Συγγραφέας που έχει κάνει το βίωμά του τέχνη, ο Εντουάρ Λουί θεωρήθηκε "εκδοτικό φαινόμενο", από την πρώτη του εμφάνιση στα γαλλικά γράμματα πριν μερικά χρόνια. Πολύ γρήγορα μεταφράστηκε σε διάφορες γλώσσες, αλλά και προσείλκυσε το ενδιαφέρον των καλλιτεχνών του θεάτρου κι έτσι τα έργα του έχουν ανέβει σε διάφορες ευρωπαϊκές σκηνές: το καλοκαίρι του 2021 βλέπαμε στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών την "Ιστορία της βίας" από τη Σαουμπύνε και τον Τόμας Όστερμάγιερ, ενώ το πρωτόλειό του "Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ" παρουσιάστηκε το 2019 στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού από τον Ηλία Αδάμ. Μεγαλωμένος σε μια μικρή επαρχιακή πόλη της Γαλλίας, όπου γεννήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του '90, ο Λουί αφηγείται στα έργα του τη ζωή του ως ομοφυλόφιλου, από τα παιδικά χρόνια στην εφηβεία κι έπειτα στην ενηλικίωση, δηλαδή τη βία, την κακοποίηση, τη μη αποδοχή που βίωσε στο σπίτι, στο σχολείο, στη γειτονιά του. Στο "Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου" συγκεκριμένα, προχωράει σε μια συγκλονιστική αφήγηση της σχέσης με τον πατέρα του, που αμφιταλαντευόταν μεταξύ αποδοχής και απόρριψης, υπό τη "σκιά" της ομοφυλοφιλικής του ταυτότητας, σε μια αφήγηση που είναι συνάμα μια κραυγή για αποδοχή και μια βαθιά κατάφαση αγάπης. Φόντο σε αυτή την επώδυνη διαδρομή είναι η αδυσώπητη ταξική πραγματικότητα της Γαλλίας των 90's και του νέου αιώνα, δηλαδή οι συνέπειες των αντιλαϊκών πολιτικών που οδήγησαν τη χώρα σε όλο και βαθύτερες κοινωνικές ανισότητες, ανεργία, φτωχοποίηση.
Η παράσταση που σκηνοθετεί ο Χρήστος Θεοδωρίδης είναι πρωτίστως μια γενναία παράσταση, καθώς παίρνει αυτό το βαθιά προσωπικό, εξομολογητικό κείμενο και το ανασυστήνει επί σκηνής αποκαλύπτοντας όλη την οδυνηρή αλήθεια του. Σαν να μας κοιτάει κατάματα, η παράσταση ανταποκρίνεται στην όλο αγωνία έκκληση του γιου: "μπαμπά, κοίτα", και κατεβαίνει στην πλατεία ζητώντας τη δική μας αποδοχή όλων αυτών που τολμούν -ή θέλουν αλλά δεν τολμούν- να σταθούν μπροστά στους γονείς τους, φορώντας ψηλά τακούνια, βάζοντας κραγιόν ή χορεύοντας "γυναικεία". Πρόκειται, αδιαμφισβήτητα, για άξιο -όσο και σπάνιο- δείγμα ενός μάχιμου σύγχρονου θεάτρου που εκφέρει άποψη και θέση και λειτουργεί συνολικά έχοντας την επίγνωση πως η τέχνη είναι και πολιτική.
Αλλά και από θεατρικής άποψης, η παράσταση αποδεικνύεται εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, καθώς το κείμενο μοιράζεται σε δύο ηθοποιούς, που ερμηνεύουν από κοινού τους βασικούς ρόλους του πατέρα και του γιου, αλλά και τα υπόλοιπα πρόσωπα της οικογένειας, διαμορφώνοντας πολύ επιτυχημένα το πατριαρχικό και τοξικό περιβάλλον που μεταφέρει το κείμενο. Ξεπερνώντας το επίπεδο μιας αφηγηματικής παράστασης, η πρόταση του Χρήστου Θεοδωρίδη εμπλέκει τους δύο ερμηνευτές σε μια συνεχή εναλλαγή μεταξύ των δύο ρόλων, η οποία προκύπτει αβίαστα και φαινομενικά "ακανόνιστα". Ο αόρατος ακροατής/συνομιλητής του λογοτεχνικού έργου, εδώ αποκτάει φυσική υπόσταση, ενώ η απόφαση να ερμηνεύσουν και οι δύο ηθοποιοί όλους τους ρόλους δίνει στη μεταξύ τους σχέση μοναδική ρευστότητα και δυναμική επικοινωνία, καθώς τα πρόσωπα προκύπτουν και σβήνουν το ένα μέσα στο άλλο. Ο Ντένης Μακρής και ο Γιώργος Κισσανδράκης φέρουν εις πέρας αυτόν τον άθλο (όχι μόνο από άποψη τεχνικής δεξιότητας και αρτιότητας), μεταφέροντας στην παρουσία τους, στο σώμα, στα λόγια και στις σιωπές τους, μία πολυεπίπεδη συναισθηματική και ερμηνευτική συνθήκη.
Περισσότερες πληροφορίες
Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου
Στο αυτοβιογραφικό έργο του ο Εντουάρ Λουί προχωρά σε μια αιχμηρή εξομολόγηση μέσα από την οποία αφηγείται την ιστορία της ζωής του πατέρα του μέσα από την οδυνηρή σχέση τους, που αμφιταλαντευόταν μεταξύ αποδοχής και απόρριψης, υπό τη "σκιά" της ομοφυλοφιλικής του ταυτότητας. Εκτός, όμως, από μια προσωπική, συγκλονιστική εξομολόγηση, μέσα από την οποία ο συγγραφέας προσπαθεί να επαναπροσεγγίσει, να κατανοήσει και τελικά να συγχωρέσει τον πατέρα του, το έργο εκφράζει την άποψή του για την κυρίαρχη πολιτική των κυβερνήσεων. Η παράσταση αποτελεί ένα σπάνιο δείγμα ενός μάχιμου σύγχρονου θεάτρου με άποψη και θέση, που διαδραματίζεται με φόντο την αδυσώπητη ταξική πραγματικότητα της Γαλλίας των 90's.