Απολύτως θεατρική, με επιρροές από το επικό θέατρο του Μπρεχτ στην κατασκευή της, θα έλεγε κανείς ότι η ταινία του Λαρς φον Τρίερ είναι προορισμένη να παρασταθεί στο σανίδι. Θέτει, βέβαια, τεράστια στοιχήματα σε κάθε επικείμενη σκηνοθεσία, σχετικά με το ύφος που αυτή θα ακολουθήσει αλλά και κατά πόσο θα καταφέρει να συλλάβει και να αποτυπώσει το ζόφο της ιστορίας· επιπλέον, πίσω από κάθε ανέβασμα καραδοκεί ένας σημαντικός "αντίπαλος": η απουσία της έκπληξης, καθώς η ταινία αποτελεί μία από τις αγαπημένες των μυημένων θεατρόφιλων και η υπόθεσή της τους είναι γνωστή. Η ταινία αφηγείται την εγκατάσταση μιας νεαρής κοπέλας που καταδιώκεται από τους γκάνγκστερ σε μια μικρή αμερικανική κωμόπολη, κάπου τη δεκαετία του ’30. Εκεί, η Γκρέις θα αναγκαστεί να "εξαγοράσει" την αποδοχή των κατοίκων με τη σκληρή δουλειά της και με τη στωική υπομονή που επιδεικνύει στην άγρια εκμετάλλευση και κακοποίηση, έως ότου υπογράψει η ίδια την τελευταία σελίδα του δράματος, σε ένα από τα εμβληματικότερα φινάλε που έχουμε απολαύσει στην έβδομη τέχνη.
Στην προκειμένη περίπτωση, η Λίλλυ Μελεμέ ανεβάζοντας την παράσταση για τον μέσο θεατή επαφίεται κυρίως στη δύναμη της πρωτότυπης ιστορίας και, από αυτή τη σκοπιά, πράγματι κατορθώνει να ξαφνιάσει και να ερεθίσει τα αντανακλαστικά του ανυποψίαστου θεατή. Πρόκειται, άλλωστε, για ένα σοκαριστικής επίδρασης έργο-σπουδή πάνω στην ανθρώπινη φύση και τη φύση του "κακού". Πέραν αυτού, όμως, η παράσταση δεν έχει κάτι περισσότερο να επιδείξει, ίσως επειδή η σκηνοθεσία πέφτει στην παγίδα που έχει στήσει επιδέξια ο Τρίερ, στο γεγονός δηλαδή πως η υπόθεση αναπτύσσεται με την καθαρότητα, το διδακτισμό και την "απλοϊκότητα" μιας παραβολής.
Ενώ όμως στην ταινία ο διδακτικός χαρακτήρας λειτουργεί συνταρακτικά χάρη στον τρόπο κινηματογράφησης, η παράσταση μένει στάσιμη σε ένα εξωτερικό διδακτικό περιτύλιγμα. Είναι θεμιτή επιλογή να μην ακολουθηθεί το ύφος του Τρίερ, όμως η σκηνοθεσία δεν ακολουθεί κάποιον άλλο διακριτό δρόμο, ώστε να αποτυπώσει με ένταση τη βιαιότητα της ιστορίας και του "μηνύματος" του έργου. Ως αποτέλεσμα, η ιστορία εξελίσσεται μάλλον επιγραμματικά και τα φρικτά γεγονότα που συντελούνται (με αποκορύφωμα τους κατά συρροήν βιασμούς της Γκρέις) αποδίδονται επιδερμικά, άτολμα και τελικά ανώδυνα.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι ηθοποιοί δείχνουν μάλλον αβοήθητοι. Ο Στέλιος Μάινας, στους ρόλους του αφηγητή και του πατέρα της Γκρέις, διατηρεί τη στόφα του ταλέντου του, αλλά δείχνει μάλλον διεκπεραιωτικός, και οι περισσότεροι ηθοποιοί, άλλοι καλύτερα άλλοι όχι, ερμηνεύουν μονοδιάστατα τους καχύποπτους κατοίκους του Dogville (Νικολέτα Βλαβιανού, Φωτεινή Παπαχριστοπούλου, Ανδρέας Νάτσιος, Θοδωρής Κατσαφάδος κ.ά.). Ξεχωρίζει για τη συναισθηματική του ευελιξία ο Αλέξανδρος Μαυρόπουλος (Τομ Έντισον), ενώ και η Έλλη Τρίγγου ως Γκρέις έχει καλές στιγμές. Ωραίο το ελλειπτικό σκηνικό της Θάλειας Μέλισσα, ακολουθεί την αφαιρετική οδό της ταινίας, υποβλητική η μουσική του Σταύρου Γασπαράτου.
Περισσότερες πληροφορίες
Dogville
Αριστουργηματική αλληγορία που εξετάζει τα όρια της ηθικής, παίζει με το δίπολο θύμα-θύτης, ενώ ξεγυμνώνει τα κατώτερα ένστικτα της ανθρώπινης φύσης.