Ο Βασίλης Στεφανάκης και η Ελένη Σαράντη, των "Diego" και "Lost Athens", ταξίδεψαν χωρίς πρόγραμμα, αλλά με πολύ συγκεκριμένο στόχο, για να γνωρίσουν την αλήθεια του Βιετνάμ μέσα από το φαγητό του, τους ανθρώπους που το ετοιμάζουν, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο το απολαμβάνουν. Αυτό είναι το ημερολόγιό τους, γεμάτο εξωτικό άρωμα και ουσιαστική νοστιμιά. Καλή όρεξη!
Aν το φαγητό είναι η βιτρίνα μιας χώρας, τότε το Βιετνάμ είναι πιο real και από την ίδια τη ζωή. Μια ζωή στο δρόμο, για την ακρίβεια, και στα πεζοδρόμια του Ανόι και της Σαϊγκόν, όπου σπίτια ανοίγουν τις πόρτες τους κι ολόκληρες οικογένειες μαγειρεύουν ό,τι τους έχουν μάθει, όπως ακριβώς τα έμαθαν. Δεν υπάρχει καμία σκέψη για φτιασίδωμα, καμία πρόθεση να το κάνουν να μοιάζει έστω και λίγο πιο θελκτικό από αυτό που πραγματικά είναι. Είναι η ωμή αλήθεια μιας χώρας, σερβιρισμένη στο πιάτο. Η ωμή αλήθεια μιας ζωής που ζήσαμε για 20 ημέρες – μια αλήθεια που όχι μόνο μας λείπει ή θα θυμόμαστε για πάντα, αλλά θα την αναζητούμε στη ζωή μας, ξεκινώντας, πια, από τη χώρα μας.
Το ταξίδι
Τα τελευταία δύο χρόνια έχουμε αποφασίσει να ταξιδεύουμε λίγο διαφορετικά: λίγο πιο απρόβλεπτα. Κλείνουμε μόνο την πτήση για να φτάσουμε στον προορισμό μας και ένα ξενοδοχείο για τις πρώτες 2-3 ημέρες· ούτε εισιτήρια επιστροφής, ούτε ενδιάμεσους προορισμούς. Κι αυτό επειδή, όση έρευνα κι αν κάνεις, όσα references και αν έχεις, η αλήθεια βρίσκεται εκεί που πηγαίνεις, και μόνον εκεί. Προφανώς ξεκινάς με ένα γενικό πλάνο για το ταξίδι σου, αλλά το βασικό σχέδιο είναι να είσαι έτοιμος να αφήσεις τον προορισμό να σου αλλάξει τα πάντα. Δεν ξέρεις ποιον θα γνωρίσεις, τι θα σου πει, πού θα σε στείλει. Δεν μπορείς να τα εκμεταλλευτείς, λοιπόν, αν δεν είσαι ευέλικτος, ειδικά σε τόσο μεγάλα ταξίδια. Έτσι μπήκαμε και στο αεροπλάνο για το Βιετνάμ.
Μηχανάκια παντού!
Αν κάποιος νομίζει ότι η Αθήνα έχει κίνηση και ότι Έλληνες και Ιταλοί δεν ξέρουν να οδηγούν, δεν θα πιστεύει αυτό που θα δει στους δρόμους του Ανόι. Δεν έχουμε δει ποτέ τόσα μηχανάκια, και δεν εννοώ τόσα μηχανάκια σε ένα μέρος, εννοώ τόσα μηχανάκια σε όλη μας τη ζωή! Μαμάδες με δίχρονα παιδιά στο χέρι και ένα σκυλί στα πόδια, τέσσερα άτομα σε ένα glx 125 με δυο κότες αγκαλιά, οδηγοί με κινητό στο χέρι και τσιγάρο στο στόμα – εντάξει, αυτό το βλέπεις και στην Αθήνα. Κοριτσάκια 12 χρονών καβαλάνε σαν τον Βαλεντίνο Ρόσι μηχανάκια σε πεζοδρόμια, μηχανάκια αντίθετα στην κυκλοφορία, μηχανάκια που δεν σταματάνε σε φανάρια, στοπ και, εννοείται, πεζούς. Και όσο για τις κόρνες; Δυο μήνες μετά, ακόμη τις ακούμε στον ύπνο μας! Κορνάρουν για να ξεκινήσουν, κορνάρουν για ν’ αλλάξουν πορεία, κορνάρουν για να χαιρετήσουν, για να βρίσουν, για να σταματήσουν, κορνάρουν για τα πάντα! Δεν νομίζω ότι θα εντυπωσιαστεί κανείς, δε, αν ακούσει ότι για να νοικιάσεις μηχανάκι δεν χρειάζεσαι δίπλωμα – αρκούν 5 ευρώ την ημέρα (νοικιάσαμε σε κάθε πόλη που πήγαμε), ενώ μπορείς και να το αγοράσεις με 300-400 δολάρια. Α, όλοι φοράνε κράνος παρ’ όλα αυτά...
1η στάση: Hanoi
H μάνα μου έλεγε ότι το σκόρδο σκοτώνει τον καρκίνο. Αν αυτό ισχύει, οι Βιετναμέζοι δεν θα πρέπει να παθαίνουν καρκίνο ποτέ. Περισσότερα όμως γι’ αυτό παρακάτω, αφού, όπως καταλάβατε, έφτασε αυτή η ώρα για τον βασικό λόγο που ταξιδεύουμε: το φαγητό και τους ανθρώπους του.
Πρώτη μέρα στο Ανόι, 7 το απόγευμα. Βερμούδες, σαγιονάρες κι έξω στους δρόμους της πρωτεύουσας, για να περπατήσουμε και να δοκιμάσουμε τα πάντα. Είχαμε αποφασίσει το πρώτο μας φαγητό να είναι σε μαγαζί. Εννοώ με πόρτα, τοίχους και τραπέζια. Τα πράγματα στο Βιετνάμ δεν είναι όπως τα έχουμε μάθει. Ο κόσμος μαγειρεύει κυριολεκτικά στο δρόμο. Στην καλύτερη μπροστά από το σπίτι του, στη χειρότερη κλέβοντας ρεύμα από κάποιο ξέμπαρκο καλώδιο. Στο δρόμο πλένονται και τα πιάτα, σε μια σκάφη μερικά εκατοστά από μηχανάκια και πεζούς, αλλά και από ζωάκια που δεν θες να ξέρεις... Είπαμε λοιπόν να ξεκινήσουμε με το μαλακό, σε ένα μαγαζί με στοιχειώδη υγιεινή.
Χόρτα και ψάρι μέσα σε ένα τηγάνι στο κέντρο του τραπεζιού και από κάτω μια εστία που ο σερβιτόρος σε προέτρεπε να χρησιμοποιείς μόνος σου ανακατεύοντας. Δίπλα 5-6 μπολάκια με noodles, φύτρες σκόρδου, τσίλι, φιστίκια και fish sauce. Όλα σε μικρές ποσότητες και ένα δικό σου μιξ στο μπολ. Εκείνη την ημέρα καταλάβαμε τι μας περιμένει: νοστιμιά. Απλή, βαθιά και ουσιαστική.
Εδώ οφείλουμε ένα τεράστιο δημόσιο "ευχαριστώ" σε έναν άνθρωπο που δεν ζει πια: Anthony Bourdain, you are the man. Όλοι έχετε δει μια φωτογραφία του Bourdain με τον Barack Obama να πίνουν μπίρες και να τρώνε σε ένα μαγαζί με κάτι μπλε σκαμπό. Ε, αυτό το μαγαζί είναι στο Ανόι και είναι ΕΠΟΣ. Έξι πιάτα όλα κι όλα, 3 fried rolls, ένα χοιρινό σουβλάκι, vermicelli ρυζιού και βέβαια bun cha, αυτός ο ζωμός με τη fish sauce και τα μυρωδικά, συνδυασμένος με ένα χοιρινό περασμένο από το grill. Στο τραπέζι θα βρεις το άφθονο σκόρδο που λέγαμε, κόκκινες λεπτοκομμένες πιπεριές τσίλι και fish sauce. Καταπληκτικό το φαγητό, καταπληκτικότερο το ότι δοκιμάσαμε τα πάντα με μια μπίρα κι ένα νερό έναντι 8 ευρώ!
Την ίδια μέρα δοκιμάσαμε το διάσημο pho: τη βαθιάς νοστιμιάς ασιατική μοσχαρόσουπα. Το μαγαζί που διαλέξαμε βρίσκεται σε ένα στενό σχεδόν γκρεμισμένο, από το οποίο περνάνε μηχανάκια (αλίμονο). Για την ακρίβεια, είναι τόσο στενό και τόσα τα μηχανάκια, που όσο έτρωγα με χτυπούσαν οι καθρέφτες στην πλάτη. Δυο μοσχαρόσουπες, λοιπόν, σε ακόμη ένα τραπέζι γεμάτο σκόρδο ψιλοκομμένο, τσίλια, μια κόκκινη σάλτσα (προφανώς καυτερή) και λάιμ, παρέα με κάτι σαν ψωμί, από τη γιαγιά του διπλανού μαγαζιού. Πολύ νόστιμο φαγητό, αλλά ζόρικο, θέλει να εκπαιδεύσεις το στομάχι σου για να μπορέσεις να το ευχαριστηθείς. Οι ντόπιοι, πάντως, το έχουν για πρωινό – σκληρό!
TIP
Η υγρασία δεν είναι καθόλου βοηθητική για το jet lag που συνοδεύει το ταξίδι. Ευτυχώς, ο καφές του Βιετνάμ είναι τρεις-τέσσερις φορές πιο δυνατός από τον εσπρέσο και πολύ νόστιμος, ειδικά αν παραγγείλεις τον παραδοσιακό τους με συμπυκνωμένο γάλα, που φτάνει στα όρια του εθισμού.
2η στάση: Da Nang
Tο Ντα Νανγκ είναι το δικό τους Μαϊάμι. Μια παραλιακή λεωφόρος όπου το πιο μικρό κτίριο είναι κοντά στους 50 ορόφους και το μικρότερο μαγαζί χωράει 300 άτομα. Στα ενυδρεία των παραλιακών μαγαζιών κολυμπά αδιανόητη ποικιλία ψαριών, από αστακούς και σμέρνες (μια άτακτη, μάλιστα, παρά λίγο να μας φάει, καταφέρνοντας να πηδήξει από τη γυάλα της), μέχρι τεράστια καβούρια που μοιάζουν με ό,τι κοντινότερο σε δεινόσαυρο έχουμε δει στη ζωή μας.
Σε μια διασταύρωση του περιφερειακού της πόλης, υπάρχει μια καντίνα: 50 καρέκλες και δυο πάγκοι, δηλαδή, κάτω από μια κίτρινη ταμπέλα, με δυο γυναίκες και την πιο γλυκιά γιαγιά που έχω γνωρίσει στη ζωή μου. Η αγάπη της για το φαγητό που έφτιαχνε και το νοιάξιμό της να τρώνε όλοι καλά, καθρεφτιζόταν στα μάτια της, που έλαμπαν από ευτυχία. Θεέ μου, τι φαγητό ήταν αυτό! Δυο πιάτα σε δυο πάγκους κι ένα bahn mi στη μέση: κόκκινη σάλτσα με τρία αβγά, πατέ, αλλαντικά και λουκάνικα, με μια γαλλική μπαγκέτα δίπλα. Αυτό το bahn mi είναι ένα από τα πιάτα που θα μας έβαζαν σε ένα αεροπλάνο για 15 ώρες, να τα ξαναφάμε και να γυρίσουμε πίσω. Προφανώς, μιας κι ήμασταν ήδη εδώ, πήγαμε παραπάνω από μία φορά...
Η επόμενη ημέρα μας βρήκε χαμένους σε ένα ακόμα στενό. Με δυσκολία καταλάβαινες ποιο είναι σπίτι και ποιο μαγαζί, με αρκετή προσπάθεια όμως, στο τέλος ενός δρόμου όπου με το ζόρι χωράνε δυο μηχανάκια, βρεθήκαμε σε μια ανοιχτή κουζίνα με πολλά τραπέζια στο γνωστό μοτίβο. Special Vietnamese pancake έγραφε η επιγραφή κάτω από το Bánh Xèo: μαρούλια, αγγούρια, rice paper, κασάβα, τσίλια σε δυο-τρεις μορφές, παραγγέλνεις εξτρά grill beef ή pork skewers και όλα αυτά τα κάνεις ένα spring roll και τα βουτάς σε ένα ζουμί. ΜΠΟΥΜ, έσκισε! Τρομερό!
3η στάση: Hoi An
Mισή ώρα με ταξί από την Ντα Νανγκ βρίσκεται το Χόι Αν, ίσως το πιο όμορφο χωριό που επισκεφτήκαμε. Δρόμοι συνεχώς πηγμένοι, ποταμάκια με φωτισμένες βαρκούλες και μια τεράστια λαϊκή αγορά, με ό,τι μπορείς να φανταστείς. Εδώ μείναμε ένα βράδυ και καταλήξαμε να φάμε για πρώτη φορά σε μαγαζί που δεν είχαμε διαβάσει, ψάξει ή εντοπίσει με συστάσεις. Μαντέψτε: φάγαμε καταπληκτικά! Ακόμη μία γιαγιά να μαγειρεύει ακόμη ένα φτηνό φαγητό, προσφέροντας ακόμη μία καταπληκτική εμπειρία.
Το φαγητό εδώ είναι κάτι διαφορετικό απ’ ό,τι έχουμε δει στη ζωή μας. Φανταστείτε στη Μάνη ή στην Κρήτη, όλες τις γιαγιάδες μας στη σειρά, η καθεμία με τη δική της κατσαρόλα στο δρόμο να πουλάει το φαγητό της. Εντάξει, αυτό μάλλον θα ήταν καλύτερο απ’ ό,τι στο Βιετνάμ, αλλά εδώ έτσι είναι κάθε τραπέζι, και κάθε πόρτα που ανοίγει σε οδηγεί σε μια διαφορετική οικογένεια.
4η στάση: Saigon
Επιστροφή στο αεροδρόμιο της Ντα Νανγκ με προορισμό τη μεγαλύτερη πόλη του Βιετνάμ και την αγαπημένη της Ελένης (πλάκα κάνω): το Ho chi Minh City, άλλως γνωστή ως Σαϊγκόν. Μια τεράστια πόλη, ό,τι πιο εξευρωπαϊσμένο έχει να επιδείξει αυτή η χώρα, αλλά και γεμάτη παγίδες.
Η πρώτη στην οποία πέσαμε, λόγου χάρη, ήταν το AirBnB μας. Τεράστιο λάθος. Βρόμικο και χωρίς ασανσέρ, το αλλάξαμε την ίδια μέρα με το διπλανό ξενοδοχείο – απαραίτητη λοιπόν η ευελιξία. Βέβαια, το δωμάτιο ήταν μόνο η αρχή: Πρόκειται για την πιο βρόμικη πόλη του Βιετνάμ, με ποντίκια σε μέγεθος ελληνικής γάτας. Βέβαια, γι’ αυτούς μάλλον είναι ρουτίνα, αφού τρώνε με πολλή άνεση το φαγητό που έφεραν από το σπίτι τους έξω από τη δουλειά τους δίπλα στα ποντίκια…
Στη Σαϊγκόν φάγαμε ίσως το χειρότερο και πιο εμπορικό banh mi της διαδρομής μας, η πόλη όμως μας αντάμειψε όταν την αφήσαμε για λίγο, για ένα day trip στο Δέλτα του ποταμού Mekong. Βόλτα με locals σε ποταμούς και παραδοσιακά φαγητά σε χωριά με χειροποίητα γλυκά και πολλές καρύδες. Με έναν καταπληκτικό ξεναγό, που τα αγγλικά του ήταν αδιανόητα αστεία – τόσο που, αν δεν χρησιμοποιούσε τα δάχτυλά του, δεν θα καταλαβαίναμε ούτε καν τα νούμερα.
TIP
Σε αντίθεση με την απλότητα του φαγητού, τα τοπία στο Βιετνάμ δεν έχουν τίποτα απλό, και μια κρουαζιέρα στο Ha Long Bay το επιβεβαιώνει. Εντυπωσιακοί λόφοι ανάμεσα σε καταπράσινα νερά, ολόκληρα χωριά και αγορές που κυριολεκτικά επιπλέουν πάνω στη θάλασσα, σπηλιές και τεράστιες καλλιέργειες από στρείδια. Και μέσα σε όλο αυτό, ντόπιοι να προσεγγίζουν πρωί πρωί τα κρουαζιερόπλοια για να πουλάνε κρυφά οτιδήποτε στους τουρίστες.
5η στάση: Phu Quoc
Το αεροπλάνο που μας έφερε στο Που Κουόκ, ένα νησί στο νοτιότερο σημείο του Βιετνάμ, μας μετέφερε από τη συννεφιά των 25°C στη λιακάδα των 38°C. Στόχος η χαλάρωση, οι πολύ όμορφες παραλίες, με αυτή την εκπληκτική ψιλή άμμο που έχουν αυτά τα μέρη. Η διαμονή σε resort με πισίνα (€ 40 την ημέρα) ήταν ό,τι καλύτερο μας συνέβη σε αυτήν τη χώρα, και σίγουρα αυτό ακριβώς που είχαμε ανάγκη μετά τις περιπλανήσεις μας. Highlight ένα τριώροφο μαγαζί, με έναν τύπο στην είσοδο να κρατάει το πλάνο των τραπεζιών με κάμερες και χαρτάκια, σε ένα μαγαζί με πάνω από 120 τραπέζια! Έξω από το μαγαζί,
ι στο μενού μας αστακοί, καραβίδες, χτένια και διάφορα συνοδευτικά, όλα μαζί κοντά στα € 50. Τελευταίος προορισμός, χωρίς πολλές εκπλήξεις και εντάσεις, το Που Κουόκ μάς χάρισε το γλυκό σβήσιμο που χρειαζόμασταν σε ένα ταξίδι με αμέτρητες εικόνες, οι οποίες δεν μπορούν να αποτυπωθούν σε ένα άρθρο.
Το Βιετνάμ θα είναι το ταξίδι της ζωής μας –μέχρι το επόμενο, φυσικά– με πολλά μέρη που δεν πήγαμε (πώς μπορείς άλλωστε να δεις μια ολόκληρη χώρα σε 20 ημέρες; ). Κάποια στιγμή, όμως, θα βρεθούμε ξανά κάπου εκεί, ανάμεσα σ’ αυτά τα υπέροχα καζάνια με τους μαγικούς ζωμούς και αυτά τα χαμογέλα της ανιδιοτελούς φιλοξενίας. Ένα μέρος που μπορεί να μην είναι για όλους, όλοι όμως πρέπει να το ζήσουν.