, από όλους τους υπόλοιπους κατασκευαστές, που δεν περιλαμβάνονται σε αυτό το Top Ten είναι εκ των πραγμάτων αναγκασμένα να διεκδικούν... όλα μαζί ένα σχετικά μικρό ποσοστό από την "πίτα" των πωλήσεων smartphones παγκοσμίως. Βάσει στοιχείων που έχουν δημοσιευθεί κατά καιρούς σε άλλες εκθέσεις και αναφορές, το ποσοστό αυτό υπολογίζεται (μιλώντας πάντοτε σε παγκόσμιο επίπεδο και όχι σε κατά τόπους αγορές μόνο) οπουδήποτε ανάμεσα στο 10% και το 20%, ανάλογα με την χρονική περίοδο. Αυτό σημαίνει πως ακόμη και οι επόμενοι π.χ. 5 ή 6 μεγαλύτεροι κατασκευαστές κινητών στον κόσμο διεκδικούν "ψίχουλα" εσόδων στην ουσία, καθώς τα περιθώρια κέρδους στα φθηνότερα κινητά είναι πάρα πολύ μικρά εξ αρχής. Όχι ακριβώς η εικόνα μιας αγοράς που ωφελεί το καταναλωτικό κοινό, με άλλα λόγια.
Υπάρχουν ορισμένα ακόμη συμπεράσματα που μπορεί να εξάγει κανείς μέσα από αυτόν τον πίνακα. Πρώτον, την αφοσίωση των καταναλωτών (brand loyalty) στην Apple δεν την συναντά κανείς πουθενά αλλού ( βάσει στοιχείων που στηρίζονται πια σε έτη ολόκληρα πωλήσεων). Γενικά μιλώντας, το smartphone που αγοράζουν οι άνθρωποι που χρησιμοποιούν iPhone είναι και πάλι νεότερο μοντέλο iPhone (συχνότατα ακριβότερο). Στον κόσμο του Android απλώς δεν υπάρχει αυτό. Δεύτερον, πάρα πολύς κόσμος κρατά όντως πια το smartphone του για πάνω από δύο χρόνια (και ο μέσος όρος βάσει άλλων αναφορών τείνει να πάει στα τρία...), θεωρεί λοιπόν την αγορά νέου τέτοιου σημαντική επένδυση και έτσι δεν διστάζει να καταβάλλει σημαντικά ποσά γι' αυτό: κανένα από τα μοντέλα iPhone της τετράδας δεν είναι ακριβώς φθηνό, με τα μοντέλα Pro/Pro Max κερδίζουν ολοένα και πιο πολύ έδαφος από το 2020 και μετά.
Αυτή είναι μία τάση που σαφώς θα πρέπει να χαροποιεί την Apple, καθώς τα στελέχη της ήταν ολοφάνερο πως σκόπευαν να κερδίσουν όσο μεγαλύτερο ποσοστό γίνεται από το ανώτερο και ανώτατο τμήμα της αγοράς των μοντέρνων κινητών. Η ίδια τάση θα πρέπει να προκαλεί ανησυχία στην Samsung, ωστόσο, τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα, για τον ακριβώς αντίστροφο λόγο: στο μεγαλύτερο τμήμα κάθε ημερολογιακού έτους τις υψηλότερες πωλήσεις τις κάνουν με διαφορά τα φθηνά της μοντέλα - όχι π.χ. τα Galaxy S - τα οποία φθηνά μοντέλα όμως χαρακτηρίζονται από μικρά περιθώρια κέρδους. Τα κορυφαία της μοντέλα κάθε χρόνο σημειώνουν αξιοπρεπείς πωλήσεις στο πρώτο διάστημα της κυκλοφορίας τους, αλλά αυτές σε αριθμό τελικά δεν είναι όσες θα χρειαζόταν για να συμπεριληφθούν στα δημοφιλέστερα παγκοσμίως. Είναι κάτι που η Samsung σαφώς θα ήθελε να αλλάξει, αλλά δεν είναι εύκολο να διακρίνει κανείς πώς ακριβώς θα μπορούσε να το πετύχει αυτό.
Το μόνο βέβαιο σε όλα αυτά είναι το γεγονός ότι η αγορά των smartphones σε παγκόσμιο επίπεδο χρειάζεται απεγνωσμένα περισσότερο υγιή ανταγωνισμό ανάμεσα σε περισσότερες κατασκευάστριες: όπως έχουν τα πράγματα, τόσο στις Δυτικές αγορές όσο και στην Ασία, για διαφορετικούς λόγους, οι επιλογές που έχουν οι καταναλωτές είναι τελικά περιορισμένες στην πράξη καθώς εμπορικοί παράγοντες, παράγοντες κατασκευής και διαθεσιμότητας, συνεργασίες με παρόχους κινητής κλπ. διαμορφώνουν μία εικόνα διαφορετική από αυτή που θα συνέφερε όλους μας. Ας ελπίσουμε πως το 2024 αυτό θα αρχίσει ν' αλλάζει, καθώς τα ολιγοπώλια ιστορικά μόνο αρνητικά έχουν αποδειχθεί, σε βάθος χρόνου ακόμη και για τις εταιρείες που τα απολαμβάνουν. Για να δούμε, λοιπόν!