Ο πεζογράφος Δημήτρης Οικονόμου υπογράφει το πρώτο του θεατρικό έργο και αιχμαλωτίζει σε ένα μονόλογο σπαράγματα της ζωής και της προσωπικότητάς της μεγάλης ερμηνεύτριας Φλέρυς Νταντωνάκη. Τοποθετεί τη δράση ύστερα από ένα πραγματικό περιστατικό –την τελευταία συναυλία που έδωσε, το 1985 στη Ρωμαϊκή Αγορά, απ’ όπου αποχώρησε πριν τη λήξη της– και, χωρίς να φέρνει κάτι νέο στο δραματουργικό είδος των βιογραφικών μονολόγων (είδος που έχει τη δική του γοητεία και γι’ αυτό γνωρίζει ευρεία αποδοχή), παραδίδει ένα ωραίο, μεστό και ρέον κείμενο, που ακολουθεί την ηρωίδα στα γεγονότα της ζωής της που τη σημάδεψαν και στις εσωτερικές διαδρομές της, στους δαίμονες και στις μουσικές διεξόδους της.
Μόνη στη σκηνή, στον προσωπικό της χώρο που ανασυνθέτει η Άση Δημητρολοπούλου με μερικές παρτιτούρες πεσμένες στο πάτωμα, ένα παλιό ραδιόφωνο, μια κιθάρα σε μια γωνία, η Φλέρυ βρίσκει καταφύγιο στις αναμνήσεις της, έχοντας μόλις δραπετεύσει από το πλήθος που αδημονεί να την ακούσει – ίσως όμως και να την κατασπαράξει. Ξορκίζει τα άσχημα παιδικά της χρόνια και τον βάναυσο πατέρα της, επιστρέφει στην εγκατάστασή της στην Αμερική, στο όνειρό της να γίνει ηθοποιός που ναυάγησε νωρίς, στη γνωριμία και συνεργασία της με σπουδαίους καλλιτέχνες όπως η Τζόαν Μπαέζ, και βέβαια στη γνωριμία της με τον Μάνο Χατζιδάκι ("ήταν για μένα ο πατέρας που δεν είχα"), του οποίου υπήρξε μούσα.
Η επαναστάτρια και ευαίσθητη Φλέρυ, το για πάντα πληγωμένο παιδί, η προικισμένη και ταλαντούχα αλλά εντέλει παραγνωρισμένη καλλιτέχνιδα ("ακόμη και στον τάφο μου λάθος θα γράψουν το όνομά μου", επισημαίνει) επιδίδεται σε μία εκ βαθέων εξομολόγηση, ενώ το κείμενο –μυθοπλαστικό αλλά προϊόν έρευνας– χρησιμοποιεί τα βιωμένα γεγονότα για να συλλάβει κάτι από το πνεύμα και την αύρα αυτού του μυθικού, σχεδόν εξωπραγματικού πλάσματος, που φλέρταρε με την ιδέα του θανάτου, πίστευε στο υπερρεαλιστικό στοιχείο και ταλανιζόταν από το φόβο για τους δαίμονες και τις ανέστιες, περιπλανώμενες ψυχές.
Ο Μάνος Καρατζογιάννης στη σκηνοθεσία, αναμενόμενα ίσως, περιορίζεται σε μια διακριτική καθοδήγηση και στρέφει τον προβολέα στην Ελένη Κοκκίδου, που ενσαρκώνει για πρώτη φορά το κείμενο. Αρχικά ίσως δείχνει υπερβολικά γήινη και η έναρξη του μονολόγου σηματοδοτεί μια κάπως μελιστάλαχτη και ίσως μελοδραματική ερμηνεία, σταδιακά, όμως, η ηθοποιός εισάγεται –και παρασέρνει κι εμάς– σε αυτό το ταξίδι στο μυαλό και την ψυχή της Νταντωνάκη, συλλαμβάνοντας με ευαισθησία και συγκίνηση την ευθραυστότητα και τη μοναδικότητά της. Τη συνοδεύει στο πιάνο ο Αντώνης Παπακωνσταντίνου, αθέατος στους θεατές, αφήνοντας έτσι τους ήχους και τις νότες να απλωθούν στο χώρο σαν να προέρχονται από τα βάθη του μυαλού της.
Περισσότερες πληροφορίες
Το τραγούδι της Φλέρυς
1985. Ρωμαϊκή Αγορά. Η τελευταία μεγάλη συναυλία της Φλέρυς Νταντωνάκη, της μούσας του Μάνου Χατζιδάκι. Το καλλιτεχνικό γεγονός παίρνει τεράστιες διαστάσεις και το πλήθος είναι τόσο μεγάλο που παρακολουθεί τη συναυλία κρεμασμένο στα κάγκελα. Λίγο πριν την έναρξη, η Φλέρυ παθαίνει κρίση αγοραφοβίας και αρνείται να βγει στη σκηνή. Περνάει κάποια ώρα μόνη της προσπαθώντας να συνέλθει και να βρει το κουράγιο που χρειάζεται. Πώς ένιωθε; Από πού προσπαθούσε να αντλήσει δύναμη; Ποιες ήταν οι αξίες της και ποιοι οι εφιάλτες της; Με αυτά τα δραματικά λεπτά, τις σκέψεις, τα συναισθήματά, τις αγωνίες και τις ανασφάλειες της τραγουδίστριας καταπιάνεται το έργο, αναζητώντας το όριο εκείνο ανάμεσα στην Τέχνη και τη θυσία. Την ιδιοφυία και το τίμημα. Το έργο αποτελεί το πρώτο θεατρικό έργο του Δημήτρη Οικονόμου, το οποίο ερμηνεύει με ζήλο η Κοκκίδου.