Με αυτή την παράσταση συνόλου και υψηλής αισθητικής, ο Θωμάς Μοσχόπουλος επιβεβαιώνει πως το κλασικό πια δράμα του Μπέκετ μπορεί να λάβει τόσες ερμηνείες όσες και οι παραστάσεις του, χωρίς να χρειαστεί να αλλάξει λέξη. Ο δικός του "Γκοντό" τοποθετείται μέσα σε ένα τοπίο ολοσχερούς καταστροφής, γεμάτο συντρίμια και σκόνη, η οποία έχει διαβρώσει και την εμφάνιση του Βλαδίμηρου και του Εστραγκόν. Σαν να βρισκόμαστε κοντά στο τέλος της ανθρωπότητας ή σε μια μελλοντική δυστοπία οικολογικής ασφυξίας (εξαιρετική η σκηνογραφική και ενδυματολογική δουλειά του Βασίλη Παπατσαρούχα) παρακολουθούμε τους -παραπάνω από γνώριμους- ήρωες του Ιρλανδού δραματουργού στη λούπα της ατέρμονης αναμονής και καθήλωσής τους.
Η ματιά του Μοσχόπουλου δείχνει να είναι σκεπτικιστική και "απασιόδοξη": δεν εστιάζει στο χιούμορ ούτε στη θεατρικότητα του κειμένου, παρά την ελαφρώς θεατράλε εμφάνιση και συμπεριφορά του πρωταγωνιστικού διδύμου. Χωρίς να αγνοεί τα παραπάνω στοιχεία, η παράσταση αναδεικνύει κυρίως τα συναισθήματα της μοναξιάς, της ανάγκης και της αλληλεξάρτησης, του υπαρξιακού κενού, της απόγνωσης και του αδιεξόδου που βιώνουν οι ήρωες. Η ερμηνεία του Πάνου Παπαδόπουλου είναι καθοριστική ως προς αυτή την αίσθηση, έτσι όπως εμφανίζει έναν σαρκαστικό, σχεδόν μηδενιστή Βλαδίμηρο. Ο ταλαντούχος ηθοποιός πραγματοποιεί μια ερμηνεία βαθιάς διεισδυτικότητας στον ήρωά του, αιχμαλωτίζοντας ακόμη και την "εξωκειμενική" γνώση πως στην πραγματικότητα δεν υπάρχει τίποτα να περιμένουν. Έτσι, η απουσία δράσης, ο αόριστος μη-τόπος, ο κυκλικός χρόνος και οι "υποτυπώδεις" συζητήσεις του έργου εδώ φωτίζονται υπό το πρίσμα ενός ήδη συντελεσθέντος τέλους. Υπέροχος και ο Τάσος Ροδοβίτης στο ρόλο του εσωστρεφή Εστραγκόν, χτίζει μια πολύ ωραία σχέση με τον συμπρωταγωνιστή του.
Επίσης, η παράσταση ξεχωρίζει για τον ωραίο ρυθμό (παρά την χωρίς ιδιαίτερες αυξομειώσεις σκηνική θερμοκρασία) όσο κυρίως για τον πολύ καλά μιλημένο και βιωμένο λόγο. Οι ηθοποιοί δίνουν νόημα σε κάθε λέξη, κάτι που κορυφώνεται στον περιβόητο μονόλογο του Λάκυ, τον οποίο ο Γιάννης Βαρβαρέσος απευθύνει στους θεατές έχοντας προσδώσει ύφος και χρώμα στα ακατάληπτα κατά τ’ άλλα λόγια, αντί να καταφεύγει σε μία "παραληρηματική" ερμηνεία. Ο Γιάννης Σαμψαλάκης στο δεσποτικό ρόλο του Πότζο, παίζει ωραία μεταξύ δύο επιπέδων: μιας γκροτέσκo, εφιαλτικής φιγούρας που επιδεικνύει παγερή βαναυσότητα και ενός performer που απολαμβάνει να "παίζει" και να υποκρίνεται μπροστά σε κοινό. Το μικρό ρόλο του Αγοριού ερμηνεύει ο Πέτρος Δημοτάκης.
Περισσότερες πληροφορίες
Περιμένοντας τον Γκοντό
Σε μια ιδιαίτερης εικαστικότητας παράσταση που αναδεικνύει την κωμικοτραγική πλευρά του ανεβαίνει το έργο-ορόσημο -ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά του θεάτρου του παραλόγου- για έναν «σωτήρα» που δεν έρχεται ποτέ και για την προσπάθεια του ανθρώπου να εξηγήσει την ίδια του την ύπαρξη. Η νέα αυτή ερμηνευτική προσέγγιση είναι ανοιχτή ακόμα και σε εφήβους. Η παράσταση, επιλέγοντας να ακολουθήσει πιστά τις σκηνικές οδηγίες του συγγραφέα και ερμηνεύοντάς το σαν μία παρτιτούρα ακριβείας, αναδεικνύει ότι το έργο παραμένει σύγχρονο όχι μόνο για τη φιλοσοφική του βαρύτητα, αλλά και για τον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο ισορροπεί ανάμεσα στο τραγικό και το κωμικό, όντας ταυτόχρονα υπαρξιακά βαθύ και ανάλαφρα διασκεδαστικό.