
Με τον Γιώργο Κουτλή συν-σκηνοθετείτε το "Merde!" και σας συνδέει μια μεγάλη φιλία. Πώς ξεκινήσατε να συνεργάζεστε;
Με τον Γιώργο γνωριστήκαμε στη θεατρική ομάδα της Ιατρικής Σχολής. Βρεθήκαμε σε κάποιες πρόβες, αλλά εγώ έφυγα, ενώ εκείνος έμεινε και έδωσε εξετάσεις για τη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών. Την επόμενη χρονιά πέρασα κι εγώ στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Όταν ο Γιώργος αποφοίτησε, πήγε στρατό και αργότερα στη Ρωσία, όπου ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη σχολή GITIS. Εγώ, από την πλευρά μου, άρχισα να δουλεύω αμέσως μετά την αποφοίτησή μου. Παράλληλα, όμως, διατηρούσαμε τη φιλία μας. Μοιραζόμασταν πάντα τις ιδέες και τα όνειρά μας για το θέατρο. Τα ταξίδια μου στη Ρωσία την περίοδο που σπούδαζε εκεί υπήρξαν καθοριστικά. Έτσι εμβαθύναμε στη φιλία μας και έτσι γεννήθηκε η επιθυμία να δουλέψουμε μαζί.
Γιατί υπογράφεις τα κείμενά σου με το ψευδώνυμο Suyako;
Ένιωθα συστολή όταν εκδόθηκε το πρώτο βιβλίο μου. Δούλευα ως ηθοποιός και δεν μπορούσα να φανταστώ το όνομά μου σε αφίσες και σε βιβλιοπωλεία. Ήθελα να μπω ήσυχα στον κόσμο της συγγραφής. Επίσης μου άρεσε η ιδέα να διαβάσουν τα κείμενά μου χωρίς να ξέρουν ποιος τα έγραψε. Το Suyako έχει προσωπική σημασία. Επειδή ήμουν το μικρότερο εγγόνι του παππού μου, χαϊδευτικά με φώναζε "σουιάκο’μ", που βγαίνει από το "σουγιάς".

Μεγάλωσες στην Καρδίτσα. Πώς ήταν η ζωή σας εκεί;
Μεγάλωσα στην Καρδίτσα και ήρθα στην Αθήνα στα 18 μου. Παρόλο που είχα υπέροχα παιδικά χρόνια, από την εφηβεία και μετά ένιωσα ότι η πόλη δε με χωρούσε. Υπήρχε, όμως, ένα έντονο καλλιτεχνικό και ιδεολογικό στοιχείο στην Καρδίτσα. Υπήρχαν μπάντες, δημιουργικές παρέες, και συμμετείχα με γραφιστικά και ηχογραφήσεις. Είχα πάρει ένα τετρακάναλο και έκανα ηχογραφήσεις σε μπάντες που έπαιζαν σε εμβληματικά μπαρ της Καρδίτσας όπως ήταν το "Blues”, η "Μαργαρίτα”.
Από που έλαβες τα πρώτα ερεθίσματα για να ασχοληθείς με την τέχνη;
Η τέχνη ήρθε φυσικά στη ζωή μου, καθώς ο πατέρας μου ήταν απόφοιτος της Καλών Τεχνών και εργαζόταν ως εκπαιδευτικός στη δημόσια εκπαίδευση. Και, η μητέρα μου ήταν καλλιεργημένος άνθρωπος με αγάπη για την τέχνη για τη μουσική. Μαζί με τον αδελφό μου είχαμε από μικροί το μικρόβιο της μουσικής, αγοράζαμε δίσκους, γνωρίζαμε πολλά για τις μπάντες. Όταν μάθεις να ψάχνεις επισταμένως για τη μουσική μετά αρχίζεις να ψάχνεις για τον κινηματογράφο με τον ίδιο τρόπο. Αυτό συνέβη με μένα, μετά ξεκίνησα να διαβάζω για το θέατρο. Αρχικά, ασχολήθηκα με τη μουσική και τον κινηματογράφο, αλλά το θέατρο με κέρδισε αργότερα, στην Αθήνα. Μάλιστα, θυμάμαι ότι με είχαν πάει γονείς μου στο θέατρο όταν ήμουν μικρός και δεν μου άρεσε πάρα πολύ.

Πώς προέκυψε η αγάπη σου για το θέατρο;
Το μεγάλο "κλικ" έγινε όταν πήγα στην ερασιτεχνική θεατρική ομάδα της Ιατρικής Σχολής. Σπούδαζα πολιτικός μηχανικός, αλλά πάντα είχα την ανάγκη για κάτι καλλιτεχνικό. Σκέφτηκα να πάω στη Σχολή Καλών Τεχνών επειδή ζωγράφιζα, μετά άρχισα να ασχολούμαι με τον κινηματογράφο παρακολουθώντας σεμινάρια συγγραφής σεναρίου, έκανα μια ταινία μικρού μήκους, άρχισα να κάνω μοντάζ και στην πορεία, μέσω της θεατρικής ομάδας, γεννήθηκε η όρεξη για το θέατρο.
Τελικά, η Θεατρική Ομάδα της Ιατρικής Σχολής λειτούργησε ως φυτώριο νέων καλλιτεχνών. Υπάρχουν κι άλλοι συνάδελφοί σου που ξεκίνησαν από εκεί.
Ναι, σε έναν βαθμό ισχύει. Γνωρίζω ότι από εκεί πέρασε ο Μάνος Βαβαδάκης, η Χαρά Ιωάννου, η οποία αργότερα πέρασε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, η Αντιγόνη Δούμου, που στη συνέχεια φοίτησε στο Θέατρο Τέχνης, καθώς και ο αδελφός της, Γιάννης Δούμος. Ο Γιάννης ασχολήθηκε αργότερα με τη συγγραφή και ήταν ο άνθρωπος που με προετοίμασε για τις εξετάσεις στις δραματικές σχολές. Κάποιοι άνθρωποι και κάποιες συγκυρίες σε βοηθούν να κάνεις άλματα μέσα σου, να ανοίξεις δρόμους και να βρεις μια κατεύθυνση. Νομίζω ότι αυτό που συνέβη με τον Γιάννη Δούμο ήταν καθοριστικό για να καταλάβω αν θα ασχοληθώ σοβαρά με το θέατρο ή θα το αφήσω.
Η ιδέα για το "Merde!" πώς γεννήθηκε;
Η ιδέα γεννήθηκε από μια παρέα: τον Γιώργο Κουτλή, τον Γιάννη Νιάρο, τον Αλέξανδρο Χρυσανθόπουλο, τον Ηλία Μουλά και εμένα. Ήταν δύσκολο να βρούμε έργα που να ανταποκρίνονται στην ηλικία μας και να προσφέρουν ισότιμους ρόλους. Έτσι αποφάσισα να γράψω κάτι που να αφορά το θέατρο και τη ζωή πίσω από τη σκηνή, εμπνευσμένο από τη σημερινή ελληνική πραγματικότητα. Δεν είναι μία πρωτότυπη ιδέα, υπάρχει μια ολόκληρη οικογένεια έργων σε αυτό το πνεύμα όπως "Το σώσε” του Μάικλ Φρέιν που έχει ανέβει πολλές φορές στην Ελλάδα το "Σφαίρες πάνω από το Μπρόντγουεϊ” του Γούντι Άλεν, που έχει γίνει και μιούζικαλ, η "Ερυθρά νήσος” και ο "Μολιέρος” του Μιχαηλ Μπουλγκάκοφ, τα "Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα” και το "Απόψε αυτοσχεδιάζουμε” του Λουίτζι Πιραντέλλο. Όποτε, έπρεπε να γράψω κάτι νέο γύρω από αυτή τη θεματολογία στην Ελλάδα του 2024-25.

Ο τίτλος "Merde” είναι κάπως προκλητικός. Πώς συνδέεται με το θέμα της παράστασης;
Πριν την πρεμιέρα δε λες ποτέ "Καλή επιτυχία!", γιατί είναι, λέει, μεγάλη γρουσουζιά. Αν είσαι Άγγλος, λες "Break a leg!” ("Σπάσε το πόδι σου!"). Αν είσαι Ιταλός, λες "In bocca al lupo!” ("Στο στόμα του λύκου!").
Εμείς, εδώ, στην Ελλάδα, κρατώντας μια παλιά παράδοση Γαλλική, λέμε "Σκατά!”, ή στα γαλλικά, "Merde!” Ο τίτλος αυτός ταιριάζει απόλυτα με το θεατρικό και σατιρικό ύφος της παράστασης που δείχνει πόσος κομπλεξισμός και ποια προβλήματα υπάρχουν στο θέατρο. Ο τίτλος είναι καίριος ως προς τη θεματολογία και ταιριαστός για την κωμωδία και την σάτιρα που κάνουμε και που δείχνει ποια είναι η κατάσταση του θεάτρου.
Ακούγεται σαν να είναι η παράσταση ένα inside joke για τους ανθρώπους του θεάτρου.
Πράγματι. Πρόκειται για μια κωμωδία που ανοίγει την "κλειδαρότρυπα” του θεάτρου. Σκεφτήκαμε μήπως είναι πολύ εσωτερική, αυτό που λες inside joke, όμως παρατηρήσαμε ότι οι θεατές βρίσκουν ενδιαφέρον να δουν πώς λειτουργεί το θέατρο εκ των έσω, το να τους αφήσεις να δουν μέσα από την κλειδαρότρυπα του επαγγέλματος βοηθάς την αφήγηση και έχει ενδιαφέρον να ξέρουν πως λειτουργούν τα πράγματα στους επαγγελματίες του θεατρικού χώρου.
Στο δελτίο Τύπου μιλάτε για έναν άτυπο πόλεμο ανάμεσα στο εμπορικό και το ποιοτικό θέατρο. Τι συμβαίνει ακριβώς;
Υπάρχουν δύο κατευθύνσεις στο θέατρο: η μία αφορά την ψυχαγωγία, ενώ η άλλη αναζητά την πρόκληση, την έρευνα και την κάθαρση. Αυτή η "διχοτόμηση" συχνά οδηγεί σε μια παράξενη κατάσταση όπου, κάθε πλευρά "κοροϊδεύει" την άλλη. Στην παράσταση σατιρίζουμε αυτή τη σύγκρουση, χωρίς να παίρνουμε σαφή θέση, αλλά με αυτοσαρκαστική διάθεση. Κάθε πράγμα έχει την αξία του. Θυμάμαι κάποτε είχε έρθει από την Καρδίτσα η μαμά ενός φίλου και του ζήτησε να της προτείνει παράσταση. Της πρότεινε μια πολύ καλή "κουλτουριάρικη” παράσταση κι εκείνη του είπε: "Δεν μπορώ τα δράματα έχω έρθει από δουλειά, θέλω να ξεκουραστώ, δεν θέλω να με ταΐσεις καημό”. Και αυτό είναι μια πολύ μεγάλη αλήθεια την οποία έχω ακούσει πολλές φορές και πρέπει να το ακούσουμε.

Η προηγούμενη παράτασης σας, οι "Παίχτες", μετάδιδαν feel good διάθεση και αγαπήθηκαν πολύ από κοινό και κριτικούς.
Πέτυχαν οι "Παίχτες” στο Κιβωτός γιατί παίχτηκαν σε μια περίοδο μετά από ένα συλλογικό πόνο, τον εγκλεισμό της πανδημίας, την απόγνωση. Η ψυχαγωγία ήταν η μόνη διέξοδος. Βέβαια, η τέχνη δεν είναι εδώ μόνο για να γαργαλίσει. Η τέχνη είναι εδώ για να προβληματίσει, για να πονέσει, για να δοκιμάσουμε τα όρια μας, για να δούμε και κάποια άλλα πράγματα που μας φέρνουν σε δύσκολη θέση, να ερευνήσουμε καινούργια συναισθήματα. Υπάρχει και κάτι άλλο στο θέατρο που λέγεται τελειτουργία. Το θέατρο έχει πολλά κανάλια κι εμείς στο "Merde” ερχόμαστε να τα σχολιάσουμε με σατιρική διάθεση. Όπως απολαμβάνω μια καλοστημένη ερευνητική παράσταση, άλλο τόσο απολαμβάνω μια καλοστημένη κωμωδία. Και στις δύο περιπτώσεις υπάρχει μπόλικη δουλειά από πίσω.
Θα φύγουμε εκνευρισμένοι ή συμφιλιωμένοι από την παράσταση;
Υπάρχει κάτι περίπλοκο, το οποίο δεν θέλω να αποκαλύψω. Το έργο δεν περιέχει μια απλή συμφιλίωση, ούτε μια εύκολη νίκη του ενός έναντι του άλλου. Ο στόχος μας είναι να κάνουμε τον κόσμο να γελάσει. Μας αφορά η τέχνη της κωμωδίας. Σε αυτό το έργο υπάρχει ψυχαγωγία εμπλουτισμένη με μια πιο βαθιά διάθεση να ρίξουμε μια κλεφτή ματιά από την κλειδαρότρυπα, να δούμε τι πραγματικά συμβαίνει. Ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι που δημιουργούν το θέατρο; Οι συγγραφείς, οι σκηνοθέτες, οι ηθοποιοί, οι παραγωγοί, οι κριτικοί θεάτρου; Το θέατρο για εμάς είναι κάτι περισσότερο από διασκέδαση – είναι μια αφορμή για να εξετάσουμε τους ανθρώπους και τους ρόλους που παίζουν μέσα και έξω από τη σκηνή.
Εκτός από τη σάτιρα, είναι και μιούζικαλ;
Έχει πολλά logistics σαν παράσταση. Είναι σαν μια τούρτα τρίπατη σε δικό μου κείμενο, συν-σκηνοθεσία με τον Γιώργο Κουτλή με σκηνικά του Πάρη Μέξη, κοστούμια της Εύας Γουλάκου, φωτισμούς του Αλέκου Αναστασίου, μουσική του Γιάννη Νιάρρου και του Γιάννη Παπαδόπουλου, sound design του Γιώργου Μιζήθρα, κίνηση του Αλέξανδρου Βαρδαξόγλου. Θα το χαρακτήριζα μουσική κωμωδία. Είναι μια μεγάλη παραγωγή, με πρωταγωνιστές τους Μαριαλένα Ηλία, Νίκο Καραθάνο, Ηλία Μουλά, Γιάννη Νιάρρο, Χρήστο Πούλο-Ρένεση, Λυδία Τζανουδάκη, Αλέξανδρο Χρυσανθόπουλο, Αποστόλη Ψυχράμη και τέσσερις μουσικούς επί σκηνής και με πολύ μεγάλη γκάμα μουσικών υφών: έχουμε αρκετά jazz στοιχεία, με συνθέσεις που είναι ταυτόχρονα ναΐφ, swing, ρετρό και κάποιες στιγμές ακόμα και disco.

Ποιο είναι το μουσικό ύφος της παράστασης;
Δεν μπορώ να το περιγράψω με ακρίβεια. Στο "Σπιρτόκουτο”, για παράδειγμα, που είχε κάνει τη μουσική ο Γιάννης Νιάρρος μαζί με τον Αλέξανδρο Λιβιτσάνο υπήρχε μια πολύ μεγάλη γκάμα μουσικών υφών, με την κατεύθυνση να τείνει περισσότερο προς το ροκ. Στο "Merde”, όμως, έχουμε αρκετά jazz στοιχεία, με συνθέσεις που είναι ταυτόχρονα ναΐφ, swing, ρετρό, και κάποιες στιγμές ακόμα και disco.
Πώς προλάβαινες να είσαι μπαμπάς, να παίζεις μέχρι πρότινος στο "Λεωφορείο ο Πόθος” στο Προδκήνιο και να κάνεις πρόβες για το "Merde”;
Είναι πολύ δύσκολο για μένα, αλλά πάντα έχω χρόνο να δω το παιδί μου. Περνάω μια εξαιρετικά φορτωμένη περίοδο, αλλά πιστεύω ότι θα τα καταφέρω. Μέχρι τις 24 Ιανουαρίου που θα γίνει η πρεμιέρα στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά δουλεύω εντατικά, ελπίζοντας να μην καταρρεύσω. Στο "Merde”, εκτός από σκηνοθέτης μαζί με τον Γιώργο Κουτλή, έχω γράψει το έργο και παίζω ως ηθοποιός. Αυτή η διπλή ιδιότητα είναι τεράστια ευθύνη και, ορισμένες φορές, μια αμήχανη θέση. Είσαι επί σκηνής, λες το κείμενο που έχεις γράψει, αλλά παράλληλα έχεις και το βλέμμα του σκηνοθέτη. Η πρόβα για το "Merde” διαρκεί πέντε ώρες τη μέρα, ενώ η συνεννόηση είναι αδιάκοπη, 24 ώρες το 24ωρο. Ταυτόχρονα, το "Λεωφορείο πόθος" είναι μια από τις ομορφότερες παραστάσεις που έχω κάνει ποτέ, οπότε δεν μπορώ να παραπονεθώ, αν και οι απαιτήσεις είναι εξαιρετικά υψηλές.
Ο Γιώργος Ζυγούρης σε αντικατέστησε στο "Λεωφορείο ο πόθος”, ένας νέος ηθοποιός.
Ο Γιώργος Ζυγούρης με αντικατέστησε στην παράσταση "Λεωφορείο ο πόθος”, την οποία σκηνοθέτησε ο Δημήτρης Καραντζάς. Ο Γιώργος είναι εξαιρετικός ηθοποιός, ένας υπέροχος άνθρωπος και πολύ καλός φίλος. Τον εκτιμώ βαθιά, τόσο ως καλλιτέχνη όσο και ως άνθρωπο – και αυτό είναι σπάνιο.
Η συνεργασία σου με τον Δημήτρη Καραντζά είναι σημαντική για την καριέρα σου;
Η συνάντησή μου με τον Δημήτρη είναι καθοριστική. Είχαμε συνεργαστεί ξανά το 2012 στη "Δωδέκατη Νύχτα” του Σαίξπηρ, στο "Ρόμπ” στη Στέγη Ιδρύματος Ωνάση. Στη συνέχεια, συνεργαστήκαμε στο "Ταξίδι της μεγάλης μέρας μέσα στη νύχτα” του Ευγένιου Ο'Νιλ, στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας, μαζί με τη Μπέττυ Αρβανίτη. Το "Λεωφορείο ο πόθος” είναι η τέταρτη δουλειά μας μαζί. Μου αρέσει πολύ η ματιά του Δημήτρη και, με τον χρόνο, η συνεργασία μας γίνεται όλο και πιο ουσιαστική. Κάθε δουλειά μας φαίνεται καλύτερη από την προηγούμενη, τόσο σε επίπεδο συνεννόησης όσο και στο τελικό αποτέλεσμα.

Η σύγχρονη ματιά στα κλασικά έργα έχει κάτι νέο να πει;
Το κλασικό ρεπερτόριο αποτελεί μεγάλο σχολείο, ανεξαρτήτως αποτελέσματος. Κάθε ηθοποιός και σκηνοθέτης που καταπιάνεται με ένα κλασικό έργο έχει πολλά να μάθει. Για το κοινό, το γεγονός ότι αυτά τα έργα προέρχονται από άλλες εποχές και συχνά έχουν ξαναπαιχτεί με διαφορετικούς τρόπους, δημιουργεί μια παράδοση και μια συγκριτική διάθεση. Ένα νέο ανέβασμα, όπως αυτό του "Λεωφορείου ο πόθος”, το οποίο έχει γίνει και ταινία, προσφέρει τη δυνατότητα μιας διαφορετικής ανάγνωσης.
Βλέπουμε μια τάση ανανέωσης των κλασικών έργων;
Ναι, πράγματι, είναι εμφανές τα τελευταία χρόνια. Παράλληλα, όμως, βλέπω και μια νέα ελληνική δραματουργία που διαμορφώνεται. Υπάρχει μια σταθερή παρουσία νέων Ελλήνων συγγραφέων, όπως ο Αντώνης Τσιοτσιόπουλος, η Κατερίνα Μαυρογεώργη και η Νεφέλη Μαϊστράλη, οι οποίοι είναι και ηθοποιοί. Ταυτίζομαι με αυτούς γιατί η σχέση τους με το θέατρο έχει μια πρακτικότητα. Αυτή η νέα γενιά συγγραφέων έχει ισχυρή παρουσία και πολύ ωραίο αποτέλεσμα.
Προπώληση εισιτηρίων: more.com
Περισσότερες πληροφορίες
Merde!
Μια μουσική κωμωδία για τα «κακώς κείμενα» του ελληνικού θεάτρου και για τους λόγους που οι καλλιτέχνες κάνουν θέατρο σήμερα («Για τα λεφτά ή για την ψυχή μας;»). Πριν την πρεμιέρα, δε λες ποτέ «Καλή επιτυχία!», γιατί είναι, λέει, μεγάλη γρουσουζιά. Αν είσαι Άγγλος, λες “Break a leg!” («Σπάσε το πόδι σου!»). Αν είσαι Ιταλός, λες “In bocca al lupo!” («Στο στόμα του λύκου!»). Εμείς, εδώ, στην Ελλάδα, κρατώντας μια παλιά παράδοση Γαλλική, λέμε "Σκατά!", ή γαλλιστί,"Merde!”. Το θέμα όμως δεν είναι η πρεμιέρα… Το θέμα είναι πώς φτάνεις μέχρι εκεί. Πώς «φτιάχνεται» το θέατρο; Πώς έρχεται η «έμπνευση»; Τι κάνουνε όλοι αυτοί οι καλλιτέχνες στην πρόβα; Και ποιος (δεν) πληρώνει για όλα αυτά;