Στην αναθεωρημένη γραμμή ερμηνείας του Αριστοφάνη, η αρχή της οποίας μπορεί να ανιχνευθεί στις παραστάσεις των "Ορνίθων" από τον Νίκο Καραθάνο και της "Λυσιστράτης" από τον Μιχαήλ Μαρμαρινό (2015) και συνεχίστηκε με τους "Βατράχους" από την Αργυρώ Χιώτη (2021) και την Έφη Μπίρμπα (2023), μπορούμε να συγκαταλέξουμε την παράσταση των "Ορνίθων" από τον Άρη Μπινιάρη. Μακριά από τις επιθεωρησιακές αναγνώσεις -και δη της εκφυλισμένης εκδοχής της-, αυτές οι παραστάσεις πρότειναν μία διαφορετική, μη αναμενόμενη -όχι ακραιφνώς κωμική, ακόμη και μελαγχολική, σε σημεία εσωστρεφή, ποιητική, τρυφερή- ανάγνωση των έργων του αρχαίου κωμωδιογράφου.
Ο Μπινιάρης στράφηκε στους "Όρνιθες", έργο που -μέσω των δύο πρωταγωνιστών, που βρίσκονται προς αναζήτηση ενός νέου τόπου, μίας "καλύτερης πόλης"-, προτείνει τη δημιουργία μιας πολιτείας που θα επιτρέπει στους κατοίκους της να ζουν σαν τα πουλιά, αποδεσμευμένοι από τα βάρη και τα δεινά της εγκόσμιας ζωής. Αυτή την πολιτεία, την οποία χτίζουν μεταξύ ουρανού και γης οι δύο ήρωες με τη βοήθεια των πουλιών, ο Μπινιάρης τη φαντάστηκε σαν έναν τόπο παρθένο, "πρωτόγονο", έναν τόπο ιθαγενών, ανέγγιχτο από τον καταστροφικό ανθρώπινο χέρι˙ σημαντικά συνείσφεραν σε αυτή την αίσθηση τα σκηνικά και κυρίως τα κοστούμια, τα αξεσουάρ και οι μάσκες του Πάρι Μέξη. Έτσι, τα πουλιά, ο Χορός του έργου, πήραν στην παράσταση τον πρωταγωνιστικό ρόλο που τους έχει δώσει ήδη ο συγγραφέας, και όρθωσαν μία συλλογική και οικολογική τελικά φωνή, (τραγική) υπενθύμιση της πολυχρωμίας και της δύναμης της φύσης, που αν και έχει λυγίσει κάτω από την καταστροφική επέλεση του ανθρώπου, εδώ βρίσκει έδαφος να θριαμβεύσει και πάλι. Έστω, κι αν πρόκειται για μια ουτοπία.
Με αναφορές στο θέατρο του Μπέκετ, στον τρόπο που διάβασε τη σχέση του Πισθέταιρου και του Ευελπίδη, με συγκρατημένη χρήση του αστείου και έμμεσες αλλά σαφείς νύξεις σε οικεία δεινά και συμπεριφορές, ο Μπινιάρης δοκιμάστηκε στην πρώτη του αριστοφανική κωμωδία, καταφεύγοντας στο γνώριμό του ύφος, αλλά και βαδίζοντας σε νέα μονοπάτια. Ο ρυθμός και η μουσική όρισαν σε σημαντικό βαθμό την παράσταση και οι συνθέσεις του Αλέξανδρου Δράκου Κτιστάκη κινήθηκαν σε ευρεία γκάμα, πότε δημιουργώντας το εκστατικό μουσικό περιβάλλον μιας πρωτόγονης τελετουργίας και πότε εστιάζοντας στην εσωτερικότητα των συναισθημάτων, ορίζοντας έτσι την αντίστοιχη κινησιολογία, που επιμελήθηκε πολύ ωραία ο Αλέξανδρος Βαρδαξόγλου. (Τον Χορό ερμήνευσαν οι Αλέξανδρος Βαρδαξόγλου, Θανάσης Ισιδώρου, Τάσος Κορκός, Σοφία Κουλέρα, Αυγουστίνος Κούμουλος, Μαρία Κυρώζη, Κώστας Phoenix, Κυριάκος Σαλής, Αλεξία Σαπρανίδου και Ειρήνη Τσέλλου) Έτσι, όλη η παράσταση κινήθηκε μεταξύ δύο μέτρων, μεταξύ του εκστατικού "πετάγματος", της υπέρβασης, και της εσωστρεφούς ενδοσκόπησης: το τελευταίο στοιχείο προσέδωσε στην παράσταση μια βαθιά ποιητική και τρυφερή διάσταση, ζημιώνοντας όμως σε σημεία την επαφή της με την πλατεία.
Ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος στο ρόλο του Πισθέταιρου ήταν ο φορέας του κωμικού όσον αφορά στους δύο πρωταγωνιστές, αν και σε σημεία κατέφυγε σε σχηματικές ευκολίες, και είχε πολύ καλή χημεία με τον Γιώργο Χρυσοστόμου, που απέδωσε τον Ευελπίδη ως πιο εσωστρεφή, ντροπαλό χαρακτήρα. Συνολικά, απολαύσαμε ωραίες ερμηνείες τόσο από τον Κώστα Κορωναίο (Έποπας) όσο και από τους υπόλοιπους ηθοποιούς, ειδικά στις σκηνές όπου εισβάλλουν οι έξωθεν επιτήδειοι που επιχειρούν να επωφεληθούν από την ύπαρξη της Νεφελοκοκκυγίας: Στέλιο Ιακωβίδη (Χρησμολόγος), Κωνσταντίνα Τάκαλου (Ποιήτρια), Ερρίκο Μηλιάρη (Μέτων), Μάριο Παναγιώτου (Επίτροπος), Θανάση Ισιδώρου (Συκοφάντης)˙ αυτές ήταν και οι κύριες σκηνές της παράστασης που σχεδιάστηκαν με εμφανή κωμικό προσανατολισμό και αποζημίωσαν ανάλογα τους θεατές.
Στη δική του ανάγνωση, ο Μπινιάρης, παραλείποντας το γάμο του Πισθέταιρου με την οικονόμο των θεών, Βασιλεία, γεγονός που προσδίδει στον ήρωα (επικίνδυνη ίσως) παντοδυναμία, εστίασε στη ανάγκη διατύπωσης ενός ουμανιστικού μηνύματος. Ο Πισθέταιρος και ο Ευελπίδης, έχοντας εξασφαλίσει την επιβίωση της Νεφελοκοκκυγίας από τις εχθρικές διαθέσεις των θεών, μπορούν επιτέλους να βιώσουν ένα διαφορετικό τρόπο να ζουν, σε έναν τόπο χωρίς απατεώνες, συκοφάντες, λαϊκιστές ηγέτες και τυραννικούς θεούς, σε έναν τόπο που κατοικείται από τα πουλιά, δηλαδή από πλάσματα που "κατάγονται από τον έρωτα". Οι δύο ήρωες κάθονται στη μέση της σκηνής και αναπνέουν με ανακούφιση, ενώ η επαναλαμβανόμενη λέξη "ανάσα" κλείνει την παράσταση, προτάσσοντας την ανάγκη για περισσότερο οξυγόνο, κυριολεκτικά και μεταφορικά. (Τραγική ειρωνεία, μόλις μια μέρα αργότερα, η Αττική παραδίδεται στις φλόγες.)
Πρώτη δημοσίευση 15/8/24
Περισσότερες πληροφορίες
Όρνιθες
Στο έργο, ο αρχαίος ποιητής εξιστορεί την απόφαση δύο Αθηναίων, του Πεισθέτερου και του Ευελπίδη, να εγκαταλείψουν τον κόσμο των ανθρώπων αναζητώντας μια πόλη χωρίς μικρότητα και διαφθορά, όπου να μπορεί κανείς να ζήσει με ειρήνη και δικαιοσύνη. Ιδρύουν μαζί με τα Πουλιά μια πολιτεία στους αιθέρες και υψώνουν ένα τείχος ανάμεσα στους ανθρώπους και τους θεούς.Η σκηνοθεσία τοποθετεί το έργο σε ένα προ-τραγικό περιβάλλον προσεγγίζοντάς το σαν αρχέγονη τελετή. Και όπως συμβαίνει σε κάθε τελετή, ένας θίασος ζωντανεύει βιωματικά τον μύθο. Οι δύο πρωταγωνιστές ζητούν, αλληγορικά, να «αδειάσουν» από κάθε άλλη ανθρώπινη ιδιότητα και να «κατοικηθούν», άλλοτε ηδονικά κι άλλοτε μανιασμένα, από τη ζωώδη ορμή των πουλιών σε μια παράσταση – συναυλία. Με σύμμαχο την εκρηκτικότητα της μουσικής και της κίνησης, ο Άρης Μπινιάρης δημιουργεί μια σύγχρονη σάτιρα παρασύροντάς μας σ’ ένα ηλεκτρισμένο «άσμα», που ρίχνει εκτυφλωτικό φως στα κρίσιμα ζητήματα της πόλης με το αριστοφανικό έργο πάντα ως πυξίδα.