Δύο άνδρες που βγήκαν για ψάρεμα σώζουν ένα σκύλο που κινδυνεύει από πνιγμό, κάπου στα ανοιχτά ενός νησιού στο Βόρειο Αιγαίο. Ο ένας, ο Λεούσης, τον φιλοξένησε στο ξενοδοχείο του μέχρι να αναρρώσει και τώρα περιμένει πώς και πώς την κτηνίατρο για να τον στειρώσει ώστε να μπορέσουν να τον στείλουν στο καταφύγιο των αδέσποτων που υπάρχει στην άλλη πλευρά του νησιού. Βιάζεται να προχωρήσει στην ανακαίνιση του ξενοδοχείο του, ενόψει της καλοκαιρινής σεζόν και δεν θέλει το σκύλο στα πόδια του. Ο Φώτης, ο κηπουρός που ήταν μαζί του στη βάρκα, δεν θέλει ούτε να ακούσει για μεταφορά στο καταφύγιο. Ίσως θα ήταν καλύτερο να τον αφήναν να πνιγεί. Αυτός ζει απέναντι από το καταφύγιο και ξέρει τα πράγματα από πρώτο χέρι: οι κάτοικοι δεν θέλουν ούτε το καταφύγιο ούτε τα σκυλιά. Είναι πολλά, είναι άγρια, έχουν βρομίσει τον τόπο, κι αυτοί φοβούνται να κυκλοφορήσουν τα βράδια. Το καλοκαίρι μαζεύονται σε αγέλες στην παραλία και τρομάζουν τους τουρίστες. Στην πραγματικότητα και οι τρεις, ακόμη και η Ματίνα η κτηνίατρος, διακατέχονται λιγότερο ή περισσότερο από… σκυλοφοβία. Φοβούνται αυτόν τον άγριο, μεγάλο σκύλο που αλυχτά όλη μέρα, δαγκώνει την αλυσίδα του, δείχνει επιθετικός.
Δεν αποφάσισε ο Γιάννης Τσίρος να γράψει ένα έργο για τη φιλοζωία και το πρόβλημα των αδέσποτων. Βρήκε όμως έναν τρόπο να καταθέσει ένα έργο για το προσφυγικό ζήτημα, την ξενοφοβία, τη (μη) ανοχή των κοινωνιών, χωρίς ρητορείες, τσιτάτα, διδακτισμούς, επικλήσεις στο συναίσθημα, κούνημα του δαχτύλου. Ο συγγραφέας, που έχει αποτυπώσει στα έργα του πολλές άσχημες πλευρές της σύγχρονης (ελληνικής) πραγματικότητας, και μάλιστα με ρεαλισμό, εδώ μεταχειρίζεται και πάλι τη ρεαλιστική γλώσσα και συνθήκη, αλλά καταφεύγει στη δύναμη του παραλληλισμού και πετυχαίνει διάνα. Με το συγγραφικό εύρημα να προσδώσει σ’ ένα σκύλο, τον Αράφ, το στοιχείο του ξένου και της απειλής, αφήνει στον θεατή τις νοητικές συνδέσεις με το κάτω επίπεδο του έργου. Δεν αφορίζει, δεν κατακρίνει, δείχνει τους ανθρώπους όπως είναι, ούτε απόλυτα καλούς ούτε απόλυτα κακούς, και δημιουργεί ήρωες που μοιάζουν στον μέσο άνθρωπο, ο οποίος διακατέχεται από προκαταλήψεις και φοβίες, όμως μπορεί και να αναθεωρήσει.
Ο Γιώργος Παλούμπης, με μια μετρημένη σκηνοθεσία, "υποκλίνεται" στη δυναμική του έργου και καθοδηγεί πολύ ωραία τους ηθοποιούς σε αυτό το στέρεο δραματουργικό οικοδόμημα. Στη σκηνή υπάρχει δυναμισμός, χιούμορ, γλώσσα που μιλιέται, εντάσεις χωρίς υπερβολές. Τρεις ωραίοι ηθοποιοί ερμηνεύουν αυτούς τους "δικούς μας" ανθρώπους: Σήφης Πολυζωίδης (Λεούσης), Φώτης Λαζάρου (Φώτης), Ράνια Σχίζα (Ματίνα), με ωραία χημεία, αβίαστη επικοινωνία, σε μια παράσταση που ρέει αβίαστα και ολοκληρώνεται με ένα τρυφερό κλείσιμο του ματιού. Συνεπή τα κοστούμια και η φολκλόρ διακόσμηση του νησιώτικου ξενοδοχείου (σκηνικά-κοστούμια: Νατάσσα Παπαστεργίου).
Περισσότερες πληροφορίες
Αράφ
Στο νέο θεατρικό του Γιάννη Τσίρου μεταφερόμαστε σε ένα νησί όπου ένας ξενοδόχος, ένας κηπουρός και μία κτηνίατρος, στέκονται απέναντι, ενώ είναι μαζί. Είναι αντιμέτωποι με μία κοινωνία που υποκρίνεται και απαιτεί διαρκώς, χωρίς καμία επίγνωση της ενοχής της. Πρόκειται για μία σύγχρονη ιστορία, με ηθικά διλήμματα, συγκρούσεις και ερωτήματα που χρειάζονται απαντήσεις. Με ανθρώπους (ή σκύλους) που ψάχνουν φάρους σε ακτές και μία θάλασσα ελεύθερη να τους ταξιδέψει. Η παράσταση επικοινωνεί με τον θεατή αφενός σε επίπεδο ψυχαγωγικό -εφόσον το έργο ξεδιπλώνεται μέσα από ανατροπές και χιούμορ- και αφετέρου σε επίπεδο βαθιά κοινωνικό, ψυχολογικό έως και φιλοσοφικό, με τους χαρακτήρες να επιδεικνύουν τόσο σκληρότητα όσο και ενσυναίσθηση.