Πιάνοντας το νήμα σχεδόν από εκεί που είχε μείνει στο φινάλε του «Σμύρνη μου, αγαπημένη», το νέο έργο της Μιμής Ντενίση διακρίνεται καταρχήν από μια αυτονομία, που επιτρέπει την παρακολούθηση της παράστασης και σε όσους δεν γνωρίζουν το πρώτο μέρος. Η ιστορία ξεκινάει το 1924, όταν –με την ανταλλαγή των πληθυσμών– η Φιλιώ Μπαλτατζή με την κόρη, τον γιο και τη νύφη της καταφθάνουν στη Θεσσαλονίκη από τον Πειραιά, όπου είχαν μείνει μετά το διωγμό τους από τη Σμύρνη, και σταματάει το 1940, με τους άντρες του έργου να φεύγουν για το μέτωπο.
Το κείμενο, αναγκαστικά μεγάλο σε έκταση, αλλά με αξιοσημείωτη ευρυθμία, μπλέκει τις προσωπικές ιστορίες των ηρώων με την Ιστορία, επιχειρώντας και καταφέρνοντας να πετύχει μια ψύχραιμη αφήγησή της, διάσπαρτη με χιούμορ κι αίσθημα ελπίδας. Δεν μπορεί να μην παρατηρήσει κάποιος την ανάγκη της συγγραφέα να δηλώσει, σχεδόν με πείσμα, το ουμανιστικό πνεύμα της. Η ηρωίδα της, η Φιλιώ Μπαλτατζή, η αρχόντισσα της Σμύρνης με την αμέτρητη περιουσία, που έφτασε απένταρη στην Ελλάδα, γίνεται μια οικουμενική φωνή των ανθρώπων εκείνων που δεν το βάζουν κάτω, που δεν μεμψιμοιρούν. Το έργο δεν αποφεύγει τη συναισθηματολογία, ούτε το διδακτισμό, αλλά έρχονται ο στοχασμός, η συγκίνηση και το χιούμορ προς εξισορρόπησή τους.
Τα πολιτικά και κοινωνικά γεγονότα που σφράγισαν την εικοσιπενταετία που διατρέχει το έργο στηρίζουν ως κεντρικοί άξονες τη δράση. Η πολιτική αστάθεια, η σύγκρουση βενιζελικών και βασιλικών, το ρεύμα του αντισημιτισμού και η άνοδος του ναζισμού, η αμφίθυμη αντιμετώπιση των προσφύγων από τους ντόπιους, τα πολιτικά παιχνίδια εις βάρος τους φιλτράρονται στις ιστορίες των προσώπων – της οικογένειας Μπαλτατζή, των νέων φίλων και γειτόνων τους, των αφεντικών και των συναδέλφων τους. Ο πλούτος του γλωσσικού ιδιώματος, τα «διαφορετικά» ελληνικά που μιλούσαν οι Πόντιοι, οι Σμυρνιοί και οι (λίγοι) ντόπιοι Θεσσαλονικείς, δίνει πνοή στο κείμενο, όπως κάνει και το πολύχρωμο μωσαϊκό που έχει χτιστεί επί σκηνής, αναδεικνύοντας την πολυπολιτισμική Θεσσαλονίκη των εβραίων, των μουσουλμάνων και των χριστιανών.
Η παράσταση, αναγκαστικά, ορίζεται από το χαρακτήρα του κειμένου και η σκηνοθεσία της Ντενίση επικεντρώνεται κυρίως στη διευθέτηση των αμέτρητων σκηνών, στην ευρυθμία των οποίων στοχεύει και η σκηνογραφία του Μανόλη Παντελιδάκη, που έχει ως μέλημα την ευελιξία, ώστε να εξυπηρετηθούν οι πολυάριθμοι χώροι δράσης. Οι φωτορεαλιστικές προβολές στο φόντο, αν κι επιτελούν το σκοπό τους, δεν μπορούν να χαρακτηριστούν εμπνευσμένες, όμως τα κοστούμια που υπογράφει η Ηλένια Δουλαδίρη είναι άξια επαίνου. Η μουσική του Ανδρέα Κατσιγιάννη συμβάλλει στη σκηνική ατμόσφαιρα· θα ήταν ωραίο να είχε πιο πρωταγωνιστικό ρόλο.
Ο πολυπρόσωπος θίασος παίζει με πίστη και κέφι, χωρίς όμως να απαγκιστρώνεται από τις ευκολίες του (χαρακτηριστική π.χ. η τυποποιημένη λαϊκή φιγούρα της Νικολέτας Βλαβιανού ή ο καλοκάγαθος μπακάλης του Λευτέρη Ελευθερίου). Οι εμπειρότεροι ηθοποιοί αποζημιώνουν περισσότερο: Αλέξανδρος Αντωνόπουλος, Γιώργος Αρμένης, Κωνσταντίνα Μιχαήλ, Νίκη Παλληκαράκη, Όλγα Πολίτου, Μιχάλης Μητρούσης, ενώ η ίδια η Ντενίση στον ρόλο της Φιλιώς χαρακτηρίζεται κυρίως από την άνεση πως υποδύεται μια ηρωίδα που είναι πια κομμάτι της.
ΘΕΑΤΡΟΝ ΤΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ Πειραιώς 254, Ταύρος, 2122540300, 2122540314. Διάρκεια: 170΄.
Περισσότερες πληροφορίες
Κι από Σμύρνη… Σαλονίκη
Η παράσταση αποτελεί τη συνέχεια του έργου «Σμύρνη μου αγαπημένη» και ακολουθεί την πορεία της ζωής των ηρώων που επέζησαν της Μικρασιατικής Καταστροφής στη νέα τους πατρίδα, τη Θεσσαλονίκη.