Άναρχη, ανοικονόμητη, σπαρταριστή, φρενήρης, σωστό πανδαιμόνιο: να πώς θα μπορούσε να αποτυπωθεί με λίγους χαρακτηρισμούς η παράσταση του δεύτερου έργου του Γιάννη Αποσκίτη, σε δική του σκηνοθεσία. Όπως και στο πρώτο -τους "Προβοκάτορες", που παίχτηκαν πριν λίγα χρόνια στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού-, ο Αποσκίτης χρησιμοποιεί τα εργαλεία της σάτιρας και της παρωδίας, ενώ από άποψη θεματολογίας βάζει στο στόχαστρό του τα ΜΜΕ και τους δημοσιογράφους, όπως επίσης τις τραυματικές, ευνουχιστικές οικογενειακές σχέσεις. Η "Μαύρη μαγεία" θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ένα έργο για την "ελληνίδα μάνα" και για μια γενιά που αρνείται να ενηλικιωθεί, καθώς και μία σάτιρα της διαπλοκής των ΜΜΕ, της "μονταζιέρας", των fake news και της δολοφονίας χαρακτήρων. Βασικοί της ήρωες είναι ένας άνδρας στα 47 του -αποτυχημένος ηθοποιός, πρώην τηλεοπτικό αστέρι σε οικογενειακό σίριαλ, νυν σεκιούριτι σε σούπερ μάρκετ και εντελώς "μαμάκιας"- και τρεις δημοσιογράφοι που έχουν "σατανικές" βλέψεις, καθώς επιχειρούν να εκμεταλλευτούν με απαίσχυντο τρόπο το θάνατο της μητέρας του και να μπουν στην ελίτ της (βρόμικης) δημοσιογραφίας.
Το έργο και η παράσταση μιλούν για σοβαρά πράγματα με εντελώς εξωφρενικό ύφος και υπερβολικές υποκριτικές ερμηνείες, χρησιμοποιούν το μαύρο και το βλάσφημο χιούμορ, όπως και την "κιτσοπουλική" βωμολοχία, σπάνε συχνά τον τέταρτο τοίχο για να επικοινωνήσουν με τους θεατές, αγγίζουν το είδος της επιθεώρησης -αλλά και του "φεϊσμπουκικού" σχολιασμού- με σαφείς αναφορές σε πρόσωπα και πράγματα της επικαιρότητας, σαρκάζουν και αυτοσαρκάζονται, ενώ υποδηλώνουν με κάθε τρόπο ότι δεν πρόκειται να τηρήσουν κανένα πρόσχημα "καλής συμπεριφοράς". Συνολικά, δε, η παράσταση ακολουθεί το γκροτέσκο ύφος που έχει γίνει τάση, απευθυνόμενη πρωτίστως σε ένα νεανικό -και σίγουρα όχι συντηρητικό- κοινό.
Σε όλο αυτό το γεγονός, υπάρχουν σημεία προς παρατήρης, όπως ότι το έργο κινδυνεύει να "ξεχειλώσει", όμως άλλα σημεία είναι αυτά που κερδίζουν τις εντυπώσεις και τελικά βαραίνουν στην τελική αποτίμηση: το πόσο απολαυστική είναι η παράσταση, οι ποσότητες του γνήσια πηγαίου γέλιου που προκαλεί, όπως και το ότι το έργο είναι στα περισσότερα σημεία του σπινθηροβόλο, φτιάχνει ένα σουρεαλιστικό, δικό του σύμπαν, μιλιέται ωραία επί σκηνής, και κυρίως, αν και κρύβεται πίσω από την εξωφρενική κωμικότητα -ακόμη και από μία αίσθηση "χαβαλέ"-, έχει και ωραία σημεία δραματικών "παύσεων" και συνολκά μαρτυρά συγγραφέα με δυνατότητες. Και βέβαια εκεί που το εγχείρημα δικαιώνεται και επιβάλλεται πλήρως είναι στην επιλογή των τεσσάρων δαιμονικών ερμηνευτών, που "ιδρώνουν τη φανέλα" και με το παραπάνω: Γιώργος Κατσής, Κωνσταντίνος Πλεμμένος, Ελένη Κουλογιάννη και Νίκος Γιαλελής υπηρετούν στο έπακρο ένα πραγματικό σκηνικό ντελίριο, με όσο εξωφρενικές, σπινταρισμένες, αλλά και ζυγισμένες τελικά, ερμηνείες χρειάζεται. Χαρακτηριστική η πρωτότυπη μουσική σύνθεση (Νεκτροτσουλήθρα), ταιριαστή στο όλο ύφος η σκηνογραφία (Νίκος Κατσαμπάνης-Καλύδημη Μούρτζη) και η ενδυματολογία (Όλγα Ευαγγελίδου).
Περισσότερες πληροφορίες
Μαύρη μαγεία ή Άσε τους νεκρούς να πεθάνουν
Ο Κωνσταντίνος Χελιδόνης, ένας ξεχασμένος τηλεοπτικός σταρ μιας οικογενειακής σειράς του ‘90, δέχεται επίσκεψη από τρεις δημοσιογράφους με αφορμή ένα σκάνδαλο σχετικά με τον πρόσφατο θάνατο της μητέρας του. Επιτέλους, μια ευκαιρία για να βρεθεί ξανά στο προσκήνιο- αυτοί όμως έχουν ένα άλλο, πολύ πιο “σατανικό” σχέδιο στο μυαλό τους. Μια εφιαλτική φαρσοκωμωδία η οποία διαπραγματεύεται τις προβληματικές οικογενειακές σχέσεις και την «διεστραμμένη» ενηλικίωση της γενιάς των millennials, που μεγαλώνοντας με το όνειρο μιας βέβαιης «συνταγής επιτυχίας», με «αποπνικτική» αγάπη και ένα «σίγουρο μέλλον» που κατακρημνίστηκε, κάνοντας αυτό που διδάχθηκαν πως είναι σωστό, κατέληξαν να κοιτούν με αμηχανία την ιστορία να τους προσπερνά με ιλιγγιώδη ταχύτητα, σε έναν κόσμο που φαντάζει όλο και πιο λάθος.