Στο περιθώριο των μεγάλων δραμάτων του, ο Τσέχοφ έγραψε μια σειρά μονόπρακτων, ανάμεσα στα οποία την "Αρκούδα". Εμπνευσμένος από το γαλλικό βοντβίλ, έκανε τη δική του απόπειρα στο είδος, υπογράφοντας και "επίσημα" μια καθαρόαιμη φαρσική κωμωδία· άλλωστε, και τα δραματικά έργα του, κωμωδίες τα χαρακτήριζε. Ο τίτλος αναφέρεται στον Γκριγκόρι Στεπάνοβιτς, έναν αγροίκο κτηματία που επισκέπτεται το σπίτι μιας χήρας για να ζητήσει την αποπληρωμή ενός χρέους που του είχε αφήσει ο σύζυγός της. Η συντετριμμένη από το πένθος της Ελένα Ιβάνοβνα του ζητάει μία ημέρα διορία· τότε θα έρθει αντιμέτωπη με το ξέσπασμα του Γκριγκόρι, ο οποίος θα φτάσει στο σημείο να την καλέσει σε μονομαχία, προκειμένου να λύσουν τη διαφορά τους. Η Ελένα, περήφανη και πεισματάρα, θα δεχτεί, αφού πρώτα οι δυο τους λογομαχήσουν και για το πώς αντιλαμβάνονται τα δύο φύλα τα θέματα της αγάπης και της συζυγικής πίστης. Μόνο που ο Γκριγκόρι θα αντιληφθεί πως έχει γοητευθεί από την προσωπικότητα της αντιπάλου του και η μονομαχία θα ακυρωθεί για χάρη του έρωτα.
Ο Νίκος Καρδώνης, ηθοποιός με σημαντική διαδρομή, υπογράφει την πρώτη του σκηνοθεσία, εμφυτεύοντας στο έργο ζωηρή μουσική και σωματική ενέργεια. Η παράστασή του δίνεται στη γραμμή της κωμικής υπερβολής, κυρίως όσον αφορά τη σκιαγράφηση των χαρακτήρων, ενώ συνολικά η σκηνοθεσία είναι ανάλαφρη, περιπαικτική και αντιμετωπίζει το κείμενο με δημιουργική, ευφρόσυνη "αυθάδεια". Αρκετά είναι τα εξωκειμενικά στοιχεία και στη σκηνή εισβάλλουν στοιχεία αυτοσχεδιασμού, τραγούδια, κωμικές νύξεις για άλλα έργα, σχετικά ή άσχετα με την υπόθεση, και η παράσταση συνολικά γίνεται αφορμή για μια γιορτή του ίδιου του θεάτρου, της καλλιτεχνικής δημιουργίας και της χαράς της υποκριτικής τέχνης. Σε αυτό το πλαίσιο, η παράσταση αποκτάει τη δική της αυτάρκεια σε σχέση με το έργο, το οποίο, χωρίς να χάνεται από τον σκηνοθετικό ορίζοντα, αποκτάει πάντως έναν σχηματικό χαρακτήρα.
Η τριάδα των ηρώων ερμηνεύεται σύμφωνα με τη σκηνοθετική επιθυμία για κωμική εξωστρέφεια όμως είναι αξιοσημείωτο –και χρεώνεται ως κέρδος της σκηνοθεσίας και των ερμηνειών– πως οι ηθοποιοί έχουν εμπλουτίσει τις έντονες, μεγαλόφωνες και μεγαλόσχημες παρουσίες τους με αξιοσημείωτους υπόγειους χρωματισμούς και υπαινιγμούς, που φανερώνουν δουλειά και σκέψη: η Κατερίνα Λάττα (Ελένα), ο Γιάννης Δενδρινός (Γκριγκόρι) και ο Γιάννης Λατουσάκης (Λούκα, υπηρέτης της Ελένα). Την ερμηνευτική τριάδα συμπληρώνει ο Μιχάλης Λατουσάκης, που με τη μουσική του συνομιλεί με τους ηθοποιούς και τις δράσεις και συμβάλλει καθοριστικά στο προσωπικό ύφος της παράστασης. Σε αντίστοιχο ύφος τα κοστούμια της Αλεξάνδρας-Αναστασίας Φτούλη, ενώ ωραία δουλειά έχει γίνει και με τα σκηνικά, όχι μόνο για τη χαριτωμένη αν και απλή ιδέα της πένθιμης κουρτίνας που περικλείει μέρος της δράσης, αλλά και επειδή λειτουργούν στον δύσκολο σκηνικό χώρο του Αμφι-Θεάτρου.
Περισσότερες πληροφορίες
Η αρκούδα
Η υπόθεση εξελίσσεται σ’ ένα αγρόκτημα στην επαρχία του Ρίπλοβο, όπου κατοικεί η Έλενα Πόποβα, μια όμορφη χήρα που μήνες τώρα πενθεί για την απώλεια του συζύγου της. Κλεισμένη και πλήρως απομονωμένη στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού της, δέχεται την επίσκεψη του απόστρατου υπολοχαγού Σμιρνώφ που απαιτεί με άκομψο τρόπο την εξόφληση δυο γραμματίων που του χρωστούσε ο εκλιπών. Η βαρυπενθούσα δεν έχει αντίρρηση, η συμπεριφορά του όμως και οι απόψεις που έχει ο ίδιος για τις γυναίκες την ταράζουν. Η ένταση ανάμεσα τους κορυφώνεται και η σύγκρουση είναι αναπόφευκτη. Το πένθος, το χρέος και ο έρωτας αντιμετωπίζονται από τον Τσέχοφ με αθωότητα και αυτοσαρκασμό.