Ένα πανέμορφο δεκαεφτάχρονο αγόρι, ο Άλμπέρ, βρίσκεται νεκρό και ακρωτηριασμένο στην άκρη του χωριού του, καταμεσής του κάμπου, φορώντας το κόκκινο μαγιό του. Από εδώ ξετυλίγεται το κουβάρι της ιστορίας που έχει συνθέσει ο Καταλανός Ζουζέπ Μαρία Μιρό, σε ένα έργο που δομείται από μια σειρά μονολογικών αφηγήσεων με την οδηγία να ερμηνεύονται από ένα πρόσωπο. Ο πρώτος μονόλογος είναι του ίδιου του Άλμπέρ, που βγαίνει έξω από το άψυχο σώμα του και ανακαλεί την τελευταία όμορφη ανάμνηση που μοιράστηκε με τους γονείς του πολλά χρόνια πριν. Ο ρεαλισμός έχει ήδη καταστρατηγηθεί και από εδώ και πέρα ο Μιρό μάς παίρνει μαζί του σε μια αλληλουχία ιστοριών που διακλαδώνονται και οδηγούν σταδιακά στις απαντήσεις. Η διαδρομή δεν είναι εύκολη, μια που πρόκειται για έναν δαιδαλώδη λαβύρινθο: χρειάζεται να αποκωδικοποιήσουμε ποια είναι τα πρόσωπα που μιλούν, η μητέρα του Αλμπέρ, η καθηγήτριά του, ο καλύτερος φίλος του πατέρα του, ο ξυλουργός, και να συμπληρώσουμε τις μικρές ψηφίδες που αποκαλύπτουν οι αφηγήσεις τους –για την εξαφάνιση του πατέρα του Άλμπέρ, για τα μυστικά που κρύβονται πίσω από τις κλειστές πόρτες, για τη μυθική ομορφιά του Άλμπέρ που τον έκανε αντικείμενο λατρείας και φθόνου μαζί, για την "αμαρτωλή" διασταύρωση του χωριού, όπου συχνάζουν τραβεστί για ψωνιστήρι– ώστε να μας αποκαλυφθεί η τελική, μεγάλη εικόνα. Κι αυτή όχι με απόλυτη καθαρότητα, καθώς ο συγγραφέας αφήνει να αιωρούνται κι άλλα θέματα σχετικά με την ενοχή, όχι μόνο μιας μικρής κοινωνίας, αλλά ενός ευρύτερου θεσμικού συστήματος.
Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον πως αυτό το πυκνογραμμένο κείμενο που στηρίζεται αποκλειστικά στο λόγο αναδίδει (παρά τις προκλήσεις της κατανόησής του και κάποια ζητήματα ρυθμού) τόση ζωή και δεκάδες γλαφυρές εικόνες. Αυτή η αίσθηση βέβαια οφείλεται και στο παραστασιακό επίτευγμα που έχουν καταφέρει η Ζωή Ξανθοπούλου και ο Αργύρης Ξάφης. Ο τρόπος με τον οποίο ο Ξάφης μεταβαίνει από ρόλο σε ρόλο αδιόρατα, σχεδόν ανεπαίσθητα, αλλά αλλάζοντας τελικά την παραμικρή έκφραση και κίνησή του, πλάθοντας τόσα διαφορετικά πρόσωπα, υπερβαίνει το επίπεδο μίας τεχνικής επιδεξιότητας· δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί αν δεν υπήρχε ουσιαστική προσέγγιση του κειμένου και των ρόλων από τον ηθοποιό και τη σκηνοθέτρια. Κι έτσι δικαιώνεται η επιλογή του συγγραφέα για τη μονοπρόσωπη ερμηνεία: όχι για λόγους κάποιου στοιχήματος υποκριτικής δεινότητας, αλλά για τη δραματική και σκηνική πυκνότητα που προσφέρει, έτσι όπως συμπυκνώνει σε ένα ανθρώπινο σώμα όλα τα πρόσωπα –την ποικιλομορφία, τις νοοτροπίες, τις παθογένειες, την ομορφιά και την ασχήμια– ενός συλλογικού σώματος. Απλό αλλά επιτυχημένο το σκηνικό του Βασίλη Αποστολάτου, ενώνει σε μία αδιαίρετη εικόνα τα δύο βασικά (ψυχικά) τοπία του έργου.
Πρώτη δημοσίευση: 18/4/24
Περισσότερες πληροφορίες
Το πιο όμορφο σώμα που έχει βρεθεί ποτέ σε αυτό το μέρος
Ένας έφηβος, το πιο όμορφο αγόρι σε όλη την αγροτική περιοχή της Καταλονίας, βρίσκεται νεκρός στη μέση του πουθενά. Με αφορμή αυτό το γεγονός, ξεδιπλώνεται η παθογένεια της κλειστής κοινωνίας μιας επαρχιακής πόλης στην οποία δε συμβαίνει ποτέ τίποτα. Παιδεραστία, ομοφοβία, ένοχα μυστικά, καταπιεσμένες ζωές κι ένα τραγούδι που ξυπνά τις πιο εφιαλτικές αναμνήσεις. Όσα δε λέγονται, οδηγούν στον αφανισμό των ηρώων, πραγματικό και υπαρξιακό. Ζωντανοί-νεκροί βυθισμένοι στους πόθους και στα ένστικτά τους, εγκλωβισμένοι στον καθωσπρεπισμό και σε στερεοτυπικές κατασκευές. Αλήθεια, πόσο συνένοχοι είμαστε όταν μένουμε απλοί θεατές αυτής της ανθρωποφαγίας; Ο Αργύρης Ξάφης ερμηνεύει τον πολυπρόσωπο μονόλογο σαν μία εξορκιστική τελετουργία, εμβαθύνοντας στο τραγικό γεγονός της δολοφονίας του έφηβου αγοριού. Οι χαρακτήρες που υποδύεται παλεύουν με τις δικές τους επιθυμίες, αλλά και εκείνες που τους επιβάλλονται από τις καταπιεστικές κοινωνικές δομές μίας φαινομενικά δεμένης κοινότητας.