
Ο Γιάννος Περγλέγκας επιστρέφει στον Τόμας Μπέρνχαρντ, μετά τις παραστάσεις "Ιμμάνουελ Κάντ" και "Αδαής και παράφρων", για να παρουσιάσει το -ακόμη λιγότερο γνωστό- έργο, "Η δύναμη της συνήθειας". Μάλιστα, αυτή τη φορά συμπράττει με την ομάδα χορευτών και ακροβατών "κι όμΩς κινείται"· μια συνεργασία που δεν είναι τυχαία ούτε γίνεται προς χάριν εντυπωσιασμού, καθώς η ιστορία αφορά έναν θίασο περιπλανώμενων τσιρκολάνων. Κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας είναι ο διευθυντής του τσίρκου, Καριμπάλντι, ο οποίος έχει επιδοθεί με εμμονή –επί 20 και πλέον χρόνια- στην προσπάθεια να παίξει στο βιολοντσέλο το "Κουιντέτο της πέστροφας" του Σούμπερτ, υποχρεώνοντας παράλληλα τα υπόλοιπα μέλη του θιάσου, τον θηριοδαμαστή, τον ζογκλέρ, την μπαλαρίνα, τον κλόουν, να υπηρετήσουν αυτή την "αποστολή", ενώ παράλληλα δεν παύουν να εκτελούν αγόγγυστα τις επαγγελματικές τους υποχρεώσεις στο τσίρκο.

Και εδώ ο Αυστριακός συγγραφέας καταπιάνεται με το αγωνιώδες και σταθερό στην προβληματική του θέμα της καλλιτεχνικής αγωνίας: ένα ζήτημα που αφορά το ρόλο που έχει (ή δεν έχει) η τέχνη μέσα στον παρηκμασμένο δυτικό πολιτισμό, τον πόνο που συνεπάγεται μια καλλιτεχνική "γέννα", αλλά και την αγωνία του καλλιτέχνη για το αποτύπωμα της δουλειάς του. Στην προκειμένη περίπτωση είναι πολύ ενδιαφέρον το γεγονός πως ο συγγραφέας επιλέγει ως πρόσωπα του έργου του όχι κάποιους σημαντικούς καλλιτέχνες (όπως για παράδειγμα στον "Αδαή"), αλλά τους πλέον "περιθωριακούς" εκπροσώπους της καλλιτεχνικής κάστας. Το γεγονός πως τα πρόσωπα του έργου είναι καλλιτέχνες του τσίρκου προσδίδει στο έργο κωμική χροιά και μάλιστα κάτι από το γκροτέσκο, σωματικό χιούμορ που έχουν τα νούμερα του. Παρ’ όλ’ αυτά –και παρά το γεγονός πως ο Μπέρνχαρντ θεωρούσε τη "Δύναμη της συνήθειας" κωμωδία- πρόκειται για ένα δύσκολο κείμενο, δυσπρόσιτο, πυκνό σε νοήματα, γεμάτο ειρωνεία, καθώς και αναφορές που ίσως αποκωδικοποιούνται ευκολότερα από τους Γερμανούς ή τους Αυστριακούς θεατές.

Ο Γιάννος Περλέγκας –που υπογράφει και το σημαντικό έργο της μετάφρασης του έργου- είχε την πολύ ωραία ιδέα να συμπράξει με τους χορευτές/ριες και ακροβάτες/ριες της ομάδας "κι όμΩς κινείται", εμποτίζοντας έτσι στο πυκνό κείμενο συνεχή κινητικότητα και την αίσθηση διαρκούς αιώρησης, στοιχείο που λειτουργεί και συμβολικά, καθώς μοιάζει να εικονοποιεί το μετέωρο, διαρκώς αμφίρροπο ερώτημα της καλλιτεχνικής πράξης αλλά και της ίδιας της ανθρώπινης ύπαρξης. Συνολικά την παράσταση διατρέχει η παιγνιώδης διάθεση, από το γεγονός πως κάθε ρόλος δεν ερμηνεύεται αυστηρά από έναν ερμηνευτή (ακόμη και ο Καριμπάλντι ερμηνεύται κυρίως, αλλά όχι αποκλειστικά, από τον Περλέγκα) μέχρι την αντιστοίχιση κάθε προσώπου με κάποιο σκηνικό αντικείμενο (ένα καπέλο, μία τουτού, μία κούκλα βιτρίνας). Πολύ ωραία λειτουργεί και η ίδια η σκηνή του θεάτρου, που, γεμάτη σκαλωσιές και σκόρπια αντικείμενα, μας μεταφέρει σε έναν μεταιχμιακό τόπο που είναι και χώρος παράστασης και παρασκήνια.

Παρ' όλ' αυτά, ο ιδιάζων λόγος του Μπέρνχαρντ καραδοκεί, με το γνωστό παραληρηματικό ύφος, τους μακροσκελείς μονολόγους και τις ανάλογες αφηγήσεις, με τους ερμηνευτές να αφηγούνται πρώτα κι έπειτα να δρουν, εκτελώντας ό,τι μόλις έχουν αφηγηθεί - στοιχείο που στοιχίζει στη ροή της παράστασης. Όμως είναι όλοι τους εξαιρετικοί, τόσο η Χριστίνα Σουγιουλτζή, που επωμίζεται μεγάλο μέρος από το ρόλο του ζογκλέρ, όσο και τα υπόλοιπα μέλη των "κι όμΩς κινείται", που έχουν περισσότερο σωματική/ακροβατική παρουσία, όπως βέβαια ο Γιάννος Περλέγκας: ερμηνεύει τον Καριμπάλντι μεταφέροντας την προβληματική του συγγραφέα για την καλλιτεχνική αγωνία και όχι μόνο αυτή, καθώς στο έργο ανιχνεύονται και τα υπόλοιπα σταθερά θεματικά μοτίβα του Μπέρνχαρντ για τον ασφυκτικό κλοιό των γονεϊκών προσδοκιών, τη ναζιστική ταυτότητα της Γερμανίας κ.ά.
Περισσότερες πληροφορίες
Η δύναμη της συνήθειας
Η ομάδα χορευτών και ακροβατών «κι όμΩς κινείται» και ο Γ. Περλέγκας ανεβάζουν μια ξεκαρδιστική ελεγεία για το τέλος του ευρωπαϊκού πολιτισμού, για την τέχνη, το γελοίο της ανθρώπινης απόπειρας και τον υφέρποντα φασισμό των συμπατριωτών του, σε μια παράσταση όπου συνυπάρχουν αφήγηση, χορός, μουσική και ακροβατικά. Δύο είναι οι έγνοιες του διευθυντή του περιοδεύοντος τσίρκου Καριμπάλντι: αφενός η επιβίωση της μικρής οικογενειακής του επιχείρησης και αφετέρου η εδώ και 22 χρόνια αποτυχημένη του προσπάθεια να τελειοποιήσει, με τον πενταμελή του θίασο, το «Κουιντέτο της Πέστροφας» του Φραντς Σούμπερτ. Τα άλλα τέσσερα μέλη του θιάσου όμως αποδεικνύονται ανεπαρκή, τόσο στα καθήκοντά τους απέναντι στο τσίρκο, όσο και στην εκτέλεση της υψηλής μουσικής σύνθεσης.