Το 1980, ο Μάριος Ποντίκας έγραψε ένα σημαντικό έργο. Αρχικά, επειδή έπιασε ένα σκληρό, επώδυνο ζήτημα: το διασυρμό μιας νεαρής κοπέλας, θύματος βιασμού, από το σύνολο του οικογενειακού και κοινωνικού της περίγυρου. Κι έπειτα, για τον τρόπο με τον οποίο το μεταχειρίστηκε: αποτυπώνοντας με ρεαλισμό, χωρίς εξωραϊσμούς, μεταφορές ή συμβολισμούς το φαινόμενο της ενοχοποίησης του θύματος, αλλά ταυτόχρονα υπερβαίνοντας το αυστηρά ρεαλιστικό πλαίσιο: σχεδόν αποστασιοποιημένα αλλά ακριβοδίκαια, ο Ποντίκας εκθέτει νοσηρές συμπεριφορές και νοοτροπίες με ύφος που προσεγγίζει το θέατρο ντοκουμέντο. Η δράση τοποθετείται στην αίθουσα του δικαστηρίου όπου δικάζεται ο δράστης, ενώ παρεμβάλλονται στις σκηνές των καταθέσεων οι ιδιωτικές στιγμές της οικογένειας στο σπίτι. Έτσι, ξεδιπλώνεται ένα μωσαϊκό φωνών απέναντι στις οποίες το θύμα έχει βουβή παρουσία: το βιασμένο και ανυπεράσπιστο γυναικείο σώμα ανάγεται σε κομβικό δραματικό πυρήνα, εναντίον του οποίου εκτοξεύεται ένας στρόβιλος λεκτικών και σωματικών κακοποιήσεων.
Η παράσταση που σκηνοθετεί η Ελένη Σκότη (με συνεργάτη τον Γιώργο Χατζηνικολάου) έχει μοιραστεί ανάμεσα στο ρεαλισμό και στο "ντοκουμενταρίστικο" ύφος του έργου· τα αποδίδει και τα δύο, τα κρατάει όμως σε διακριτούς ρόλους, χωρίς να καταφέρει να τα ενσωματώσει σε ένα ομοιογενές σύνολο. Στη σκηνή βλέπουμε δύο κόσμους, δύο σκηνικούς τρόπους. Πολύ καλές οι σκηνές του δικαστηρίου και εξαιρετική η απόφαση να ανατεθούν οι ρόλοι των μαρτύρων (ιατροδικαστής, δικηγόρος, γειτόνισσα, δράστης) σε έναν ηθοποιό, καθώς όλες μεταφέρουν αποχρώσεις της ίδιας σεξιστικής αντίληψης (δείγμα της συγγραφικής διάνοιας είναι πως ακόμη και η υπεράσπιση του θύματος γίνεται πάνω στη ρητορική περί προάσπισης της "τιμής" των νεαρών κοριτσιών). Τους αποδίδει ωραία ο Στέλιος Δημόπουλος, μεταφέροντας εύστοχα –και με την απαιτούμενη ουδετερότητα όπου χρειάζεται– τον κεκαλυμμένο μισογυνισμό τους.
Τα πράγματα αλλάζουν στις οικογενειακές σκηνές, οι οποίες μεταδίδουν μια ηθογραφική αίσθηση, κάνοντας το έργο να μοιάζει ξεπερασμένο που δεν μας πολυαφορά πια. Σε αυτό συντελεί σημαντικά το σκηνογραφικό και ενδυματολογικό ύφος της εποχής των 70s-80s (σκηνικά: Γιώργος Χατζηνικολάου, κοστούμια: Μαρία Αναματερού) – ίσως μια περισσότερο άχρονη επιλογή λειτουργούσε ευνοϊκότερα. Αυτό δεν σημαίνει ότι η παράσταση δεν μεταδίδει τη ζοφερή κατάσταση που εκθέτει ο "Γάμος": την αντιμετώπιση της γυναίκας ως αντικειμένου, την έννοια της "τιμής" που βαραίνει σαν πέλεκυς πάνω από τα κεφάλια των κοριτσιών, τον εσωτερικευμένο μισογυνισμό, τη σωματική και ψυχολογική βία. Κι αυτό χάρη και στις ερμηνείες, που επιβεβαιώνουν ότι η Ελένη Σκότη είναι σκηνοθέτρια που δουλεύει με τους ηθοποιούς. Μπορεί ο Ηλίας Βαλάσης να εγκλωβίζεται στον μονοκόμματο ρόλο του βίαιου πατέρα, όμως η Αθανασία Κουρκάκη είναι εξαιρετική στο ρόλο της κακοποιητικής αδερφής, όπως και η Μαρία Κατσένου, ως μητέρα, θύμα κι αυτή της πατριαρχικής βίας. Αξιοσημείωτη η απόδοση του κεντρικού ρόλου από την εύθραυστη, σχεδόν παιδική παρουσία της Μέγκυς Σούλι.
Περισσότερες πληροφορίες
Ο γάμος
Μια νεαρή κοπέλα βιάζεται και ό,τι ακολουθεί είναι οι αλλεπάλληλοι «βιασμοί» της από την οικογένεια, την κοινωνία, τους εκπροσώπους της δικαιοσύνης. Η ίδια βρίσκεται «καθηλωμένη» σε όλη τη διάρκεια του έργου, αμέτοχη και ανυπεράσπιστη, ενώ παρακολουθούμε όλους τους ανθρώπους γύρω της να έχουν λόγο και άποψη γι’ αυτό που της συνέβη και δικαιώματα πάνω στο σώμα της, που γίνεται ένα πεδίο συγκρούσεων. Η υποκρισία οδηγεί στη συμβιβαστική λύση του γάμου της με τον βιαστή της και την ίδια στην αυτοπυρπόληση. Τυλιγμένη ολόκληρη σε επιδέσμους λόγω των καθολικών εγκαυμάτων, παραμένει βουβή μέχρι τέλους στην αίθουσα δικαστηρίου, αρνούμενη να ενδώσει σε οποιαδήποτε συναινετική συμμετοχή της και γίνεται το τραγικό σύμβολο της αξιοπρέπειας απέναντι σε κάθε είδους βιασμό. Ο ρεαλισμός και το ντοκουμενταρίστικο ύφος συναγωνίζονται σε αυτήν τη σκηνική απόδοση του σημαντικού νεοελληνικού έργου, που εκθέτει χωρίς ωραιοποιήσεις την κακοποίηση που επιφυλάσσει η οικογένεια και η κοινωνία στα θύματα βιασμού.