Ο Ιταλός σκηνοθέτης Αντόνιο Λατέλα, που παουσιάζει για πρώτη φορά δουλειά του στο ελληνικό κοινό, έδειξε εξαρχής την πρόθεσή του για μια μη ρεαλιστική προσέγγιση του έργου του Τενεσί Ουίλιαμς. Στηρίχτηκε προφανώς στις οδηγίες του ίδιου του συγγραφέα, που επισημαίνουν πως το έργο, καθώς "αποτελεί ανάμνηση", διέπεται από στοιχεία υποκειμενικότητας και συναισθηματικής μνήμης, ενώ την παράσταση ανοίγει ένας πρόλογος του Ουίλιαμς για την ελευθερία που επιτρέπει το έργο, για την αποποίηση του ρεαλισμού και της φωτογραφικής αποτύπωσης και την ανάγκη εφεύρεσης ενός νέου "πλαστικού" θεάτρου στη θέση του κουρασμένου θεάτρου των ρεαλιστικών συμβάσεων. Έτσι, τους θεατές υποδέχεται μια άδεια σκηνή, όπου δεσπόζει μόνο ένα μεγάλο κομμάτι γυαλί, ενώ το φόντο καταλαμβάνει μια τεράστια φωτογραφία του συγγραφέα, στο ρόλο του απόντα πατέρα της οικογένειας Ουίνγκφιλντ.
Αφηγητής αυτής της ανάμνησης είναι, φυσικά, ο Τομ, που ανατρέχει στις τελευταίες ημέρες που έζησε στο οικογενειακό σπίτι με τη μητέρα του, Αμάντα, και την αδερφή του Λόρα, λίγο πριν τις εγκαταλείψει σε αναζήτηση μίας άλλης ζωής. Στην εκδοχή του Λατέλα, ο Τομ (που αποτελεί άλλωστε alter ego του Ουίλιαμς) γίνεται όχι μόνο ο αφηγητής αλλά και ο συγγραφέας και σκηνοθέτης αυτής της ανάμνησης. Η παράσταση υιοθετεί μία μεταδραματική συνθήκη, όπου ο Τομ παρεμβαίνει, διορθώνει, καθοδηγεί τα άλλα πρόσωπα, προκειμένου να στήσει κυριολεκτικά την παράσταση της ζωής του˙ είναι όλα συνεχώς παρόντα επί σκηνής, ενώ ο ίδιος κάποιες φορές κάθεται ανάμεσα στους θεατές, σαν σκηνοθέτης και θεατής του έργου της ζωής του. Αυτή η γραμμή αφαιρεί πόντους από την παράσταση, καθώς η σύμβαση σπάει συνεχώς, η ατμόσφαιρα είναι επιτηδευμένα στημένη και "ψεύτικη".
Όσο όμως αυτά τα στοιχεία υποχωρούν, επιβάλλονται επί σκηνής η επιδραστική δύναμη του συγγραφικού αριστουργήματος αλλά και η αξία της παράστασης. Μέσα στην απογυμνωμένη συνθήκη, το έργο κατεβαίνει στην πλατεία ακέραιο, δείχνει σαν να φωτίζεται εκ νέου και κάποιες σκηνοθετικές ιδέες αποδεικνύονται αξιομνημόνευτες. Όσο για τις ερμηνείες, αυτές είναι που κάνουν το όλο εγχείρημα να δικαιώνεται καθώς οι ηθοποιοί, χωρίς να καταφεύγουν στο ψυχολογικό -αλλά ούτε και στο αποστασιοποιημένο- παίξιμο και χωρίς την ανάγκη εκμαίευσης του συναισθήματος εκφράζουν τη γυμνή αλήθεια -φανερή ή ανείπωτη- των προσώπων που ερμηνεύουν. Η υφέρπουσα ομοφυλοφυλία του Τομ (που εδώ φωτίζεται ιδιαίτερα) και η δυσανεξία στο οικογενειακό περιβάλλον είναι οι άξονες που καθοδηγούν την ανάγνωση του ρόλου και καθορίζουν τη δυναμική ερμηνεία του Βαγγέλη Αμπατζή. Πρέπει, πάντως, να το πούμε: στη δεδομένη σκηνοθετική ανάγνωση, δύσκολα συμπάσχουμε μαζί του˙ μάλλον γιατί ο κατά Λατέλα Τομ καθορίζεται από τον επιθετικό θυμό προς τη μητέρα του παρά από το αίσθημα ασφυξίας που τον κατακλύζει.
Σημαντική αποδεικνύεται η ερμηνεία της Μαρίας Καλλιμάνη, καθώς έχει αποβάλει πλήρως τη γραφικότητα που κάποιες φορές συνοδεύει την ερμηνεία της Αμάντα, διατηρώνοντας παράλληλα όλα τα ετερόκλητα στοιχεία χαρακτήρα που τη διαμορφώνουν. Η παρουσία της Λήδας Κουτσοδασκάλου τυπώνεται στη μνήμη, όπως ο σιγανός αλλά γιγαντωμένος στο μυαλό της ήχος του ανάπηρου ποδιού της, ήχος που τη συνοδεύει και σε χαρακτηριστικές στιγμές της παράστασης. Η δική της συνεσταλμένη, με αίσθημα κατωτερότητας Λόρα κρύβει μια φλόγα που την καίει επειδή δεν εκδηλώνεται. Η σκηνή της με τον επίσης πολύ καλό Νίκο Μήλια (Τζιμ) είναι η καλύτερη της παράστασης όπως και αυτή που αποδεικνύει πως ο σκηνοθέτης δεν φοβάται το συναίσθημα. Εδώ, επίσης, το γυάλινο κομμάτι του σκηνικού αποκτάει ουσιαστική παρουσία, ενώ ο χορός των δύο νέων στο σκοτεινό δωμάτιο που φωτίζεται μόνο από τον χειροκίνητο προβολέα του Τομ (φωτισμοί: Στέλλα Κάλτσου), αποτελεί μία εξαίσια στιγμή, αποτυπώνοντας τη λύτρωση της Λόρας. Τόσο που σχεδόν "συγχωρείται" η σκηνοθετική επιλογή αυτή η λύτρωση να μην είναι στιγμιαία αλλά καθολική, με την κατά Λατέλα Λόρα να μετατρέπεται ακατανόητα σε μια γυναίκα που αφήνει πίσω όσα την κρατούν καθηλωμένη.
Περισσότερες πληροφορίες
Γυάλινος κόσμος
Για πρώτη φορά ο καταξιωμένος στην Ευρώπη δημιουργός θα σκηνοθετήσει Έλληνες ηθοποιούς στο εμβληματικό αμερικάνικο έργο του 1944, την πρώτη μεγάλη θεατρική επιτυχία του συγγραφέα, που παρακολουθεί τους τραυματικούς δεσμούς της οικογένειας Γουίνγκφιλντ, σε μια μικροαστική γειτονιά στην εργατική αμερικανική πόλη του Σεντ Λιούις. Ο Τομ μέσα από τις αναμνήσεις του ξεδιπλώνει τη ζωή της οικογένειάς του, σε ένα φαντασιακό σκηνικό τοπίο όπου οι ήρωες γλιστράνε σε μια απέλπιδα προσπάθεια να αντιμετωπίσουν τη σκληρότητα της κοινωνικής πραγματικότητας.