Με βαθύ αίσθημα, υποκριτική θέρμη και αχαλίνωτη φαντασία, μια ιδιοσυγκρασιακή, άνιση, αλλά πολύ ενδιαφέρουσα εκδοχή στο κύκνειο άσμα του Τσέχοφ, που εγκαλεί το γκροτέσκο του Γκόγκολ, το αλλόκοτο του Μπουλγκάκοφ και τη φλύαρη εκκεντρικότητα του μεταμοντέρνου.
Ένα κτήμα σπάνιας ομορφιάς βγαίνει σε πλειστηριασμό και ο γιος των χωρικών καρπώνεται την περιουσία των χρεοκοπημένων αριστοκρατών. Ο Τσέχοφ επέμενε πως όλο αυτό είναι κωμωδία, ο Στανισλάφσκι το σκηνοθετούσε σαν τραγωδία. Εκατόν έντεκα χρόνια μετά τη συγγραφή του ο υφολογικός τόνος του «Βυσσινόκηπου» παραμένει αίνιγμα. Ο Νίκος Καραθάνος το αντιπαρέρχεται με την οδηγία «παίξτε απαρηγόρητα», επιτείνοντας το κωμικοτραγικό υπόβαθρο κι εδράζοντας την αισθητική/υφολογική γραμμή του στο τετράπτυχο: λαϊκότητα, ποιητικότητα, εκκεντρικότητα και υπερβατικότητα.
Πιο εικονοκλάστης από ποτέ, απευθύνεται εναγωνίως στο θυμικό και τονίζει την αντιηρωική συγκίνηση περισσότερο από την τσεχοφική ρητορική ή τους χαρακτήρες. Αποδεσμεύει έτσι τον «Βυσσινόκηπο» από την παράδοση του ψυχολογικού ή/και κοινωνικού ρεαλισμού και τον εκτοξεύει στο σύμπαν των παραισθήσεων και των ονείρων, του παραλόγου και του αλλόκοτου.
Εκτρέπεται όμως σε κάποιες παρερμηνείες και αστοχίες. Κινείται διαρκώς στις παρυφές του γκροτέσκο και του κλαυσίγελου, θαρρείς και ανεβάζει Γκόγκολ ή Μπουλγκάκοφ, και δεν αποφεύγει τη διάσπαση, τη φλυαρία, το χαλαρό ρυθμό και κάποια «αναίτια εκκεντρικά» ευρήματα της μεταμοντέρνας ομογενοποίησης. Αντιρεαλιστικές προσεγγίσεις στον «Βυσσινόκηπο» δοκιμάζονται ήδη από το 1980 και, μάλιστα, από σκηνοθέτες διεθνούς κύρους (Π. Μπρουκ, Εϊμ. Νεκρόσιους, Τ. Σουζούκι κ.ά.)
Πρόκειται για εγχειρήματα συνταγμένα από τους προσωπικούς δαίμονες κάθε καλλιτέχνη και για συνεκδοχές που εγκαλούν στο εκάστοτε σήμερα την υπαρξιακή αγωνία των μεταβατικών καιρών του Τσέχοφ. Η έντονη προσωπικότητα τέτοιων παραστάσεων αναπόφευκτα διχάζει. Ανάλογη περίπτωση είναι και αυτός ο «Βυσσινόκηπος».
Στο ημίφως του απόκοσμου σκηνικού της Έλλης Παπαγεωργακοπούλου –θολωτή εκκλησία, σιλό ή μπούνκερ;– συμβαίνουν πολλά. Απροσδόκητα αντικείμενα επιστρατεύονται: από πράσα και μπουζούκια μέχρι αγιογραφίες. Η φόρμα ανοίγει. Αντί όμως να πλαταίνει, ξεχειλώνει για να χωρέσουν, λόγου χάρη, τρεις βουβοί Μίκι Μάους κι ένας ελέφαντας. Οι σουρεαλιστικές αυτές μορφές, αντίστοιχα αμερικάνικης και ασιατικής καταγωγής, αν και άσχετες με το έργο, νομιμοποιούνται από το –συμβολικό και οριακά παγανιστικό– χειρισμό τους, όπως στην τελική εικόνα καθαρτηρίου: μια λουσμένη στο εκτυφλωτικό φως μαύρη Disneyland. Περιττή φαντάζει όμως η προσθήκη της πορνογραφικής σάτιρας διά χειρός Λένας Κιτσοπούλου.
Υπερτροφικά είναι επίσης τα γκανγκ και η γενικευμένη διάθεση παλιμπαιδισμού – εξαίρεση οι επιτυχημένες «γκάφες» του Χρήστου Λούλη. Η αίσθηση ενός βιωματικά δεμένου θιάσου πρυτανεύει. Καθένας ξεχωρίζει με ένα μικρό «νούμερο». ορισμένα είναι παράταιρα, κάποια άλλα έχουν μια διεστραμμένη χαρμολύπη που απογειώνει τη θεατρικότητα, όπως ο «γυμναστικός» χορός βάσει του μινιμάλ –αλά Στιβ Ράιχ– μουσικού μοτίβου (Άγγελος Τριανταφύλλου). Κι ενώ όλοι προσφέρουν εξίσου τη ζέση και τις δεξιότητές τους, ξεχωρίζουν –και όχι μόνο λόγω της προχωρημένης τους εγκυμοσύνης– η Γαλήνη Χατζηπασχάλη (η αριστοκράτισσα ως μια πανίσχυρη τοσοδούλα) και η Έμιλυ Κολιανδρή (η υπηρέτρια ως σκεπτόμενη σουμπρέτα).
ΣΤΕΓΗ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΤΕΧΝΩΝ Λεωφ. Συγγρού 107-109, Νέος Κόσμος, 2109005800. Διάρκεια: 150΄. Μέχρι 9/5.
Περισσότερες πληροφορίες
Βυσσινόκηπος
Ο σκηνοθέτης, υπονομεύοντας τα στερεότυπα που βαραίνουν τις τσεχοφικές αναγνώσεις, προσεγγίζει το έργο ως «μια αιρετική κωμωδία μέσα σε ένα υπέροχο δράμα»