Ο Θεόδωρος Τερζόπουλος αφήνει για την ώρα τα έργα της αρχαίας τραγωδίας που κυρίως τροφοδοτούν τη δουλειά του, όπως και αυτά του Μπέκετ και του Ίψεν που οδήγησαν στις πρόσφατες εγχώριες και διεθνείς παραστάσεις του, και επιστρέφει στις σκηνικές συνθέσεις με τις οποίες προσέγγισε διαφορετικές όψεις και μοτίβα της εξουσίας ("Alarme", "Amor", "Ανκόρ"), ολοκληρώνοντας ενδεχομένως μια άτυπη τετραλογία. Η τωρινή παράσταση είναι δεμένη, όσο καμία άλλη ίσως, σε ένα χειροπιαστό "εδώ και τώρα", το οποίο όμως στη σκηνή του Άττις γίνεται μοναδικό έργο τέχνης, υπερβαίνει τις δικλείδες ασφαλείας του ρεαλιστικού θεάτρου και τελείται ενώπιόν μας ως μυστικιστική τελετουργία. Στον πυρήνα του "Ρέκβιεμ" βρίσκεται μια πραγματικότητα που ζητάει επιτακτικά την προσοχή μας, οι γυναικοκτονίες – αλλά βέβαια και αυτή η θεματική δεν θα μπορούσε παρά να εκπληρωθεί σε μια παράσταση ενταγμένη απόλυτα στο είδος του θεάτρου που με πάθος, πίστη, ακρίβεια και μαεστρία υπηρετεί ο Τερζόπουλος.
Εξήντα λεπτά αντιρεαλιστικής τέχνης συντελούνται επί σκηνής, όπου ελάχιστες σκόρπιες λέξεις ακούγονται, ένα-δυο τραγούδια και ένας διαρκής επώδυνος θρήνος, ένα ρέκβιεμ για τα θύματα. Στηριγμένο στην εικαστικότητα και την τελετουργική αισθητική που διακρίνεται σε σήμα κατατεθέν του σκηνοθέτη, το "Ρέκβιεμ" εκτυλίσσεται ως μια τελετουργική κατάβαση δύο γυναικών στο μαύρο σκοτάδι του θανάτου· γυναικών που θα μπορούσαν να έρχονται από τα βάθη του χρόνου, του αρχαίου δράματος ή της μυθολογίας, έτσι όπως είναι ντυμένες με τα αραχνοΰφαντα μακριά φορέματά τους (τα υπογράφει η Λουκία), αλλά λειτουργούν ως "σύμβολα" κουβαλώντας στα σώματά τους αυτά των δεκάδων, εκατοντάδων γυναικών μετά από αυτές.
Πρόκειται για ένα θέαμα απαιτητικό, ίσως, για τους μη μυημένους στο θέατρο του Τερζόπουλου, καθώς στηρίζεται στο ελάχιστο, αν και στην πραγματικότητα το μέγιστο και κυριότερο εργαλείο του θεάτρου: την παρουσία του ηθοποιού. Με ελλειπτική δραματουργία και ακόμη πιο ελλειπτικό λόγο, η παράσταση αντλεί την πυκνότητά της από τη δύναμη της αφαίρεσης και της λιτότητας, όπως και τα προηγούμενα έργα της τετραλογίας, αν και εδώ οι "συνεκτικοί αρμοί" μορφής και περιεχομένου εμφανίζονται ακόμη πιο χαλαροί, στοιχίζοντας στο αποτέλεσμα. Το θέαμα είναι βέβαια ακόμη απαιτητικότερο για τις δύο ερμηνεύτριες, που "μετατρέπονται" σε εκφραστικά εργαλεία φωνής και κίνησης, ενώ συντονίζονται σαν ζώντα μουσικά όργανα οι ίδιες με τη μουσική του Παναγιώτη Βελιανίτη. Η Σοφία Χιλλ και η Αγλαΐα Παππά, δύο ερμηνεύτριες που έχουν πολλαπλώς αποδείξει τις τρομερές τους δυνατότητες, όπως κάνουν και εδώ, είναι καθηλωτικές καθώς διασχίζουν τη βαθιά, σχεδόν άδεια σκηνή, στο κέντρο της οποίας δεσπόζουν δύο μαχαίρια, λίγο πριν ενωθούν σε έναν σφιχτό, όσο και θανατηφόρο τελευταίο χορό-εναγκαλισμό – μια υπενθύμιση του διαρκώς ζητούμενου στο θέατρο: ο/η ουσιαστικά παρών/ούσα επί σκηνής ηθοποιός.
Περισσότερες πληροφορίες
Ρέκβιεμ
Το τελευταίο μέρος της άτυπης τετραλογίας που υπογράφει ο Θ. Τερζόπουλος για τη σύγκρουση και την εξουσία («Alarme», «Amor», «Ανκόρ») εστιάζει στο ζήτημα των γυναικοκτονιών και έχει τη μορφή ενός σκηνικού έργου τέχνης υψηλής αισθητικής, που υπερβαίνει τις δικλείδες ασφαλείας του ρεαλιστικού θεάτρου. Την τελετουργική κατάβαση των δύο γυναικείων μορφών στο μαύρο σκοτάδι του θανάτου ερμηνεύουν μοναδικά η Αγλαΐα Παππά και η Σοφία Χιλλ.