
Η δυστοπία ενός Κάφκα μεταφερμένη στη φόρμα ενός Ευγένιου Ιονέσκο: να πώς θα μπορούσε να χαρακτηριστεί το ελάχιστα παιγμένο έργο του Χάβελ, που γράφτηκε στις αρχές της δεκαετίας του ’60 και αποτελεί τη σατιρική αποτύπωση ενός γραφειοκρατικού, και τελικά εφιαλτικού, συστήματος. Η ιστορία διαδραματίζεται σε κάποια κρατική υπηρεσία, όπου καταφθάνει υπόμνημα για την υποχρεωτική χρήση στην υπηρεσιακή αλληλογραφία μίας νέας, τεχνητής γλώσσας, χωρίς συναισθηματικές αποχρώσεις και ανθρώπινες ποιότητες, προς διευκόλυνση των υπαλλήλων. Το γεγονός θα προκαλέσει, βέβαια, τραγελαφικά επεισόδια και σωρεία προβλημάτων στους υπαλλήλους, η γλώσσα τελικά θα εγκαταλειφθεί, όμως το φινάλε θα επικυρώσει πως τα γρανάζια του συστήματος δεν θα πάψουν να δουλεύουν προς ίδιον όφελος.

Με μια πρώτη ανάγνωση, το έργο ίσως δείχνει απλοϊκό, κυρίως επειδή ακολουθεί τη σχηματικότητα του θεάτρου του παραλόγου στη δράση και στους χαρακτήρες, όμως από κάτω "βράζει". Δεν είναι μόνο οι εμφανείς αντιστοιχίες που αφορούν οικείες παθογένειες –τη γραφειοκρατία, την τυπολατρεία, την ευθυνοφοβία, την κατάχρηση εξουσίας– που κάνουν το έργο θελκτικό στο σημερινό κοινό. Είναι περισσότερο όσα δυστοπικά υπονοούνται σε δεύτερο επίπεδο: η δυνατότητα του συστήματος να αυτοσυντηρείται, αφομοιώνοντας όσους μπορούν να το οικειοποιηθούν και πετώντας απ’ έξω τους υπόλοιπους, η αδυναμία της γλώσσας να αποτελέσει κοινό τόπο επικοινωνίας και επαφής, η εφιαλτική πιθανότητα μιας απρόσωπης νέας πραγματικότητας.

Η Αικατερίνη Παπαγεωργίου αποδεικνύει για ακόμη μία φορά ότι μπορεί να δημιουργήσει συναρπαστικά σκηνικά περιβάλλοντα, ορμώμενη από ενδιαφέροντα κείμενα, τα οποία και αναδεικνύει μέσα από δυναμικές φόρμες. Και σε αυτή την παράσταση (όπως στην περσινή "H λέξη πρόοδος…"), εκμεταλλεύεται τη δύναμη του γκροτέσκο και της καρικατούρας και αποδίδει το έργο ως μια εφιαλτική, κωμικοτραγική φάρσα. Καταφεύγει στην κλοουνερί, στην έντονη και σπασμωδική σωματικότητα, στην υπερβολή της υποκριτικής ερμηνείας, επιδιώκοντας την κωμικότητα και, πράγματι, η παράσταση είναι σε σημεία ξεκαρδιστική· στην ατμόσφαιρα, όμως, υπάρχει συνεχώς η αίσθηση μιας υφέρπουσας απειλής, ενός διαφαινόμενου εφιάλτη. Επιτυχημένη η δραματουργική επεξεργασία του Kωνσταντίνου Ζωγράφου, μετέγραψε ωραία τα ονόματα των προσώπων στα ελληνικά, προσδίδοντάς τους και κωμικές ποιότητες.

Τα σκηνικά (Μυρτώ Σταμπούλου) δημιουργούν ένα λειτουργικό και συνεπές γραφειοκρατικό, απρόσωπο περιβάλλον, ενώ εκμεταλλεύονται ωραία τη δύσκολη σκηνή του "Μπέλλος", σε κάθε σημείο της οποίας (αλλά και έξω από αυτή) απλώνεται η δράση. Τα κουστούμια (Ειρήνη Γεωργακίλα) αποτυπώνουν ωραία το ύφος της καρικατούρας, οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου τονίζουν τις εφιαλτικές διαστάσεις του θέματος. Σημαντική η συμβολή της κινησιολογίας (Χρυσηίς Λιατζιβίρη), σε μια παράσταση έντονης σωματικότητας και υπέροχοι οι ηθοποιοί: οι Αλέξανδρος Βάρθης, Τάσος Λέκκας και Ελίζα Σκολίδη, σταθερά μέλη της ομάδας, είναι και πάλι σπουδαίοι, ειδικά ο δεύτερος στον –από γραφής– χαμαιλεοντικό ρόλο του. Καταπληκτικός ο Ορέστης Χαλκιάς, τολμάει να τσαλακωθεί πλήρως, ωραίοι οι Θανάσης Βλαβιανός και Φάνης Μιλλεούνης, κυρίως όμως η πρωτοεμφανιζόμενη Αλεξάνδρα Μαρτίνη.
Περισσότερες πληροφορίες
Μεμοράντουμ
Μια πολιτική κωμωδία για την παράνοια της γραφειοκρατίας με φόντο το υπερρεαλιστικό –καφκικό– σύμπαν ενός δημόσιου οργανισμού. Πρωτοανέβηκε τη δεκαετία του ’70, οπότε και θεωρήθηκε σχόλιο κατά της Χούντας. Το έργο παρακολουθεί όλα όσα συμβαίνουν σε έναν δημόσιο οργανισμό όταν μια νέα, ακατάληπτη τεχνητή γλώσσα κάνει την εμφάνισή της. Η χρήση της επιβάλλεται από το «σύστημα» για την ανταλλαγή της υπηρεσιακής αλληλογραφίας και κάπως έτσι ξεκινά μια σειρά καταιγιστικών εξελίξεων που φωτίζουν το πώς η αδηφαγία, η αισχροκέρδεια και ο ωχαδερφισμός μετατρέπονται σε ύψιστες αξίες για τους εργαζομένους. Η παράσταση αναδεικνύει την πιο κωμική, γελοία αλλά και τρομακτική πλευρά του συστήματος μέσα από το ευφυές κοινωνικοπολιτικό έργο του Τσέχου θεατρικού συγγραφέα και πρωτεργάτη της πτώσης του κομμουνισμού, που μετά την αποχώρηση των Σοβιετικών από την Τσεχοσλοβακία διετέλεσε Πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης.