
Κάθε ηθοποιός που επιθυμεί να πραγματοποιήσει το όνειρό του και να μπει σε μια δραματική σχολή χρειάζεται να προετοιμάσει για τις εξετάσεις τρία συνήθως κείμενα: έναν μονόλογο, ένα αφηγηματικό απόσπασμα και ένα ποίημα. Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης, σήμερα 21 Μαρτίου, ρωτήσαμε 8 ηθοποιούς: "ποιο ήταν το ποίημα με το οποίο πέρασες στη δραματική και γιατί το επέλεξες;". Κατερίνα Διδασκάλου, Λένα Παπαληγούρα, Αλεξάνδρα Αϊδίνη, Τάσος Λέκκας, Πέγκυ Τρικαλιώτη, Ηρώ Μπέζου, Νοεμή Βασιλειάδου και Εύη Σαουλίδου μάς απαντούν.
Ο Καβάφης και το δημοτικό τραγούδι φαίνεται να κυριαρχούν, με την τελευταία απάντηση να αποδεικνύει ότι ποίηση υπάρχει παντού -είτε έχει εκδοθεί στις σελίδες ενός βιβλίου είτε όχι. Σημειώστε ότι με ένα κλικ στο όνομα του/της ηθοποιού μπορείτε να βρείτε σε ποια παράσταση μπορείτε να τον/την απολαύσετε.
Κατερίνα Διδασκάλου
Θερμοπύλες, Κωνσταντίνος Καβάφης
Τιμή σ’ εκείνους όπου στην ζωή των
όρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες.
Ποτέ από το χρέος μη κινούντες·
δίκαιοι κι ίσιοι σ’ όλες των τες πράξεις,
αλλά με λύπη κιόλας κι ευσπλαχνία·
γενναίοι οσάκις είναι πλούσιοι, κι όταν
είναι πτωχοί, πάλ’ εις μικρόν γενναίοι,
πάλι συντρέχοντες όσο μπορούνε·
πάντοτε την αλήθεια ομιλούντες,
πλην χωρίς μίσος για τους ψευδομένους.
Και περισσότερη τιμή τούς πρέπει
όταν προβλέπουν (και πολλοί προβλέπουν)
πως ο Εφιάλτης θα φανεί στο τέλος,
κι οι Μήδοι επιτέλους θα διαβούνε.
(Ποιήματα 1904, 1905)
Για την επιλογή: Μου είχαν κάνει βαθειά εντύπωση οι στίχοι: "Γενναίοι οσάκις είναι πλούσιοι/ κι όταν ειναι πτωχοί πάλ´ εις μικρόν γενναίοι ", "πάντοτε την αλήθειαν ομιλούντες,/ πλην χωρίς μίσος για τους ψευδομένους". Και το συγκλονιστικό τέλος με τη βεβαιότητα της προδοσίας "Κι οι Μήδοι επιτέλους θα διαβούνε!". Το γεγονός ότι συγκεντρώνει όλες τις αξίες σε ένα τόσο μικρό ποίημα με συγκινεί και με εμπνέει και με ενθουσιάζει όπως όταν το πρωτοδιάβασα στα 17 μου.
Λένα Παπαληγούρα
Χωρικά Ύδατα, Ματθαίος Μουντές
Έχετε αγαπήσει ποτέ κάποιο δρόμο;
Ένα κρυφό θέλγητρο μάς δένει με αυτόν.
Δεν θυμούμαι τον πρώτο δρόμο
που αγάπησα
δεν θυμούμαι την εποχή.
Άλλωστε δεν γαντζώνομαι πια σε τίποτα.
Ούτε στο χιόνι
ούτε στις υποσχέσεις
ούτε στα θέλγητρα.
Τέτοια μικροπράγματα μας βασανίζουν
μας αλέθουν.
Γι' αυτό πρέπει να είμαστε προσεκτικοί
να μείνουμε ανέπαφοι
ακέραιοι
προσηλωμένοι στην ελπίδα της ανάστασης
που δεν γνωρίζει σύνορα
και δρόμους
κι είναι μόνο νανούρισμα
κι είναι μόνο βυθός και έκσταση.
(Νηπιοβαπτισμός (1992), Εκδόσεις Καστανιώτη)
Για την επιλογή: Ο δημιουργός του ποιήματος, ο Ματθαίος Μουντές, υπήρξε καθηγητής στο σχολείο μου. Κάπως έτσι έμαθα, έψαξα και αγάπησα εκείνον και τις λέξεις του. Θυμάμαι, επίσης, ότι, όταν έδινα εξετάσεις στο Θέατρο Τέχνης, ο Γιώργος Λαζάνης που ήταν στους εξεταστές, άκουσε τον πρώτο στίχο ("Έχετε αγαπήσει ποτέ κάποιο δρόμο;") και μου απάντησε!
Αλεξάνδρα Αϊδίνη
Του μικρού Βλαχόπουλου, Δημοτικό
Ο Κωσταντίνος ο μικρός κι ο Αλέξης ο ανδρειωμένος,
και το μικρό Βλαχόπουλο αντάμα τρων και πίνουν,
έχουνε και τους μαύρους τους σ' έναν ταβλάν δεμένους·
του Κώστα τρώγει τα σίδερα, τ' Αλέξη τα λιθάρια,
και του μικρού Βλαχόπουλου τα δένδρα ξεριζώνει.
Εκείνοι τρων και πίνουνε, κι αντάμα ξεφαντώνουν,
κι ένα πουλάκι έκατσε στης τράπεζας τ΄αχείλι.
Δεν κιλαδούσε σαν πουλί, μηδέ σαν χελιδόνι,
μόν' κιλαδούσε κι έσερνεν αθρώπινην λαλίτσα·
"Εσείς τρώτε και πίνετε, κι οι κλέφτες σάς πατήσαν·
πήραν του Κώστα τα παιδιά, τ΄Αλέξη τη γυναίκα,
και του μικρού Βλαχόπουλου, πήραν την αδελφήν του".
Ο Κώστας το καλίγωνε, κι Αλέξης το σελώνει,
και το μικρό Βλαχόπουλο στον μαύρο καβαλάρης.
"Σύρε Βλαχάκι μ', σύρ' εσύ, και χιλιομέτρησέ τους,
κι αν είναι χίλιοι, έμβα τους, κι αν είναι δυο χιλιάδες,
κι αν είναι τρεις και τέσσαρες, απολογιά μάς στέλνεις".
Δίνει βιτσιάν του μαύρου του, στον κάμπον κατεβαίνει·
βλέπει τ΄ασκέρι κι είν' πολύ, και μετρημόν δεν έχει.
Στέκεται, διαλογίζεται, κι ατός του το θαυμάζει·
πίσω να πάγει ντρέπεται, μπροστά να πά' φοβάται.
Στέκεται, διαλογίζεται, το μαύρο του ρωτάει·
"Δύνεσαι, μαύρε μ', δύνεσαι, να μπούμε και να βγούμε;"
Ο μαύρος πιλογήθηκε, με πόθον τόνε λέγει·
"Δύναμ' αφέντη, δύνομαι, να μπούμε και να βγούμε".
Δεν είναι χίλιοι να τους μπω, δεν είναι δυο χιλιάδες,
δεν είναι τρεις και τέσσερις, μόν' είν' οκτώ χιλιάδες
Δύναμ' αφέντη, δύνομαι, να μπούμε και να βγούμε".
"Βάστα, βρε μαύρε μου, καλά, σπαθί μου δαμασκένιο!"
Στο έμπα χίλιους έκοψε, στο έβγα δυο χιλιάδες,
και στο καλό το γύρισμα κανέναν δεν αφήνει.
Ψιλήν φωνίτσαν έσυρε, όσο κι αν ημπορούσε·
"Πού είσ' Αλέξη μ' αδελφέ, Κώστα μ' ανδρειωμένε·
αν είστ' ομπρός μου φύγετε, στα δάση να κρυφθείτε,
κι ο μαύρος μου εμούστωσε πηδώντας τα κεφάλια".
Κι εκείνοι τον εζούλεψαν, ρίχνουν και τον βαρούνε.
Πήρ' ο Κώστας το μαύρο του, κι Αλέξης το σπαθί του.
Κι ο άγγελος κατέβηκε και πήρε την ψυχή του.
(Claude Fauriel, Ελληνικά Δημοτικά Τραγούδια, τόμ. Β΄ Ανέκδοτα κείμενα, εκδ. επιμ. Αλέξης Πολίτης, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1999, σ. 188-189)
Για την επιλογή: Στις εξετάσεις της δραματικής σχολής με συνόδευσε το "Μικρό βλαχόπουλο". Αν και αιμοσταγές, βγαλμένο από ένα ακριτικό δημοτικό τραγούδι, μού προσέφερε με τη μουσική και τον ρυθμό του, τα απαραίτητα πατήματα για να σταθώ στο ύψος των περιστάσεων. Το δημοτικό αυτό τραγούδι, το αχειροποίητο, με την κάθε του λέξη δουλεμένη σαν βότσαλο μέσα σε μυριάδες στόματα, αγγίζει μια τελειότητα που επιβάλλεται σχεδόν από μόνη της. Σφάζει το μικρό βλαχόπουλο, χαλάει ζωές και γεννάει κουφάρια, το πολεμικό όμως αυτό τραγούδι χάρη στην καρδιά των ομιλούντων πουλιών κι αλόγων, διασώζει την ώρα της κτηνωδίας μια ανθρωπιά αναιρετική της φρίκης και του ζόφου που και σήμερα μας απελπίζουν.
Τάσος Λέκκας
Αισιοδοξία, Κώστας Καρυωτάκης
Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσει
στο μαύρο αδιέξοδο, στην άβυσσο του νου.
Ας υποθέσουμε πως ήρθανε τα δάση
μ’ αυτοκρατορικήν εξάρτυση πρωινού
θριάμβου, με πουλιά, με το φως τ’ ουρανού
και με τον ήλιον όπου θα τα διαπεράσει.
Ας υποθέσουμε πως είμαστε εκειπέρα,
σε χώρες άγνωστες, της Δύσης, του Βορρά·
ενώ πετούμε το παλτό μας στον αέρα,
οι ξένοι βλέπουνε περίεργα, σοβαρά.
Για να μας δεχτεί κάποια λαίδη τρυφερά,
έδιωξε τους υπηρέτες της ολημέρα.
Ας υποθέσουμε πως του καπέλου ο γύρος
άξαφνα εφάρδυνε, μα εστένεψαν, κολλούν
τα παντελόνια μας, και, με του πτερνιστήρος
το πρόσταγμα, χιλιάδες άλογα κινούν.
Πηγαίνουμε —σημαίες στον άνεμο χτυπούν—
ήρωες σταυροφόροι, σωτήρες του Σωτήρος.
Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσει
από εκατό δρόμους τα όρια της σιγής,
κι ας τραγουδήσουμε, το τραγούδι να μοιάσει
νικητήριο σάλπισμα, ξέσπασμα κραυγής—
τους πυρρούς δαίμονες, στα έγκατα της γης,
και, ψηλά, τους ανθρώπους να διασκεδάσει.
(Ελεγεία και Σάτιρες, 1927)
Για την επιλογή: Μου άρεσε πάντα ο Καρυωτάκης και ο τίτλος του ποιήματος μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση σε σχέση με τη ζωή του. Όταν το διάβασα, καθώς δεν το γνώριζα έως τότε, με συγκίνησε το πόσο καθόλου αισιόδοξο δεν μου φαινόταν. Κατά τη δικιά μου υποκειμενική άποψη σαφώς. Θεωρώ πως είναι ένα αριστούργημα και με συγκινεί ακόμα.
Πέγκυ Τρικαλιώτη
Τα κεριά, Κωνσταντίνος Καβάφης
Του μέλλοντος οι μέρες στέκοντ’ εμπροστά μας
σα μια σειρά κεράκια αναμμένα —
χρυσά, ζεστά, και ζωηρά κεράκια.
Οι περασμένες μέρες πίσω μένουν,
μια θλιβερή γραμμή κεριών σβησμένων·
τα πιο κοντά βγάζουν καπνόν ακόμη,
κρύα κεριά, λιωμένα, και κυρτά.
Δεν θέλω να τα βλέπω· με λυπεί η μορφή των,
και με λυπεί το πρώτο φως των να θυμούμαι.
Εμπρός κοιτάζω τ’ αναμμένα μου κεριά.
Δεν θέλω να γυρίσω να μη διω και φρίξω
τί γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει,
τί γρήγορα που τα σβηστά κεριά πληθαίνουν.
(Ποιήματα 1904, 1905)
Για την επιλογή: Στις εισαγωγικές εξετάσεις του Θεάτρου Τέχνης έδωσα "Τα κεριά" του Καβάφη. Σχεδόν όλοι οι φερέλπιδες φοιτητές των δραματικών σχολών είχαμε λατρέψει τον Καβάφη και κάθε του λέξη. Νομίζω η "σκοτεινιά" των Κεριών του είχε ήδη αρχίσει να φωτίζει τους δικούς μας δρόμους!
Ηρώ Μπέζου
Της αδικοθανατισμένης, Δημοτικό
Μιαν κόρη ρόδα μάζωνε κι αθούς εκορφολόγα,
να πλέξει ζόγια με τ’ς αθούς, στεφάνι με τα ρόδα.
Κι ο Γιάννης εκατέβαινεν από λαγού κυνήγι,
Ζευγάρι ρόδα τση ζητά και τέσσερα του δίνει.
Βγαν’ απού το δαχτύλιν του όμορφο δαχτυλίδι.
Κι η μάναν τση την τόπωσεν απού το παραθύρι,
-Μωρή, και δεν εντράπηκες να πάρεις δαχτυλίδι;
Αφησ’ εσύ, σκύλα Μαριώ, κι α δε σε μηνυτέψω,
Απού ‘χεις δώδεκ’ αδερφούς και δεκαοχτώ ξαδέρφους!
Ολημερίς τη μάλωνε κι αργα τη μηνυτεύγει
Και εις τσι δώδεκ’ αδερφούς και δεκαοχτώ ξαδέρφους.
Δέρνουν την δώδεκ’ αδερφοί κι οι δεκαοχτώ ξαδέρφοι,
Δέρνει τηνε κι η μάνα τση με την βαριάν τση ρόκα
Κι ο κύρης τ’ς ο πρωτόπαπας με το χοντρό ραβδίν του.
Ούλοι μπλιο την εδέρνανε με πέτρες και με ξύλα,
Τα αίματα σουρώνανε, τα ρούχα ματωθήκαν.
Τη νύχτα, τα μεσάνυχτα η κόρη ψυχομάχειε
Κι η μάναν τση μπαινόβγαινε κι έσερνε τα μαλλιάν τση
Κι ο κύρης τ’ς ο πρωτόπαπας τα γόνατάν του δέρνει.
Κι η μάναν τση τήνε ρωτά τζαγκουρνομαδισμένη:
-Θέλεις τα μπα, θέλεις τα ξα, θέλεις τα βελουδένια,
θέλεις τα καταπράσινα, που τα ‘φερεν ο Γιάννης;
-Δεν θέλω μπα, δεν θέλω ξα, δεν θέλω βελουδένια,
δεν θέλω καταπράσινα κι ας τα ’φερε κι ο Γιάννης
θέλω τα ματωμένα μου, να κατεβώ στον Άδη,
να βγει ακουσμός εις τα χωριά, διαλαλημός στη χώρα,
πως μ’ αδικοθανάτισαν για ’να ζευγάρι ρόδα.
(Παραλογές (1983), Εκδόσεις Εστία)
Για την επιλογή: Η επιλογή μου ήταν πρόταση του ανθρώπου που με προετοίμαζε. Τη θεωρώ πολύ εύστοχη γιατί στην άχαρη συνθήκη των εξετάσεων ένα δημοτικό τραγούδι με την παραμυθένια αφηγηματικότητά του σε προστατεύει απ' την αμηχανία του να "ερμηνεύσεις”. Απενοχοποιητικό και πανέμορφο. Το συγκεκριμένο επίσης είναι ένα ποίημα τρομερά ευαίσθητο και σίγουρα -δυστυχώς- διαχρονικό.
Νοεμή Βασιλειάδου
Το χρυσάφι, Μίλτος Σαχτούρης
Κάποτε
θα σταματήσουμε
σε μια γαλάζια άμαξα
μες στο χρυσάφι
δε θα μετρήσουμε τα μαύρα
άλογα
δε θα ’χουμε τίποτα ν’ αθροίσουμε
δε θα ’χουμε πια τίποτα
για να μοιράσουμε
κρατώντας
ένα ξύλο
θα περάσουμε
μέσ’ απ’ τη μαύρη τρύπα
του ήλιου
που θα καίει
(Τα στίγματα (1962), Εκδόσεις Κέδρος)
Για την επιλογή: Το "Χρυσάφι" είναι μια υπόσχεση για το μέλλον, γραμμένη σε α' πληθυντικό. Μια αναλαμπή για έναν κόσμο, χωρίς μετρήσιμα υλικά προς κατοχή ή διαμοιρασμό. Μια θαρραλέα κίνηση προς τον ήλιο.
+1
Ρωτώντας σχετικά την Εύη Σαουλίδου, η απάντησή της μας ξάφνιασε ευχάριστα. Το ποίημα που έδωσε δεν είχε εκδοθεί ποτέ. Δεν ήταν γνωστό ή κάποιου γνωστού ποιητή. Κι όμως ήταν ποίηση. Όπως μας είπε η ίδια: "Επέλεξα ένα ποίημα που είχε γράψει μια πολύ καλή μου φίλη στην εφηβεία".