
Μπορούμε να μιλάμε για τη σημαντικότερη σύγχρονη παράσταση του "Λεωφορείου ο Πόθος"; Απ’ όσες παίχτηκαν την τελευταία εικοσιπενταετία απαντάω εμφατικά ναι. Ο Δημήτρης Καραντζάς παρέδωσε ένα σκηνικό αριστούργημα και το γεγονός ότι έχουμε να κάνουμε με ένα δύσκολο έργο, το οποίο, επιπλέον, κουβαλάει μια μυθολογία, κάνει το εγχείρημα ακόμη πιο σημαντικό. Προφανώς δεν υπάρχουν στην παράσταση ηθογραφικές νότες και γλυκερές ωραιοποιήσεις, ειδικά στην απόδοση της κλονισμένης προσωπικότητας της Μπλανς, όπως δεν υπάρχει η φυσιογνωμική ταύτιση του Κοβάλσκι με ένα μάτσο αρσενικό τύπου Μπράντο, αλλά αυτά είναι στοιχεία –πολύ σημαντικά– που έχουν απασχολήσει κι άλλες παραστάσεις. Η συγκεκριμένη κατατάσσεται ως τόσο σημαντική καθώς καταφέρνει να "ανήκει" απολύτως και ισάξια τόσο στον συγγραφέα όσο και στον σκηνοθέτη της.

Η παράσταση ανασυστήνει με έξοχο τρόπο τα χαρακτηριστικά της συγγραφικής υπογραφής, δηλαδή τον αδυσώπητο ρεαλισμό –κι ήταν μεγάλο στοίχημα για το σκηνοθέτη να αναμετρηθεί μαζί του, χωρίς να τον προσαρμόσει στο δικό του, περισσότερο αφαιρετικό, ύφος– και την υπόγεια, σπαρακτική ποίηση. Επίσης, το "Λεωφορείο" είναι ένα έργο με πολλά σκοτάδια και ο Καραντζάς τα ανέδειξε πλήρως, δίνοντας, π.χ., χώρο στο τραυματικό ερωτικό παρελθόν της Μπλανς, που την καθόρισε. Ακόμη, είδαμε επιτέλους μια σκηνική ανάγνωση που έχει ανιχνεύσει το ταξικό στοιχείο κι έτσι απέδωσε τις βίαιες αρσενικές συμπεριφορές ως απόρροια των κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών και όχι ως κούφιες επιδείξεις ανδρισμού. Γι’ αυτό και όχι μόνο πείθει αλλά επιβάλλεται πλήρως ο Άρης Μπαλής στον, φαινομενικά κόντρα στο παρουσιαστικό του, ρόλο του Κοβάλσκι, μιας και ο ήρωας δεν είναι, γενικώς κι αορίστως, ένας μπρουτάλ άνδρας αλλά ένας, άξεστος πράγματι, άνθρωπος της εργατικής τάξης, ένας μετανάστης δεύτερης γενιάς που παλεύει εσωτερικά και εξωτερικά να προσδιορίσει το ρόλο και τη θέση του.

Η σκηνοθεσία φώτισε όλα τα πρόσωπα, τους μικρούς αλλά όχι ασήμαντους ρόλους της Ευνίκης (Ιωάννα Ραμπαούνη) και του Στιβ (Γιάννης Κόραβος), τον Μιτς (Βασίλης Μαγουλιώτης) και κυρίως έδωσε στη Στέλλα τη θέση που της αξίζει: η αδερφή της Μπλανς δεν είναι μια διακοσμητική παρουσία, αλλά βαδίζει στη δική της οδυνηρότατη διαδρομή, με τη Δήμητρα Βλαγκοπούλου να πραγματοποιεί μια εξαιρετική ερμηνεία. Συναρπαστική και η χημεία της με τον Μπαλή, ενσάρκωσαν απόλυτα τον ζωώδη –και αδιέξοδο– πόθο που ενώνει το ανδρόγυνο. Περνώντας στην Μπλανς, η Αλεξία Καλτσίκη αιχμαλώτισε σε κάθε εκατοστό της μια ηρωίδα που είναι πολλοί ψυχισμοί μαζί: ξεπεσμένη αλλά ακόμη σνομπ αριστοκράτισσα, πληγωμένη ερωτευμένη γυναίκα, εκμαυλίστρια ανήλικων αγοριών, γυναίκα που παλεύει να κρατήσει ανθρώπους και περιουσίες, γυναίκα που βιάζεται και, βέβαια, γυναίκα που καταλήγει στο ψυχιατρείο. Η πορεία της προς την απόλυτη καταρράκωση αποτελεί μεγάλη στιγμή στη σύγχρονη παραστασιογραφία. Εξαίσιο το σκηνικό της Μαρίας Πανουργιά, στρίμωξε κυριολεκτικά σε δύο δωμάτια με ελάχιστο βάθος τη ζωή και την ύπαρξη των προσώπων, σημαντική η επίδραση της υπόκωφης μουσικής του Γιώργου Ραμαντάνη.

Περισσότερες πληροφορίες
Λεωφορείο ο Πόθος
Η έκπτωτη μεγαλοαστή Μπλανς Ντιμπουά αντιπαρατίθεται με τον Πολωνό σύζυγο της αδερφής της Στέλλας, Στάνλεϊ Κοβάλσκι, όταν καταφθάνει ξαφνικά στη Νέα Ορλεάνη για να μείνει μαζί τους. Η συντριπτική σύγκρουση των δύο κόσμων, αυτού των ψευδαισθήσεων και της προσκόλλησης στο παρελθόν, στη φαντασίωση της ευημερίας, κι εκείνου της επιβίωσης, της ορμής και του πραγματισμού, εγείρει μεγάλα ερωτήματα περί κοινωνικής, φυλετικής και ταξικής ανισότητας. Η Μπλανς σ’ αυτόν τον τερματικό σταθμό που την αφήνει το λεωφορείο με το παράδοξο όνομα "Πόθος", θα έρθει αντιμέτωπη με το τραύμα της και όλες τις ανεκπλήρωτες επιθυμίες της.