Ο "Φιάκας" του Δημοσθένη Μισιτζή, μια κλασική κωμωδία ηθών που γράφτηκε το 1872, αφηγείται την ιστορία ενός καταχρωμένου απατεώνα, που παριστάνει τον γόνο καλής οικογένειας και προσβλέπει σε γάμο με την εύπορη Ευανθία, προκειμένου να βγει, χάρη στην προίκα της, από την άθλια οικονομική του θέση. Όταν η πραγματική του ταυτότητα κινδυνεύει να αποκαλυφθεί, μηχανεύεται ένα κόλπο, πως πρόκειται δήθεν για βαρόνο εκ Βερολίνου που βρίσκεται incognito στην Κωνσταντινούπολη, το τέλος παρ’ όλ’ αυτά δεν θα είναι αυτό που ελπίζει. Το σκηνοθετικό δίδυμο αποδεικνύει πραγματικό ζήλο στο σύγχρονο αυτό ανέβασμα, το οποίο διασκευάζει αρκετά σημαντικά το κείμενο. Η διασκευή τους εστιάζει κυρίως στο θέμα της υποκρισίας και των ψεμάτων: σε όσα οι ήρωες κρύβουν, παριστάνοντας κάτι άλλο από αυτό που είναι –στη δική τους εκδοχή, όχι μόνο ο Φιάκας αλλά και η Ευανθία- με αποτέλεσμα να χάνουν την ευκαιρία να γευτούν τα πραγματικά σπουδαία πράγματα της ζωής, όπως τον έρωτα.
Το κείμενο που παραδίδουν είναι απολαυστικό, όπως και συνολικά η κεφάτη αλλά και ελαφρώς σχολιαστική παράσταση, που εκμεταλλεύεται ωραία τους κώδικες του είδους της λαϊκής κωμωδίας. Ένας από αυτούς είναι αντιπαράθεση διαφορετικών ανθρωπότυπων, που αποδίδονται πολύ ωραία από τις αντίστοιχα ζωηρές ερμηνείες: ο Τσουρής ερμηνεύει χαρακτηριστικά τον αμόρφωτο και αφελή υπηρέτη του Φιάκα, Γιάννη, ο Θανάσης Δόβρης δίνει μία ξεκαρδιστική στην υπερβολή της απόδοση του νταή δανειστή του Φιάκα, Καζαμία, η Ευαγγελία Καρακατσάνη φιλοτεχνεί μία σπιρτόζα Κοκκώνα Φρόσω, θεία της Ευανθίας, ενώ κωμικότητα φέρνει και η παρουσία του μουσικού Yoel Soto στο σύντομο ρόλο του Πατέρα Σώτου. Στους δύο βασικούς ρόλους, ο Θάνος Τοκάκης και η Ηρώ Μπέζου είναι υπέροχοι, ερμηνεύοντας δύο νέους ανθρώπους που αλλάζουν προσωπεία. Απολύτως κυρίαρχοι των εκφραστικών τους μέσων, υποδύονται με κέφι τους ήρωές τους, ενώ παράλληλα "σχολιάζουν" και υπονομεύουν την ευκολία τους να υποκρίνονται.
Πολύ καλής αισθητικής τα κοστούμια (Αλέγια Παπαγεωργίου), αποδίδουν την εποχή του έργου και επιτελούν και κωμικό ρόλο, ωραία και τα σκηνικά, ίσως όμως αρκετά περιποιημένα, παρόλο που παριστάνουν κυρίως το άθλιο μοτέλ στο οποίο διαμένει ο Φιάκας. Τα σύγχρονα τραγούδια, που ερμηνεύουν οι ηθοποιοί, και η μουσική (Νίκος Γαλενιανός) προσθέτουν ενέργεια στην ήδη εύρυθμη παράσταση ενώ οι στίχοι των συγγραφέων συμπληρώνουν εύστοχα τη σύγχρονη διασκευή. Η παράσταση κερδίζει πόντους όχι μόνο επειδή ανανεώνει ένα δείγμα θεάτρου άλλης εποχής και θεατρικής κουλτούρας αλλά γι' αυτή καθ' αυτή την επιλογή του έργου: όχι λόγω της ιστορίας αλλά της γλωσσικής του ταυτότητας, την οποία οι δύο σκηνοθέτες δεν φοβήθηκαν. Υιοθέτησαν, μάλιστα, και στα δικά τους κομμάτια την ίδια πλούσια γλώσσα, που μοιράζεται μεταξύ της πολίτικης διαλέκτου, της λαϊκής ντοπιολαλιάς, της καθαρεύουσας αλλά και των κωμικών ηχητικών απομιμήσεων της γερμανικής γλώσσας, θέτοντας το –νεανικό κατά βάση- κοινό στο οποίο απευθύνεται η παράσταση ενώπιον μίας ωραίας πρόκλησης.
Περισσότερες πληροφορίες
Ο Βαρόνος «Φ» (Φιάκας)
Διασκευή μίας από τις πιο χαρακτηριστικές κωμωδίες της ελληνικής δραματουργίας από τον Δημοσθένη Μισιτζή με πρωταγωνιστή τον Χαράλαμπο Πεταλούδη, γνωστό και ως Φιάκας, ο οποίος ζει στην Κωνσταντινούπολη με τον υπηρέτη του Γιάννη, κατάχρεος και κυνηγημένος από τους πιστωτές του. Έτσι, καταστρώνει ένα σχέδιο για να ξεφύγει από τη φτώχεια, σε μια παράσταση γεμάτη χιούμορ, μουσική και καταιγιστικό ρυθμό: να παντρευτεί την όμορφη και πλούσια Ευανθία, για να εκμεταλλευτεί την περιουσία της προς όφελός του, αποκρύπτοντας τα χρέη του και την πραγματική του ταυτότητα. Της παρουσιάζεται λοιπόν ως πάμπλουτος Βαρόνος εκ Βερολίνου, που ζει στην Πόλη ινκόγκνιτο. Κι ενώ το σχέδιο προχωρά με επιτυχία, η αλήθεια κινδυνεύει από στιγμή σε στιγμή να αποκαλυφθεί. Πώς θα καταφέρει να ξεφύγει ο Βαρόνος από όσους τον κυνηγούν;