Με γραφή κοφτή, τηλεγραφική σε σημεία, με τρόπο λοξό αλλά διεισδυτικό, ο "Άσχημος" περιγράφει μια δυστοπία και στις μέρες μας ηχεί ίσως περισσότερο οικείος απ’ ό,τι το 2007 που γράφτηκε. Είναι η ιστορία του Λέτε, ενός άνδρα έξυπνου και ικανού, που όμως γεννήθηκε αποκρουστικός. Ο ίδιος δεν έχει επίγνωση της εικόνας του, αλλά όταν αντιληφθεί ότι το πρόσωπό του τον υποβιβάζει επαγγελματικά, και ειδικά όταν συνειδητοποιήσει ότι και στη γυναίκα του φαίνεται άσχημος, προχωράει σε πλαστική επέμβαση και ιδού: Το νέο του πρόσωπο τον μεταμορφώνει σε… Άδωνι, και τότε όλα εκτοξεύονται, γίνεται περιζήτητος εραστής και αξιοζήλευτος επαγγελματίας. Τόσο ώστε όλοι θέλουν να του μοιάσουν και γύρω του αρχίζουν να εμφανίζονται κι άλλοι Λέτε, ικανοί και πρόθυμοι να τον αντικαταστήσουν σε έναν κόσμο-αποθέωση της εξωτερικής εικόνας.
Ο Γερμανός συγγραφέας, Μάριους φον Μάγιενμπουργκ, εστιάζει στο κυνήγι της τελειότητας και της ομοιομορφίας ως διαβατήριο για την επιτυχία, όχι όμως με ένα έργο δραματικής γραφής. Στον "Άσχημο" διαφαίνεται πράγματι τραγικότητα, όμως το κατεξοχήν χαρακτηριστικό του είναι η πρωτότυπη γραφή: Η ιστορία εκτυλίσσεται μέσα από σκηνές που εναλλάσσονται χωρίς παύσεις, ενώ οι οχτώ ρόλοι ερμηνεύονται από τέσσερις ηθοποιούς˙ μάλιστα, εκτός του Λέτε, τα πρόσωπα έχουν τα ίδια ονόματα. Έτσι, στη σκηνή δημιουργείται ένα παιχνίδι θεατρικότητας, που επιπλέον υπογραμμίζει τις ιδέες του αντικατοπτρισμού, της ομοιομορφίας, της απώλειας ατομικής ταυτότητας και εντέλει προσωπικότητας.
Ο Γιώργος Κουτλής, που προτιμάει τα παράδοξα έργα με σουρεαλιστική δυναμική, αποδεικνύει και εδώ μεγάλες σκηνοθετικές ικανότητες. Χρησιμοποιεί και πάλι εκρηκτική σκηνική ενέργεια (που απογειώνει διάφορες σκηνές, όπως της χειρουργικής επέμβασης), χωρίς να του διαφεύγει η δραματικότητα του κάτω κειμένου. Εφευρίσκει έναν λοξό, παρωδιακό τρόπο (χαρακτηριστικές οι ερωτικές σκηνές) προκειμένου να αποδώσει και να μεγεθύνει το κωμικό στοιχείο. Πετυχαίνει επίσης έναν καλοκουρδισμένο ρυθμό (στοιχείο που χρειάζεται το ίδιο το έργο λόγω της κατασκευής του) κι έτσι η παράσταση εξελίσσεται σαν μια χορογραφία, όπου οι ακατάπαυστες αλλαγές ρόλων, η αβίαστη σκηνική ροή και οι παράλληλες αλλαγές σκηνικών αντικειμένων, κοστουμιών και περουκών συντείνουν σε ένα καλειδοσκοπικό γαϊτανάκι, στο οποίο συμβάλλουν καθοριστικά η κίνηση από τη Χαρά Κότσαλη, καθώς και τα εύστοχα και λειτουργικά σκηνικά (Κωνσταντίνος Σκουρλέτης) και κοστούμια (Ιωάννα Τσάμη).
Αξιότατοι πρεσβευτές του εγχειρήματος οι ηθοποιοί: ο Ηλίας Μουλάς (Κάρλμαν), ο Γιάννης Κλίνης (Σέφλερ) και η Μαίρη Μηνά (Φάνι) αποδίδουν με ευελιξία τους πολλαπλούς ρόλους τους και με ελάχιστα μέσα και σε ελάχιστα δευτερόλεπτα πλάθουν ανθρώπους με εντελώς διαφορετική ταυτότητα. Ο Ορφέας Αυγουστίδης αποδεικνύεται και πάλι ηθοποιός κλάσης: τόσο για τον ανεπαίσθητο, υπόγειο τρόπο με τον οποίο ενσαρκώνει τις διαφορετικές "εκδοχές" του Λέτε όσο και για τη βαθιά δραματικότητά του, όταν ο ήρωάς του αντιλαμβάνεται τη βαθιά υπαρξιακή οδύνη στην οποία έχει περιέλθει.
Περισσότερες πληροφορίες
Ο άσχημος
Ο Λέττε είναι άσχημος. Πολύ άσχημος. Αλλά δεν το ξέρει. Όταν, εξαιτίας προβλημάτων στη δουλειά του, όλοι γύρω του αναγκάζονται να του εξομολογηθούν την απερίγραπτη έκταση της ασχήμιας του, αποφασίζει να πάρει δραστικά μέτρα. Να αλλάξει πρόσωπο. Η εγχείρηση πηγαίνει υπερβολικά καλά και πλέον το ανείπωτα όμορφο πρόσωπό του, θα γίνει το διαβατήριό του για μια νέα ζωή - μια ζωή γεμάτη γυναίκες, δόξα, λεφτά... Όταν όμως το πρόσωπό του γίνεται προϊόν προς πώληση, τα πράγματα θα πάρουν μια πραγματικά άσχημη τροπή. Μια σαρδόνια σκοτεινή κωμωδία του ανατρεπτικού δημιουργού της Σαουμπίνε που καυτηριάζει τη σύγχρονη ναρκισσιστική κοινωνία, με τέσσερις ηθοποιούς να ερμηνεύουν οκτώ ρόλους.