Η Λένα Κιτσοπούλου είναι ίσως η μόνη Ελληνίδα δημιουργός που στις παραστάσεις της ξέρεις τι να περιμένεις, αλλά δεν ξέρεις (ακριβώς) τι θα δεις. Έχοντας πετύχει το δικό της χαρακτηριστικό ύφος –ένα μείγμα θυμού, ωμότητας, προκλητικών και σουρεαλιστικών σκηνικών καταστάσεων–, οι παραστάσεις της διαπνέονται από σταθερά μοτίβα, τα οποία εντοπίζονται και στην τελευταία δουλειά της: οργισμένοι μονόλογοι, βρίσιμο του κοινού, αποθέωση του κιτς και του σπλάτερ, ωμό & χυδαίο λεξιλόγιο. Όλα αυτά αποτελούν την κατασκευή μέσα στην οποία εκτυλίσσεται κάθε φορά η ιδέα της παράστασης, η οποία επικεντρώνεται κυρίως στον εφησυχασμένο, και γι’ αυτό επικίνδυνο, εαυτό μας, που έχει επιτρέψει στο ρατσισμό, τη βία και τον ωχαδερφισμό να διαβρώσουν ολοκληρωτικά την ελληνική κοινωνία. Κάπως έτσι κυλούν τα πράγματα και στην περίπτωση του "Και λέγε λέγε", παρόλο που η παράσταση επιχείρησε να δημιουργήσει προσδοκίες ότι πρόκειται για κάτι νέο, διαφορετικό. Αν και το δελτίο Τύπου κάνει λόγο για μια παράσταση για τον έρωτα και επισημαίνει πως προτείνει "μια νέα θεώρηση της θεατρικής πράξης πέρα από τα όρια του ίδιου του θεάτρου", στην πραγματικότητα πρόκειται για μια παράσταση όπως όλες οι άλλες της Κιτσοπούλου, που προτείνουν εδώ και χρόνια αυτή την άλλη θεώρηση της θεατρικής πράξης.
Τι είναι λοιπόν το "Και λέγε λέγε"; Ένα σχόλιο για τη γενικευμένη απάθεια που μας έχει πλήξει σαν επιδημία, για τη "ζωή σαν καραόκε", όπου απλώς υπακούμε εντολές και αντιγράφουμε συμπεριφορές. Η έναρξη της παράστασης επικεντρώνεται πράγματι στον έρωτα και δη στην καψούρα, μέσα από μουσική και τραγούδια –και τα ανάλογα φανταχτερά κοστούμια της Μαγδαληνής Αυγερινού– που μεταφέρουν την αισθητική και την ενέργεια του σκυλάδικου και αποθεώνουν την αβάσταχτη ελαφρότητα του "τίποτα" που έχουν οι ζωές μας. Το δεύτερο μέρος υιοθετεί τη φόρμα μιας παρωδίας του Τσέχοφ, αντλώντας τα πρόσωπα και την ατμόσφαιρα από τον "Γλάρο" κυρίως, αλλά και από άλλα τσεχοφικά δράματα, ως καυστικό σχόλιο, άραγε, για την προτίμηση που έχουν καλλιτέχνες και θεατές στον πολυπαιγμένο συγγραφέα και ως αναφορά στον συντηρητικό μικροαστικό εαυτό μας;
Σ’ αυτή την παρωδία ενσταλάζει σταδιακά, με το γνώριμο σκηνικό αλαλούμ της, θεματικά μοτίβα για την κακοποίηση των γυναικών, την παιδεραστία, την εμπορευματοποίηση του θεάτρου και την ελληνική θεατρική επιχειρηματικότητα, την πνευματική αποχαύνωση κ.ά. Τελικά, όμως, ως επίγευση μένει η χλιαρότητα της παράστασης. Είναι ίσως η πρώτη παράσταση της Λένας Κιτσοπούλου που δεν προκαλεί γέλιο, θυμό, σοκ, δυσφορία ή ενόχληση –εκτός αν μιλάμε για ανυποψίαστους θεατές– αλλά αδιαφορία. Ελάχιστα απ’ όσα συμβαίνουν μεταδίδουν κάποιον ηλεκτρισμό στην πλατεία και παρά τις, για ακόμη μία φορά, εξαιρετικές ερμηνείες, με κυριότερες εκείνες της Γαλήνης Χατζηπασχάλη, του Γιάννη Κότσιφα, του Πάνου Παπαδόπουλου, αλλά και των νεαρών σπουδαστών και σπουδαστριών του Θεάτρου Τέχνης.
Περισσότερες πληροφορίες
Και λέγε λέγε
Το έργο παίρνει τον τίτλο του από το ομότιτλο τραγούδι του Στράτου Διονυσίου. Αυτό ήταν που ενέπνευσε τη δημιουργία ενός έργου ανολοκλήρωτου, λάθους για την εποχή ανεπίκαιρου και ανέντιμου όσο ο έρωτας (που είναι και το θέμα του). Το “Και λέγε λέγε” αποτελεί ένα συνολικό έργο τέχνης που δημιουργήθηκε από τον συνδυασμό διαφορετικών τεχνών: κείμενα της Λένας Κιτσοπούλου, φωτογραφίες του Γιώργου Καπλανίδη και του Τάκη Διαμαντόπουλου, ένα video clip σε τραγούδι του Νίκου Κυπουργού, μια ταινία μικρού μήκους της Λένας Κιτσοπούλου σε κινηματογράφηση της Εύης Καλογηροπούλου. Η σύνθεση όλων αυτών οδηγεί στο έργο που θα παρουσιαστεί στο Τέχνης, προτείνοντας μια νέα θεώρηση της θεατρικής πράξης πέρα από τα όρια του ίδιου του θεάτρου.