Ο Αμερικανός Σαρ Γουάιτ γράφει για τη μεταιχμιακή περίοδο στη ζωή ενός ανθρώπου, κατά την οποία αρχίζει να χάνει τη συνειδητότητα της ζωής και του εαυτού του. Ηρωίδα είναι η Τζουλιάνα, μια διακεκριμένη νευρολόγος που αρχίζει να εμφανίζει κάποια περίεργα συμπτώματα νοητικών δυσλειτουργιών που την οδηγούν στην υπόθεση πως πάσχει από καρκίνο του εγκεφάλου· τελικά η διάγνωση θα αποδειχθεί διαφορετική, όμως μέχρις αυτού του σημείου ο συγγραφέας έχει συνθέσει ένα εσκεμμένα περίπλοκο έργο, που κινείται σε δύο χρονικά επίπεδα (παρόν και παρελθόν). Βάζει, έτσι, το θεατή σε μια κατάσταση σύγχυσης –ώσπου να διευκρινιστεί τι ακριβώς συμβαίνει–, ίσως για να τον φέρει κοντά στη θέση της ηρωίδας. Αυτό είναι ένα από τα "τρικ" στα οποία καταφεύγει, προκειμένου να προσδώσει διακριτό χαρακτήρα στο έργο του· ένα άλλο είναι τα στοιχεία από το είδος του θρίλερ που υιοθετεί, χτίζοντας ένα κλίμα ασάφειας σχετικά με το τι ισχύει με το διαζύγιο της Τζουλιάνα και του Ίαν, τι συμβαίνει με την αποξενωμένη κόρη του ζευγαριού, ποια είναι η τύχη του σπιτιού τους στο ακρωτήρι κ.ά. Η επιλογή του επαγγέλματος της Τζουλιάνα είναι κι αυτή ένα εύρημα, προκειμένου να ενισχυθεί το ενδιαφέρον: η επιστημόνισσα ενός πεδίου που μελετάει και γνωρίζει τις εγκεφαλικές λειτουργίες έρχεται αντιμέτωπη με την κατάρρευση της δικής της αντίληψης. Όλα αυτά, όμως, μοιάζουν κάπως βεβιασμένα, σαν να αποτελούν μια κατασκευή κι έτσι αδικείται τελικά η εξαιρετικά ενδιαφέρουσα θεματική του έργου.
Η σκηνοθεσία του Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλου ακολουθεί και αποτυπώνει τις εσκεμμένες ασάφειες του έργου, ενισχυμένη και από την αντίστοιχη μουσική υπόκρουση (Πάνος Γκίνης), ενώ στη συνέχεια ποντάρει στην ένταση, προκειμένου να αποδώσει τις εντάσεις της ίδιας της ιστορίας, κάτι που δεν ευνοεί το κλίμα, αλλά ούτε και το ρυθμό της παράστασης. Υπάρχει, όμως, η Μαρία Ναυπλιώτου, που αν και δείχνει να έχει κατασταλάξει σε ένα αναγνωρίσιμο ύφος, δεν παύει να πραγματοποιεί μια θηριώδη ερμηνεία. Στο ρόλο της Τζουλιάνα στηρίζεται όλο το έργο, τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά, καθώς μέσω αυτού πραγματώνεται η –πολύ δυνατή όσον αφορά τον πυρήνα της– ιστορία, και η Ναυπλιώτου είναι καθηλωτική. Αιχμαλωτίζει με ανατριχιαστική καθαρότητα και απόλυτο έλεγχο τη μετάβαση που βιώνει η ηρωίδα, αποδίδοντας μια σειρά αντικρουόμενων συναισθημάτων και συμπεριφορών, από την αρχική σκηνή του δυναμισμού και της υποδόριας υπεροψίας μέχρι την τελική απογύμνωση που φέρνει η συνειδητοποίηση της αλήθειας. Τη συνοδεύει ωραία ο Δημήτρης Αλεξανδρής (Ίαν), φέρνοντας τις απαραίτητες ισορροπίες, η Στεφανία Ζώρα είναι αρκετά έντονη και στους τρεις ρόλους που υποδύεται, ενώ τη διανομή σε μικρότερους ρόλους συμπληρώνει ο Αυγουστίνος Κούμουλος. Ωραίο το γυμνό, γεωμετρικό και γεμάτο εσοχές σκηνικό (Ηλένια Δουλαδίρη), αποτυπώνει με τον δικό του τρόπο τα θεματικά μοτίβα του έργου.
Περισσότερες πληροφορίες
Το ακρωτήρι
Για πρώτη φορά ανεβαίνει το βραβευμένο οικογενειακό δράμα που όμως εξελίσσεται σε κάτι πολύ περισσότερο, καθώς μιλάει για το πώς μπορεί κάνεις να επανεφεύρει τον εαυτό του ακόμη και μετά τη μεγαλύτερη τραγωδία. Το «Ακρωτήρι» παρακολουθεί την πορεία της Τζουλιάνας, μιας χαρισματικής και παθιασμένης νευρολόγου, από την κορυφή στην πτώση και από εκεί στην ελπίδα, και μιλά με μοναδικό τρόπο για την ενδιάμεση γκρίζα ζώνη, στην οποία κάποιος έρχεται αντιμέτωπος με την απώλεια της συνείδησης. Η ίδια η Τζουλιάνα, πιστεύει πως ευθύνεται ο καρκίνος για το ότι βλέπει και ακούει πράγματα, όμως τα στοιχεία της ιατρικής της εξέτασης δεν συμφωνούν. Περιγράφει τον σύζυγό της, ως άπιστο και χειριστικό, αλλά αυτός στέκεται δίπλα της γεμάτος φροντίδα και αγάπη. Οι συχνές τηλεφωνικές συζητήσεις με την αποξενωμένη από χρόνια κόρη της, έχουν πολλές αντιφάσεις. Τα επεισόδια κατάρρευσης της Τζουλιάνας πληθαίνουν. Η αλήθεια για την κόρη της αποκαλύπτεται και είναι πολύ διαφορετική από αυτή που φαινόταν.